Του Stephen Pastis
Οι αναλυτές δημοσκοπήσεων εκτιμούν ότι οι σφυγμομετρήσεις των τελευταίων ημερών δείχνουν συνήθως παρόμοια αποτελέσματα ακριβώς γιατί είμαστε στο παρά πέντε της κάλπης: μια θεωρία που ίσως εξηγεί γιατί τα γκάλοπ μπορεί να αποδειχθούν ακριβή ή να πέσουν έξω.
Οι δημοσκοπήσεις για τις προεδρικές εκλογές του 2024 δείχνουν ντέρμπι μεταξύ Ντόναλντ Τραμπ και Κάμαλα Χάρις, αλλά οι εκλογολόγοι επισημαίνουν ότι η ακριβής πρόβλεψη είναι περίπλοκο ζήτημα.
Το 2020, οι δημοσκοπήσεις για τις προεδρικές εκλογές ήταν οι "πιο ανακριβείς των τελευταίων 40 ετών". Προέβλεπαν μεν νίκη του Τζο Μπάιντεν, αλλά με περισσότερες από τρεις μονάδες διαφορά έναντι του Τραμπ σε σχέση με το τελικό αποτέλεσμα. Μια εξήγηση είναι ότι η πανδημία του κορονοϊού δεν ευνοούσε τη συμμετοχή των πολιτών στα γκάλοπ, με αποτέλεσμα να μην αποτυπωθεί η άνοδος των ποσοστών του Τραμπ, σύμφωνα με αναλυτές που μίλησαν στη Wall Street Journal.
Το 2016, η Χίλαρι Κλίντον αναμενόταν να "σαρώσει" στις Πολιτείες του "μπλε τείχους" -Μίσιγκαν, Πενσυλβάνια και Ουισκόνσιν- αλλά ο Τραμπ πήρε και τις τρεις, με την υποψήφια των Δημοκρατικών να χάνει τις εκλογές με διαφορά.
Οι δημοσκοπήσεις για τις ενδιάμεσες εκλογές του 2018 και του 2022 ήταν αρκετά ακριβείς, περιπλέκοντας την κατανόηση των παραγόντων που καθορίζουν το τελικό εκλογικό αποτέλεσμα.
Στη φετινή κούρσα οι δύο υποψήφιοι πάνε στήθος με στήθος, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, γεγονός που δημιουργεί ανησυχίες και στα δύο στρατόπεδα ότι "ακόμα και ένα μικρό συστημικό σφάλμα" μπορεί να αλλοιώνει το δημοσκοπικό αποτέλεσμα, υπογραμμίζει ο διακεκριμένος στατιστικολόγος Nate Silver στους New York Times.
Ο Silver σημειώνει ότι σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις μια "έκπληξη" είναι εξίσου πιθανή και για τους δύο υποψηφίους, αν και το "ένστικτό" του βλέπει νίκη Τραμπ.
Στις δημοσκοπήσεις, δεκάδες εταιρείες πραγματοποιούν έρευνες σε δείγμα χιλιάδων ανθρώπους με πολλούς διαφορετικούς τρόπους: ερωτηματολόγια που στέλνονται ταχυδρομικά, μέσω τηλεφωνικής κλήσης ή διαδικτυακές έρευνες. Συνήθως, οι δημοσκόποι χρησιμοποιούν συνδυαστική μεθοδολογία. Έπειτα σταθμίζουν τα δεδομένα ή επιστρατεύουν τη μέθοδο των συνεντεύξεων για να εξασφαλίσουν την αξιοπιστία των ερευνών τους.
Δημοσκοπήσεις: "Κοπάδιασμα" ή απλώς κοινά ευρήματα;
Το "κοπάδιασμα" είναι ένας τρόπος για να προστατεύσουν οι δημοσκόποι τη φήμη τους, παρουσιάζοντας ένα εκλογικό αποτέλεσμα που είναι αναμενόμενο για το ευρύ κοινό, αντί μια "έκπληξη" που μπορεί να μην επιβεβαιωθεί. Το φαινόμενο είναι συνηθισμένο τις τελευταίες ημέρες των εκλογών. Στις 29 Οκτωβρίου, ο Silver εξέφρασε την ανησυχία του για το "κοπάδιασμα" -σε ανάρτηση στην πλατφόρμα X- σημειώνοντας ότι "υπάρχουν πάρα πολλές δημοσκοπήσεις στις swing states που δείχνουν ισοπαλία μέχρι προβάδισμα μίας μονάδας για τη Χάρις και άλλες που δείχνουν ισοπαλία μέχρι προβάδισμα μίας μονάδας υπέρ του Τραμπ. Θα έπρεπε να υπάρχει μεγαλύτερη απόκλιση από αυτό". Ο Silver επισημαίνει τη δημοσκόπηση των Times/Siena College ως μια σπάνια εξαίρεση στο "κοπάδιασμα" των δημοσκόπων, που αποκλίνει σημαντικά από τα υπόλοιπα γκάλοπ. Οι προβλέψεις των Times/Siena College δεν πέφτουν πάντα μέσα (το 2020, έδωσαν νίκη του Τζο Μπάιντεν με διαφορά εννέα μονάδων, ενώ κέρδισε με διαφορά μόλις 4,5 μονάδων), αλλά ρισκάρουν στην εκτίμησή τους.
