Του Γιώργου Λαμπίρη
Δύο κύριες πτυχές παρουσιάζει η αγορά του ελληνικού ελαιολάδου. Αφενός η μία πτυχή σχετίζεται με την εκτόξευση της τιμής του τα τελευταία χρόνια, κυρίως λόγω της μείωσης της παραγωγής στη χώρα μας αλλά και στις άλλες δύο κύριες παραγωγικές χώρες, Ισπανία και Ιταλία. Αφετέρου έντονο παραμένει το φαινόμενο πώλησης χύδην ελληνικού ελαιολάδου, γεγονός που περιορίζει την εμπορική ισχύ του προϊόντος στις διεθνείς αγορές, ενώ συχνά το προϊόν αναμειγνύεται και με άλλες ποιότητες ή άλλης προέλευσης ελαιόλαδο.
Σε αυτό το περιβάλλον, εξομάλυνση των τιμών στο ελαιόλαδο, ένα από τα βασικότερα αγαθά που χρησιμοποιούν τα ελληνικά νοικοκυριά και καθορίζει σε σημαντικό βαθμό τη διακύμανση του πληθωρισμού τροφίμων, επηρεάζοντας τον σχετικό δείκτη, αναμένεται στη διάρκεια της φετινής χρονιάς και στις αρχές του 2025, κατά τη νέα δηλαδή παραγωγική περίοδο. Στοιχεία του γραφείου Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων του Λονδίνου αναφέρουν ότι οι ανοδικές τάσεις συνεχίστηκαν, με διακυμάνσεις, κατά το πρώτο εξάμηνο 2024, ωστόσο, οι πρόσφατες βελτιώσεις του καιρού στην Ισπανία και η αισιοδοξία όσον αφορά στις εκτιμήσεις σχετικά με την παραγωγή ελαιολάδου στην Ελλάδα στα τέλη Μαΐου 2024, οδήγησαν σε μικρή μείωση των τιμών. Αυτό συμβαίνει επειδή η αγορά ενσωματώνει τις μελλοντικές προσδοκίες προμήθειας στην παρούσα τιμή. Mε την παγκόσμια παραγωγή στα χαμηλότερα επίπεδα των τελευταίων δέκα ετών, η ανοδική τάση των τιμών ελαιολάδου παγκοσμίως συνεχίστηκε και την παραγωγική περίοδο 2023-2024. Στη διάρκεια του 2024, παρά την αυξημένη παραγωγή ελαιολάδου σε Ισπανία και Ιταλία, η παγκόσμια παραγωγή υπολογίζεται ότι θα μειωθεί, από τα ήδη χαμηλά επίπεδα των 2,55 εκ. τόνων την περίοδο 2022/23, στους 2,51 εκ. τόνους τη σεζόν 2023/24.
Έως τώρα η μείωση της παραγωγής στις τρείς χώρες με τη σημαντικότερη παραγωγή (Ισπανία, Ιταλία και Ελλάδα) οδήγησε σε αύξηση των τιμών παραγωγού, οι οποίες στη συνέχεια μεταφέρθηκαν στους εισαγωγείς και λιανοπωλητές και, τελικά, στους καταναλωτές. Να σημειωθεί ότι η τιμή του ελαιολάδου εκτοξεύθηκε στα ύψη το δεύτερο εξάμηνο του 2023, ενώ κορύφωση του ετήσιου ρυθμού μεταβολής σημειώθηκε τον Νοέμβριο του 2023 (+51% σε σύγκριση με τον Νοέμβριο του 2022).
Τα πρόσφατα στοιχεία που εκδόθηκαν στη διάρκεια του Ιουνίου από πλευράς της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ), δείχνουν ότι το ελαιόλαδο κατέγραψε αύξηση στην τιμή κατανάλωσης στα επίπεδα του 56,8%, συκγρίνοντας την τιμη τον Μάιο του 2024 σε σχέση με τον Μάιο του 2023. Στο πλαίσιο προτεραιοτήτων που έχει θέσει ο νέος υπουργός Ανάπτυξης Τάκης Θεοδωρικάκος, είναι ο περαιτέρω έλεγχος της ακρίβειας, ενώ στο υπουργείο εκτιμούν πως η ανεξέλεγκτη τιμή του ελαιόλαδου επηρεάζει καταλυτικά τον οικογενειακό προϋπολογισμό, ενώ παράλληλα αποτελεί ένα εξαιρετικά κρίσιμο ζήτημα για την διατροφή των ελληνικών οικογενειών.
