Η Dell Technologies ξεπέρασε τις εκτιμήσεις της Wall Street για τα έσοδα δ' τριμήνου την Πέμπτη, βοηθούμενη από την έκρηξη της τεχνητής νοημοσύνης και την ανάκαμψη στην αγορά προσωπικών υπολογιστών (PC).
Η μετοχή της εταιρείας με έδρα το Round Rock του Τέξας εκτινάσσεται κατά περισσότερο από 20% στις μετασυνεδριακές ηλεκτρονικές συναλλαγές.
Η αγορά των υπολογιστών παρουσιάζει σημάδια ανάκαμψης μετά την επιβράδυνση των εσόδων που ξεκίνησε το 2022 από τις κορυφές που σημείωσαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας, καθώς η έκρηξη της ζήτησης για υπολογιστές και ηλεκτρονικά είδη εργασίας από το σπίτι σταδιακά εξανεμίστηκε.
Η Dell επωφελείται επίσης από την αυξανόμενη ζήτηση για τους διακομιστές AI που είναι εξοπλισμένοι με μονάδες επεξεργασίας γραφικών (GPUs) της σχεδιάστριας τσιπ Nvidia, οι οποίες βοηθούν στην κάλυψη των απαιτήσεων των υπολογιστών υψηλής απόδοσης.
"Η ισχυρή δυναμική των διακομιστών μας που είναι βελτιστοποιημένη για την τεχνητή νοημοσύνη συνεχίζεται, με τις παραγγελίες να αυξάνονται σχεδόν κατά 40% διαδοχικά και το ανεκτέλεστο σχεδόν να διπλασιάζεται, βγαίνοντας από το οικονομικό έτος στα 2,9 δισεκατομμύρια δολάρια", ανέφερε σε δήλωση ο Chief Operating Officer, Jeff Clarke.
Την περασμένη εβδομάδα, ο όμιλος Lenovo ανακοίνωσε κέρδη υψηλότερα από τα αναμενόμενα για το γ' τρίμηνο χρήσης του, με τα έσοδα να επιστρέφουν σε ανοδική τροχιά μετά από πέντε τρίμηνα πτώσης.
Η παγκόσμια αγορά υπολογιστών επέστρεψε σε ανάπτυξη 3% το δ' τρίμηνο του 2023 και τώρα είναι έτοιμη για ισχυρότερη ανάκαμψη το 2024, δήλωσε τον Ιανουάριο η εταιρεία ερευνών δεδομένων Canalys.
Η Dell σημείωσε έσοδα 22,32 δισεκατομμυρίων δολαρίων για το τρίμηνο που έληξε στις 2 Φεβρουαρίου, ελαφρώς υψηλότερα από τις μέσες εκτιμήσεις των αναλυτών για 22,16 δισεκατομμύρια δολάρια, σύμφωνα με στοιχεία της LSEG.
Τα έσοδα στον όμιλο λύσεων υποδομής, που περιλαμβάνει τα προϊόντα αποθήκευσης, λογισμικού και διακομιστών, μειώθηκαν περίπου 6% στα 9,33 δισεκατομμύρια δολάρια, ενώ τα έσοδα του ομίλου λύσεων πελατών - που περιλαμβάνει τους υπολογιστές - μειώθηκαν σχεδόν 12%, στα 11,72 δισεκατομμύρια δολάρια.