Του Γιώργου Λαμπίρη
Ένα κατάστημα που για κάποιους η αναβίωσή του είχε θεωρηθεί αστικός μύθος καθότι ο όμιλος Βενέτη το είχε μισθώσει από το Μουστάκειο Ίδρυμα της Άνδρου. Το κτίριο που αποτελεί κληροδότημα του κοινωφελούς ιδρύματος, μισθώνεται με βάση τα τελευταία στοιχεία που έχει δημοσιεύσει το Μουστάκειο, έναντι ποσού 144.000 ευρώ ετησίως, κάτι που αντιστοιχεί σε 12.000 ευρώ μηνιαίως. Αυτή την περίοδο η επιχείρηση βρίσκεται σε διαδικασία συγκρότησης της ομάδας του προσωπικού που θα εργαστεί σε αυτό και αναμένεται ότι θα ξεκινήσει - καλώς εχόντων των πραγμάτων – να λειτουργεί τον Ιούλιο. Το Jackson Hall δημιουργήθηκε στην πρώτη του μορφή από τους Αχιλλέα και Λάμπρο Μπακαρό και αποτέλεσε ένα από τα πιο γνωστά στέκια στο Κολωνάκι κατά τις δεκαετίες του 1990 και του 2000.
Το κτίριο της οδού Μηλιώνη στο Κολωνάκι συνδυάστηκε σε μεγάλο βαθμό με την νυχτερινή διασκέδαση των σημερινών σαραντάρηδων και πενηντάρηδων και ουσιαστικά αποτελεί το επιχειρηματικό στοίχημα του Βενέτη και του επιχειρηματία Παναγιώτη Μονεμβασιώτη, ο οποίος είναι επικεφαλής της επιχείρησης. Το νέο κατάστημα θα φέρει την ονομασία Venetis Jackson, προκειμένου να δημιουργείται η σύνδεση με το προηγούμενο καθεστώς του άλλοτε δημοφιλούς χώρου εστίασης. Θα πρόκειται ουσιαστικά για έναν πολυχώρο με πρωινό, φαγητό, καφέ και ποτό. Πιο συγκεκριμένα, στο ισόγειο κατάστημα έχει ετοιμαστεί ένα Artisan Bakery με την ταμπέλα Veneti Jackson, παρόμοιο με αυτό που λειτουργεί ήδη στην Κηφισιά. Στον πρώτο όροφο έχει δημιουργηθεί ένα American Bar – Εστιατόριο, προσπαθώντας να συνεχίσει την παράδοση του ιστορικού καταστήματος. Αυτό θα φιλοξενεί δύο σήματα μέσα, τα Jackson Burger και Pizza Mia.
Χρειάστηκε η πλήρης αποκαθήλωση του εσωτερικού του κτιρίου
Το βασικότερο πρόβλημα που κλήθηκε να επιλύσει η Βενέτης για το κτίριο της οδού Μηλιώνη στο Κολωνάκι, ήταν το γεγονός ότι το ακίνητο διέθετε ημιυπόγειο, που εν συνεχεία έπρεπε να μετατρέψει σε ισόγειο χώρο για να φιλοξενήσει κατάστημα αρτοποιίας, δεδομένου ότι ο νόμος δεν επιτρέπει κάτι διαφορετικό. Έτσι, σε αυτή την περίπτωση η επιχείρηση προχώρησε στην πλήρη αποκαθήλωση του εσωτερικού του κτιρίου, με σκοπό να δημιουργήσει αντί για ημιυπόγειο, ημιώροφο και πρώτο όροφο που διέθετε πριν, χώρο ισογείου και πρώτο όροφο, όπου στο ισόγειο θα βρίσκεται στο προσεχές μέλλον ο χώρος του καταστήματος Βενέτη και στον πρώτο όροφο χώρος διασκέδασης. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι το ακίνητο βρισκόταν υπό καθεστώς αναμονής και παρέμενε αναξιοποίητο τα τελευταία εννέα χρόνια.
Ωστόσο το κτίριο του Κολωνακίου δεν αποτελεί τη μοναδική περίπτωση αναξιοποίητου ακινήτου για το οποίο καταβάλλονται μισθώματα από πλευράς της Βενέτης, χωρίς να λειτουργεί κάποιο κατάστημα που να φέρνει έσοδα. Ένα ακόμα εξ αυτών είναι το πρώην κατάστημα λιανικής της εταιρείας αρτοποιίας Κατσέλης (στο κτίριο του πρώην ξενοδοχείου Μέγας Αλέξανδρος), στη συμβολή των οδών Αθηνάς και πλατείας Ομονοίας, το οποίο ήδη μισθώνει από το 2012 και έως τώρα δεν έχει αξιοποιηθεί. Βασικό παράγοντα καθυστέρησης στην προκειμένη περίπτωση αποτέλεσαν οι απαιτούμενες εγκρίσης για την αξιοποίησή του από την Εφορία Νεότερων Μνημείων του υπουργείου Πολιτισμού.
Οι καθυστερήσεις στο Μπάγκειον από το 2006 έως και το 2020 που λειτούργησε το κατάστημα
Επίσης, η Βενέτης έχει επενδύσει τα τελευταία χρόνια, καταβάλλοντας επί σειρά ετών ενοίκια, στο ιστορικό Μπάγκειον στην πλατεία Ομονοίας, όπου το 2020 λειτούργησε το κατάστημα Veneti Great μετά από αρκετά χρόνια καθυστερήσεων στην αξιοποίησή του λόγω της γραφειοκρατίας. Στην προκειμένη περίπτωση η αλυσίδα καφεστίασης δαπάνησε 3 εκατ. ευρώ για την αναβάθμιση και συντήρηση του διατηρητέου ακινήτου, το οποίο είναι έργο του αρχιτέκτονα Ερνέστου Τσίλλερ.
Ταυτόχρονα όμως από το 2006, οπότε και ξεκίνησε να μισθώνει το κτίριο από το Μπάγκειο Ίδρυμα που έχει την ευθύνη της διαχείρισής του, η εταιρεία είχεκαταβάλει συνολικά μισθώματα αρκετών εκατομμυρίων χωρίς ωστόσο να εκμεταλλεύεται το ακίνητο. Αιτία, σύμφωνα με τον επικεφαλής της Βενέτης, Παναγιώτη Μονεμβασιώτη, αποτελεί το γεγονός ότι η εταιρεία ήρθε αντιμέτωπη με σημαντικές καθυστερήσεις που σχετίζονται κατά κύριο λόγο με εγκρίσεις από δημόσιες υπηρεσίες, ως προς τον χαρακτήρα και τις παραμέτρους αξιοποίησης του ιστορικού ακινήτου.