Του Gaurav Sharma
Μετά την επίθεση του Ιράν κατά του Ισραήλ το βράδυ της Τρίτης με σχεδόν 200 πυραύλους και την άμεση δέσμευση του Τελ Αβιβ ότι θα υπάρξουν αντίποινα, οι τιμές του πετρελαίου ξεκόλλησαν από τα πρόσφατα χαμηλά τους και πήραν την ανιούσα ως απόρροια της κλιμάκωσης της έντασης στη Μέση Ανατολή.
Την Πέμπτη, το συμβόλαιο του επόμενου μήνα του Brent σκαρφάλωσε στα 75 δολάρια το βαρέλι, ενώ το αμερικανικό αργό τύπου West Texas Intermediate στα 70 δολάρια το βαρέλι.
Το Ιράν ανακοίνωσε ότι η επίθεση στο Ισραήλ ήταν απάντηση στις "επιθετικές ενέργειές” του, όπως η δολοφονία του ηγέτη της Χεζμπολάχ, Χασάν Νασράλα, στον Λίβανο. Ανταπαντώντας, ο πρωθυπουργός του Ισραήλ, Μπενιαμίν Νετανιάχου, δήλωσε ότι το Ιράν "έκανε ένα μεγάλο λάθος και θα το πληρώσει”.
Ενδεχομένως να αποτελεί μια κωδικοποιημένη προειδοποίηση ότι το Ισραήλ θα "κυνηγήσει” τις πετρελαϊκές εγκαταστάσεις του Ιράν. Σύμφωνα με την εταιρεία παροχής δεδομένων και έρευνας Kpler, το Ιράν εξήγαγε την άνοιξη του 2023 συνολικά 1,194 εκατομμύρια βαρέλια αργού πετρελαίου και συμπυκνώματος φυσικού αερίου την ημέρα, ποσότητα που ανήλθε σε υψηλό πέντε ετών, στο 1,65 εκατομμύριο βαρέλια την ημέρα, το πρώτο πεντάμηνο του 2024.
Επομένως, ο πετρελαϊκός κλάδος του Ιράν αποτελεί έναν προφανή στόχο για το Ισραήλ, εάν επιλέξει να προχωρήσει σε αντίποινα, όπως εικάζουν διάφορα μέσα ενημέρωσης (π.χ. ο ειδησεογραφικός ιστότοπος Axios). Το μέγεθος του αντικτύπου μιας τέτοιας κίνησης στην αγορά θα εξαρτηθεί από τους στόχους που θα επιλεγούν και το εύρος της πιθανολογούμενης επίθεσης. Υπό αυτό το πρίσμα, η προσοχή στρέφεται σε τέσσερις στρατηγικής σημασίας εγκαταστάσεις του Ιράν.
Η πρώτη εξ αυτών είναι ο τερματικός σταθμός πετρελαίου Kharg Oil Terminal, στο νησί Χαρκ που απέχει 15 μίλια από τη βορειοδυτική ακτή του Ιράν. Ο εν λόγω σταθμός διαχειρίζεται πάνω από το 90% των παγκόσμιων εξαγωγών αργού της χώρας.
Δεύτερος πιθανός στόχος θα μπορούσε να είναι ένα σύμπλεγμα τερματικών σταθμών πετρελαίου στη νότια επαρχία Ορμοζγκάν, το οποίο διαθέτει επίσης δύο ζώνες ελεύθερου εμπορίου στα νησιά Κις και Κεσμ. Στο νησί Κις βρίσκεται επίσης η έδρα του ιρανικού χρηματιστηρίου πετρελαίου - το μόνο χρηματιστήριο του είδους του όπου τα συμβόλαια πετρελαίου και τα παράγωγα δεν διαπραγματεύονται σε δολάρια ΗΠΑ.
