Της Ελευθερίας Κούρταλη
Ο πόλεμος μεταξύ της Χαμάς και του Ισραήλ έρχεται σε μια δύσκολη συγκυρία για τις παγκόσμιες αγορές και θα μπορούσε εύκολα να αυξήσει περαιτέρω τη μεταβλητότητα, όπως σημειώνει η Capital Economics επισημαίνοντας τα τρία σημεία τα οποία μπορούν να προκαλέσουν σημαντικές συνέπειες για τις αγορές.
Πρώτον, οι μεγάλες χρηματοπιστωτικές αγορές έχουν συνήθως αποδειχθεί αρκετά ανθεκτικές σε γεωπολιτικούς κραδασμούς τα τελευταία χρόνια και, μέχρι στιγμής, αυτό αποδεικνύεται και σήμερα. Οι αγορές περιουσιακών στοιχείων και το νόμισμα του Ισραήλ, όπως ήταν αναμενόμενο, έχουν δεχθεί σημαντική πίεση. Ωστόσο, ο αντίκτυπος σε μεγαλύτερες αγορές στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ ήταν, μέχρι στιγμής, πιο περιορισμένος. Οι κύριοι χρηματιστηριακοί δείκτες υποχώρησαν λιγότερο από 1%, οι αποδόσεις των μακροπρόθεσμων κρατικών ομολόγων στην Ευρώπη μειώθηκαν κατά περίπου 5 μονάδες βάσης χθες και η αγορά συναλλάγματος δέχθηκε περιορισμένες πιέσεις.
Οι επιπτώσεις αυτές είναι σίγουρα πιο αισθητές από ό,τι άλλες πρόσφατες συγκρούσεις μεταξύ του Ισραήλ και των γειτόνων του, αλλά πολύ μικρότερες από τον αντίκτυπο της έναρξης της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία, όπως επισημαίνει η Capital Economics.
Τούτου λεχθέντος, η αιφνιδιαστική επίθεση το Σαββατοκύριακο έρχεται να προστεθεί σε ένα ήδη δύσκολο γεωπολιτικό περιβάλλον. Πρώτον, η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία έχει ξεπεράσει τους 18 μήνες, με ελάχιστα σημάδια επίλυσης. Ενώ οι άμεσες επιπτώσεις στην οικονομία και τις αγορές έχουν πλέον απορροφηθεί σε μεγάλο βαθμό και οι ειδήσεις γύρω από τη σύγκρουση δεν φαίνεται να είναι σημαντικός κινητήριος μοχλός της αγοράς από το περασμένο καλοκαίρι, οι δυτικές κυρώσεις στη Ρωσία συνεχίζουν να συμβάλλουν σε μια "σφιχτή" αγορά ενέργειας. Μια άλλη βασική πηγή αναταραχής για τις αγορές είναι οι συνεχιζόμενες εντάσεις μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας γύρω από την τεχνολογία, την Ταϊβάν και μια σειρά άλλων ζητημάτων.
Δεύτερον, το πιο πιθανό κανάλι μέσω του οποίου ένας πόλεμος στη Μέση Ανατολή θα είχε μεγαλύτερο αντίκτυπο στην παγκόσμια οικονομία και τις αγορές είναι (όπως πάντα) οι τιμές της ενέργειας. Οι τιμές του αργού πετρελαίου και του φυσικού αερίου έχουν εκτιναχθεί, αν και περίπου στα 87 δολ./βαρέλι το πετρέλαιο παραμένει πολύ χαμηλότερο από αυτό που ήταν μόλις πριν από μια εβδομάδα. Η βασική ανησυχία για τις ενεργειακές αγορές είναι η σύγκρουση να διευρυνθεί και να εμπλακεί άμεσα το Ιράν, σύμμαχος της Χαμάς και σημαντικός παραγωγός ενέργειας.
Με την αγορά πετρελαίου να είναι ήδη πολύ "σφιχτή", η Capital Economics πιστεύει ότι ένα τέτοιο σενάριο θα μπορούσε να οδηγήσει την τιμή του πετρελαίου πολύ πάνω από τα 100 δολ./βαρέλι, τουλάχιστον προσωρινά. Οπως αναφέρει, θα χρειαζόταν μια μεγάλη κλιμάκωση για να προκαλέσει αυτή η σύγκρουση ένα σοκ συγκρίσιμο με αυτό του 1973 μετά τον πρώτο πόλεμο του Γιομ Κιπούρ. Τότε η τιμή του πετρελαίου τετραπλασιάστηκε σε διάστημα λίγων μηνών. Ένα τέτοιο αποτέλεσμα πάντως παραμένει ένα σενάριο κινδύνου, τονίζει ο οίκος.
Τρίτον, ο άλλος καθοριστικός παράγοντας για το πώς αυτή η σύγκρουση επηρεάζει τις παγκόσμιες αγορές είναι ο τρόπος με τον οποίο οι κεντρικές τράπεζες θα αντιδράσουν σε τυχόν οικονομικές επιδράσεις. Ένας λόγος που η ρωσική εισβολή και οι επακόλουθες κυρώσεις είχαν μεγάλη επιρροή στις χρηματοπιστωτικές αγορές πέρυσι είναι ότι η άνοδος των τιμών των εμπορευμάτων που ακολούθησε, ήρθε σε μια εποχή που ο πληθωρισμός στις περισσότερες μεγάλες οικονομίες ήταν ήδη πολύ πάνω από τον στόχο και οι κεντρικές τράπεζες ανταποκρίνονταν με επιθετική σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής. Η άνοδος των τιμών της ενέργειας επιδείνωσε την κατάσταση του πληθωρισμού, αναγκάζοντας τις κεντρικές τράπεζες να υιοθετήσουν μια ακόμη πιο επιθετική προσέγγιση.
Αυτή τη στιγμή ωστόσο, οι περισσότερες κεντρικές τράπεζες φαίνονται κοντά ή στο τέλος των κύκλων σύσφιξης. Με την οικονομική δραστηριότητα γενικά να επιβραδύνεται και τις πληθωριστικές πιέσεις να μειώνονται, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής στις ανεπτυγμένες οικονομίες είναι πλέον αναμφισβήτητα σε καλύτερη θέση να εφαρμόσουν τη συνήθη στρατηγική της "εξέτασης" των αυξήσεων του πληθωρισμού που οδηγούνται από (πιθανότατα) προσωρινές αυξήσεις των τιμών της ενέργειας. Αυτό υποστηρίζει το βασικό σενάριο της Capital Economics ότι οι αποδόσεις των κρατικών ομολόγων θα υποχωρήσουν τους επόμενους μήνες καθώς οι κεντρικές τράπεζες τερματίζουν τις αυξήσεις επιτοκίων και αρχίζουν να στρέφονται προς τις μειώσεις.
Πάντως, όπως καταλήγει ο οίκος, οι αγορές ομολόγων διέρχονται ήδη μια ταραγμένη περίοδο καθώς οι συμμετέχοντες στην αγορά προσαρμόζονται στο story των "υψηλότερων για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα" επιτοκίων, και στους κινδύνους γύρω από τη δημοσιονομική πολιτική των ΗΠΑ. Ως εκ τούτου, η σύγκρουση στο Ισραήλ προσθέτει άλλον εάν κίνδυνο.