Ο χρόνος των δημοσκοπήσεων
Ορισμένες δημοσκοπήσεις διενεργούνται τις τελευταίες ημέρες προ των εκλογών, αλλά καμία δημοσκόπηση δεν αντιπροσωπεύει την ημέρα των εκλογών. Η τελευταία δημοσκόπηση των Times/Siena, για παράδειγμα, δημοσιεύεται την προς τα τέλη Οκτωβρίου, με τα δεδομένα της να αποτυπώνουν την εικόνα (το αργότερο) έως τις 23 Οκτωβρίου. Μέχρι την 5η Νοεμβρίου, οι Πολιτείες έχουν συλλέξει τις πρώτες ψήφους για μέρες ή εβδομάδες. Για παράδειγμα, η Καλιφόρνια ξεκινά την πρόωρη ψηφοφορία 29 ημέρες πριν από την επίσημη ημερομηνία των εκλογών. Αυτό έχει θεωρηθεί ως "χρονικό (ή χρονικά εξαρτώμενο) σφάλμα" από τη FiveThirtyEight. Αν συμβεί κάποια σημαντική εξέλιξη τις τελευταίες ημέρες προ των εκλογών, οι δημοσκοπήσεις δεν μπορούν να το υπολογίσουν. Παρόλα αυτά, ένα απρόοπτο γεγονός σπάνια επηρεάζει το εκλογικό αποτέλεσμα την τελευταία στιγμή.
Το περιθώριο του στατιστικού λάθους
Τα δεδομένα δεν είναι τέλεια. Το FiveThirtyEight έχει εξηγήσει στον ιστότοπό του ότι ακόμη και αν ένας "τεράστιος" αριθμός πολιτών ερωτηθεί τι ψήφισε την ημέρα των εκλογών, "το περιθώριο του στατιστικού λάθους μιας μέσης δημοσκόπησης παραμένει πέριξ των δύο μονάδων". Πολλές δημοσκοπήσεις που παρακολουθεί το Forbes αναφέρουν ότι το περιθώριο σφάλματος κυμαίνεται μεταξύ δύο και πέντε μονάδων. Παράμετρος πολύ σημαντική σε μια εκλογική αναμέτρηση που φαίνεται οι δύο υποψήφιοι να είναι πολύ κοντά, αφού το αποτέλεσμα μπορεί να κριθεί με διαφορά λίγων μονάδων.
"Προκαταλήψεις" και απαντήσεις
Η "μεροληψία λόγω αναδρομικότητας" είναι η τάση να πιστεύουμε ότι το πρόσωπο που κέρδισε πιο πρόσφατα θα κερδίσει και πάλι. Οι ψηφοφόροι μπορεί να πιστεύουν ότι ο Τραμπ θα είναι ο επόμενος πρόεδρος επειδή κέρδισε το 2016. Η "μεροληψία μη ανταπόκρισης" αφορά ομάδες πολιτών που δεν θέλουν να συμμετέχουν στις δημοσκοπικές έρευνες. Στο παρελθόν, οι υποστηρικτές του Τραμπ είχαν την τάση να ανταποκρίνονται λιγότερο σε έρευνες και δημοσκοπήσεις, και αυτό οδηγεί σε υποεκτίμηση του εκλογικού σώματος που στηρίζει τον Ρεπουμπλικανό υποψήφιο. Ωστόσο, σε αυτές τις εκλογές και οι Δημοκρατικοί θεωρούν (και ελπίζουν) ότι οι δημοσκοπήσεις υποεκτιμούν τα παραδοσιακά βασικά δημογραφικά χαρακτηριστικά των ψηφοφόρων τους, δηλαδή τους Αφροαμερικανούς και τους νέους.