Η τρίτη, και πιο εγχώριας σημασίας εγκατάσταση, είναι το διυλιστήριο Abadan που βρίσκεται στον ποταμό Σατ αλ-Αραμπ στα σύνορα του Ιράν με το Ιράκ. Είναι δύσκολο να βρεθούν αξιόπιστα, πρόσφατα δεδομένα σχετικά με την παραγωγική δυναμικότητα του διυλιστηρίου. Ωστόσο, σύμφωνα με εκτιμήσεις και πηγές τοπικών μέσων ενημέρωσης (π.χ. Financial Tribute) η παραγωγική του δυναμικότητα ανέρχεται σε περίπου 400.000 βαρέλια την ημέρα. Ως η παλαιότερη μονάδα επεξεργασίας του Ιράν -χτίστηκε αρχικά το 1909 από την πετρελαϊκή εταιρεία Anglo-Persian Oil (που αργότερα μετονομάστηκε σε BP)- καλύπτει περίπου το 25% της εγχώριας ζήτησης καυσίμων στο Ιράν.
Τέλος, ο τερματικός σταθμός Mahshahr Oil Terminal, μια λιμενική πετρελαϊκή εγκατάσταση στο κανάλι Χορ Μούσα, είναι η τέταρτη πιθανή τοποθεσία-στόχος. Πρόκειται για μια μονάδα αποθήκευσης και μεταφοράς προϊόντων από το διυλιστήριο Abadan, που λειτουργεί και ως κόμβος κατασκευής μηχανικών εγκαταστάσεων και προβλητών του Ιράν.
Το πολεμικό εγχειρίδιο του Σαντάμ
Όλες οι παραπάνω τοποθεσίες αποτελούσαν συνήθεις στόχους του Ιρακινού δικτάτορα Σαντάμ Χουσεΐν κατά τη διάρκεια του ιρανο-ιρακινού πολέμου (1980-1988), που πλήττοντάς τες "ακρωτηρίασε” σοβαρά τότε την ιρανική οικονομία. Το γεγονός αυτό, καθιστά τις εν λόγω τοποθεσίες προφανείς πιθανούς στόχους για το Ισραήλ και πιθανότατα η στοχοποίησή τους θα έχει διαφορετικού μεγέθους αντίκτυπο στην παγκόσμια αγορά πετρελαίου.
Η δυνητικά πιο καταστροφική επίθεση από την πλευρά του Ισραήλ, με παγκόσμιες επιπτώσεις, θα ήταν να πλήξει τον τερματικό σταθμό πετρελαίου Κharg Oil Terminal. Πιθανότατα θα προκαλέσει τη βραχυπρόθεσμη άνοδο της τιμής του πετρελαίου κατά περίπου 5%, καθώς ενέχει τον κίνδυνο να διαταράξει τη διεθνή αγορά αργού, κυρίως τις εξαγωγές του Ιράν προς την Κίνα - που είναι ο μεγαλύτερος εισαγωγέας πετρελαίου στον πλανήτη.
Από την άλλη πλευρά, μια επίθεση στις πετρελαϊκές εγκαταστάσεις του Ορμοζγκάν πιθανότατα θα είχε περισσότερο συμβολικό χαρακτήρα δεδομένου ότι πολλοί από τους τερματικούς σταθμούς που βρίσκονται στην ιρανική αυτή επαρχία σε μεγάλο βαθμό δεν χρησιμοποιούνται. Η απαξίωση αυτών των μονάδων οφείλεται στην ελλειπή συντήρηση των υποδομών, στην έλλειψη επενδύσεων και στις επί χρόνια επιβαλλόμενες κυρώσεις της Δύσης στον πετρελαϊκό τομέα του Ιράν. Το Ισραήλ μπορεί να εξαπολύσει επίθεση στη συγκεκριμένη επαρχία για να στείλει απλώς ένα μήνυμα.
Εάν πάλι στοχοποιηθεί το διυλιστήριο Abadan, θα μπορούσε να ακρωτηριαστεί η εγχώρια αλυσίδα εφοδιασμού καυσίμων του Ιράν. Εάν πληγεί μόνο το διυλιστήριο ίσως οι διεθνείς επιπτώσεις να μην είναι σημαντικές. Ωστόσο, εάν το Ισραήλ πλήξει και τον κοντινό πετρελαϊκό τερματικό σταθμό Kahshahr Oil Terminal, πιθανότατα θα δημιουργήσει προβλήματα στην περιφερειακή αλυσίδα εφοδιασμού αργού και πετρελαϊκών προϊόντων.