Η κίνηση της Ισπανίας να μηδενίσει τον ΦΠΑ
Προ μερικών ημερών η κυβέρνηση της Ισπανίας αποφάσισε να μηδενίσει τον ΦΠΑ στο ελαιόλαδο, η τιμή του οποίου έχει εκτοξευθεί τα τελευταία χρόνια λόγω της μεγάλης μείωσης της παραγωγής με φόντο την ακραία ξηρασία, δήλωσε σήμερα στο AFP το υπουργείο Οικονομικών. Η κυβέρνηση του Πέδρο Σάντσεθ θα επαναφέρει τον μηδενικό συντελεστή ΦΠΑ στο ελαιόλαδο "από τον Ιούλιο", ενσωματώνοντάς τον "μόνιμα στην ομάδα των ειδών πρώτης ανάγκης", εξήγησε το υπουργείο.
Βασικό εμπόδιο στις μελλοντικές προοπτικές το χύδην ελαιόλαδο
Η έκθεση του γραφείου Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων του Λονδίνου εξετάζει τις προοπτικές που θα μπορούσε να έχει τα επόμενα χρόνια για την Ελλάδα η αγορά του Ηνωμένου Βασιλείου ως προς τη διάθεση ελαιολάδου. Επισημαίνει ωστόσο ότι σε αυτή την προοπτική, βασικό εμπόδιο αποτελεί το γεγονός ότι ελληνικό ελαιόλαδο συνεχίζει να πωλείται χύδην, να αναμιγνύεται με λάδι άλλης προέλευσης και να συσκευάζεται σε μεγάλες ελαιοπαραγωγούς και έμπειρες εξαγωγικά χώρες όπως (Ιταλία), η παρουσία του στη βρετανική αγορά μέσω άλλων επωνυμιών δεν μπορεί να καταγραφεί. Η επιλογή της χύδην εξαγωγής παραμένει αμφιλεγόμενη, τόσο για την αναγνωρισιμότητα του ελληνικού ελαιολάδου, όσο και για την απόδοση της επένδυσης των ελλήνων ελαιοπαραγωγών. Επιπλέον, το brand name της Ελλάδας, ως χώρας-παραγωγού ποιοτικών προϊόντων (κρασί, λάδι, μέλι), έχει πλέον αναδειχθεί, προσδίδοντας στα προϊόντα μεγαλύτερη προστιθέμενη αξία, γεγονός το οποίο οι εξαγωγείς πρέπει να εκμεταλλευθούν.
Επιπλέον, λαμβάνοντας υπόψη ότι η υγιεινή διατροφή και η βιωσιμότητα αναμένεται να εξακολουθήσουν να αποτελούν παράγοντα διαφοροποίησης και προσέλκυσης νέων καταναλωτών στο ΗΒ, η ανάδειξη των ποιοτικών χαρακτηριστικών του ελληνικού ελαιολάδου ΠΟΠ και ΠΓΕ, καθώς και η έμφαση σε ελαιόλαδα βιολογικής καλλιέργειας, αποτελεί την πλέον κατάλληλη στρατηγική για τους Έλληνες παραγωγούς και εξαγωγείς στη συγκεκριμένη αγορά.
Παρόλ’ αυτά πάντως, όπως επισημαίνεται στην ίδια έκθεση, το ελληνικό εξαιρετικά παρθένο ελαιόλαδο έχει πλέον εδραιωθεί στην συνείδηση του βρετανού καταναλωτή ως συνώνυμο υψηλής ποιότητας και εξαιρετικών οργανοληπτικών χαρακτηριστικών, γεγονός που έχει ως αποτέλεσμα την αυξανόμενη αναγνωρισιμότητα του. Σε αυτό, ιδιαίτερα θετικά συνέβαλε η γαστρονομική έκρηξη που σημειώθηκε στο Λονδίνο και στα μεγάλα αστικά κέντρα του ΗΒ τα τελευταία χρόνια, η οποία, μεταξύ άλλων, ανέδειξε το ελαιόλαδο ως βασικό συστατικό της μεσογειακής διατροφής.
Σχεδόν διπλάσια η αξία των ελληνικών εξαγωγών έξαιρετικού παρθένου ελαιολάδου στο Ηνωμένο Βασίλειο
Ενδεικτικό είναι ότι, το 2023, οι ελληνικές εξαγωγές εξαιρετικά παρθένου ελαιόλαδου στο ΗΒ σχεδόν διπλασίασαν την αξία τους (+85%) γεγονός που σε μεγάλο βαθμό οφείλεται στην αύξηση των τιμών του προϊόντος, ενώ αυξήθηκαν σημαντικά και οι εισαγόμενες ποσότητες (+30%). Οι επιδόσεις της Ελλάδας στην κατηγορία ήταν καλύτερες από της Ιταλίας και άλλων βασικών χωρών- προμηθευτών (Ιταλία, κ.α.), των οποίων οι εξαγόμενες ποσότητες μειώθηκαν, με τις απώλειές τους να καρπώνονται Ελλάδα και Ισπανία.
Μικρή η επίδραση στις ποσότητες παρά τη μεγάλη αύξηση τιμών
Παρά την πρόσφατη μεγάλη αύξηση των τιμών ελαιολάδου, οι βρετανικές εισαγωγές εξαιρετικά παρθένου -κύρια κατηγορία ελληνικού ενδιαφέροντος- δεν επηρεάστηκαν σημαντικά σε σχέση με το προηγούμενο έτος (μείωση σε ποσότητα μόνο κατά -1,3%). Δεδομένου ότι το ελαιόλαδο δεν αποτελεί, παραδοσιακά, μέρος της συνήθους διατροφής του μέσου βρετανού καταναλωτή, το αγοραστικό κοινό του εν λόγω προϊόντος ανήκει πιθανότατα στα εισοδηματικά στρώματα που έχουν επηρεαστεί λιγότερο από την κρίση του κόστους ζωής.
Οι κυρίαρχες τάσεις της βρετανικής αγοράς ελαιολάδου τα επόμενα χρόνια
Ως προς τις προοπτικές στη βρετανική αγορά ελαιολάδου, αναμένεται να παρατηρηθούν οι ακόλουθες τάσεις:
-Τα ελαιόλαδα ιδιωτικής ετικέτας θα συνεχίσουν να κυριαρχούν στην αγορά, με προτίμηση για μεγαλύτερες, πιο οικονομικές συσκευασίες.
-Για τα επώνυμα προϊόντα (εξαιρετικά παρθένου) που απευθύνονται σε υψηλότερα εισοδήματα (delicatessen), όπου ο παράγοντας υγιεινής διατροφής εξακολουθεί να είναι πρωταρχικός, προτιμητέες θα είναι συσκευασίες που προσφέρουν εύκολο τρόπο δοσομέτρησης και ελέγχου της πρόσληψης θερμίδων (συσκευασίες σε σπρέι κ.α.), συνήθως μικρότερης χωρητικότητας.
-Η επιρροή των κοινωνικών δικτύων και γενικά των διαμορφωτών κοινής γνώμης στην προώθηση ελαιολάδου θα εξακολουθήσει να είναι σημαντική για την τοποθέτηση συγκεκριμένων brand names σε ανώτερη τιμολογιακή κατηγορία.
-Η γήρανση του πληθυσμού και η στροφή των καταναλωτών στην υγιεινή διατροφή αναμένεται να αυξήσουν τη ζήτηση προϊόντων υγείας και ευεξίας, καθώς και προϊόντων υψηλής διατροφικής αξίας.