Πιο ανθεκτική η αγορά
Εάν οι τρέχουσες γεωπολιτικές εξελίξεις σκίαζαν την αγορά πριν από μια δεκαετία, οι περισσότεροι παράγοντες της αγοράς θα συνηγορούσαν σε μια διψήφια βραχυπρόθεσμη άνοδο των τιμών του πετρελαίου. Ωστόσο, παρά τα όσα επεφύλαξε η φετινή χρονιά στην αγορά πετρελαίου οι τιμές -με σημείο αναφοράς το Brent- εξακολουθούν να βρίσκονται σχεδόν 10 δολάρια χαμηλότερα από ό,τι ήταν τον Οκτώβριο του προηγούμενου έτους, ενώ κατρακύλησαν στο χαμηλότερο επίπεδο από το 2021 τον προηγούμενο τον μήνα.
Κι αυτό γιατί, σε αντίθεση με μια δεκαετία πριν, η παραγωγή πετρελαίου εκτός Μέσης Ανατολής αυξάνεται σταθερά. Οι ΗΠΑ είναι αυτήν τη στιγμή ο μεγαλύτερος παραγωγός αργού πετρελαίου στον κόσμο. Επίσης, η παραγωγή σε Βραζιλία, Καναδά, Γουιάνα και Νορβηγία κινείται σε επίπεδα ρεκόρ, σύμφωνα με τον Διεθνή Οργανισμό Ενέργειας. Εν τω μεταξύ, η Σαουδική Αραβία έχει περιορίσει την παραγωγική της δυναμικότητα σημαντικά.
Όλα τα παραπάνω δε, λαμβάνουν χώρα σε μια περίοδο αβεβαιότητας όσον αφορά τη ζήτηση πετρελαίου και παγκόσμιων μακροοικονομικών προκλήσεων. Ακόμη και ο Οργανισμός Εξαγωγών Πετρελαιοπαραγωγών Χωρών (OPEC) -που θεωρείται ότι εκφράζει τις πιο αισιόδοξες προβλέψεις σχετικά με το επίπεδο της ζήτησης- αναμένει πλέον επιβράδυνση του ρυθμού αύξησης της ζήτησης τόσο το 2024 όσο και το 2025.
Όπως και ο ΔΟΕ - αν και οι προβλέψεις των δύο οργανισμών για τη ζήτηση το 2024 συνεχίζουν να εμφανίζουν σημαντική απόκλιση, με τον ΔΟΕ να προβλέπει ότι θα διαμορφωθεί κάτω από 1 εκατομμύριο βαρέλια την ημέρα και τον OPEC να την τοποθετεί λίγο πάνω από 2 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα.
Επομένως, παρότι η γεωπολιτική ένταση στη Μέση Ανατολή μπορεί να μην είναι κάτι καινούριο, η σημερινή αγορά πετρελαίου δεν προσομοιάζει καθόλου με αυτήν της προηγούμενης δεκαετίας. Να θυμάστε δε πάντα ότι όταν τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης του πετρελαίου αντικατοπτρίζουν ένα γεωπολιτικής φύσεως "ασφάλιστρο κινδύνου”, αιτία είναι οι φόβοι για ενδεχόμενη επικείμενη απώλεια προσφερόμενης ποσότητας, όπως συμβαίνει στην παρούσα φάση.
Από τη στιγμή που η απώλεια λάβει χώρα -λόγου χάρη μετά από μια πιθανή ισραηλινή επίθεση- ο κίνδυνος μετεξελίσσεται σε πραγματικότητα και οι διορθωτικοί μηχανισμοί της αγοράς τίθενται σε λειτουργία, τόσο από την πλευρά της προσφοράς όσο και από την πλευρά των τιμών. Παρεκτός κι αν εγκυμονεί κίνδυνος περαιτέρω περιορισμού της προσφοράς, που είναι και η άγνωστη μεταβλητή που πρέπει να συνυπολογίσει η αγορά.
Εν τέλει, η αυξανόμενη ένταση μεταξύ του Ιράν και του Ισραήλ και η ευρύτερη σύρραξη στη Γάζα και τον Λίβανο είναι κάτι που δεν βοηθά την αγορά πετρελαίου, ωστόσο επί του παρόντος φαίνεται ότι μπορεί να τη διαχειριστεί, με όλα τα βλέμματα όμως να είναι στραμμένα στην επόμενη κίνηση του Ισραήλ.