Στάθμιση
Η στάθμιση δίνει έμφαση σε δεδομένα της έρευνας, όπως το φύλο ή η ηλικία, που οι δημοσκόποι πιστεύουν ότι υποεκπροσωπούνται σε μια μέτρηση. Στις ενδιάμεσες εκλογές του 2018, οι δημοσκόποι στάθμισαν με βάση το μορφωτικό επίπεδο για να περιορίσουν το σφάλμα και να μην ζήσουν ένα "νέο 2016", όταν δεν προσέγγισαν με ακρίβεια τους ψηφοφόρους με χαμηλότερο μορφωτικό επίπεδο. Μετά το 2020, οι δημοσκόποι άρχισαν όλο και περισσότερο να σταθμίζουν με βάση ποιον θυμόταν ο ερωτηθείς ότι έχει ψηφίσει στο παρελθόν, για να βεβαιωθούν ότι καταγράφουν αρκετούς Ρεπουμπλικάνους. Ορισμένοι αναλυτές πιστεύουν ότι αυτή η μέθοδος έχει ελαττώματα. Οι ερωτηθέντες μπορεί να μην θυμούνται σωστά τι έχουν ψηφίσει ή να δηλώνουν ψευδώς ότι ψήφισαν τον νικητή, σύμφωνα με τους New York Times. Η μέθοδος αυτή θα μπορούσε να διαστρεβλώσει το δημοσκοπικό αποτέλεσμα καθώς αποτυπώνει την άποψη των ερωτηθέντων για προηγούμενες εκλογικές διαδικασίες. Παρόλα αυτά δύο στις τρεις δημοσκοπήσεις χρησιμοποίησαν αυτήν τη μέθοδο τον Σεπτέμβριο, σύμφωνα με τους New York Times.
Η "θεωρία του ντροπαλού ψηφοφόρου"
Η "θεωρία του ντροπαλού ψηφοφόρου" υποδηλώνει ότι οι υποστηρικτές του Τραμπ δεν είναι πάντα ειλικρινείς στο ποιον θα ψηφίσουν, ίσως γιατί δεν θέλουν να παραδεχτούν σε έναν δημοσκόπο την προτίμησή τους. Έτσι, οι δημοσκοπήσεις ίσως να υποτιμούν τη δημοτικότητα του Τραμπ στις εκλογές του 2024. Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι αυτή η θεωρία "έριξε έξω" τις δημοσκοπήσεις το 2016 και το 2020. Ίσως όμως να μην επηρεάζει τις δημοσκοπήσεις για αυτές τις εκλογές, επισημαίνει ο Silver στους New York Times. Πολλοί ψηφοφόροι του Τραμπ εκφράζονται ανοιχτά -χωρίς καμία επιφύλαξη- υπέρ του.
Τι είναι το "Bradley Effect";
Η θεωρία του "Bradley Effect" θα ευνοούσε τον Τραμπ. Η θεωρία -που πήρε το όνομά της από τον δήμαρχο του Λος Άντζελες Τομ Μπράντλεϊ, έναν Δημοκρατικό Αφροαμερικανό, ο οποίος έχασε το 1982 την εκλογική μάχη για το αξίωμα του κυβερνήτη της Καλιφόρνια από τον Ρεπουμπλικανό υπουργό Δικαιοσύνης της πολιτείας Τζορτζ Ντουκμέτζιαν- υποστηρίζει ότι οι λευκοί ψηφοφόροι που χαρακτηρίζονται ως "αναποφάσιστοι" μερικές φορές απλώς δεν θέλουν να παραδεχτούν ότι δεν θα ψηφίσουν έναν μαύρο υποψήφιο. Η εκστρατεία του Ομπάμα έχει ταχθεί κατά αυτής της πεποίθησης και την διέψευσε εν μέρει κερδίζοντας την προεδρία το 2008 και το 2012 με σχετικά μεγάλη διαφορά. Ορισμένοι όμως πιστεύουν ότι αυτή η θεωρία ίσως να ισχύει στις δημοσκοπήσεις του 2024 και για τη Χάρις, ως την πρώτη μαύρη γυναίκα υποψήφια πρόεδρο. Σε ένα παρόμοιο φαινόμενο, με βάση το φύλο, αποδίδει ο Silver το γεγονός ότι οι αναποφάσιστοι ψηφοφόροι δεν επέλεξαν τελικά τη Χίλαρι Κλίντον το 2016.
Οι "μη δεσμευμένοι" ψηφοφόροι
Οι ψηφοφόροι του Τραμπ έχουν την τάση να αδιαφορούν για τις έρευνες, γιατί οι δημοσκοπήσεις για τις προεδρικές εκλογές είναι λιγότερο ακριβείς από αυτές για τις ενδιάμεσες. Συγκεκριμένα, οι δημοσκοπήσεις ήταν πιο ακριβείς το 2018 και το 2022, επειδή στις ενδιάμεσες εκλογές συμμετείχαν περισσότεροι ψηφοφόροι που απάντησαν και στις δημοσκοπήσεις. Αντίθετα, υπάρχει μια μεγαλύτερη δεξαμενή δυνητικά λιγότερο δεσμευμένων ψηφοφόρων, οι οποίοι συνήθως ψηφίζουν μόνο στις προεδρικές εκλογές. Αυτό σημαίνει ότι το μοτίβο του 2016 και του 2020, όπου οι δημοσκοπήσεις υποεκτιμούν τους ψηφοφόρους του Τραμπ, οι οποίοι είναι ως επί το πλείστον λιγότερο "δεσμευμένοι", θα μπορούσε να επαναληφθεί και το 2024.
Τι είναι η "θεωρία του patchwork";
Σύμφωνα με τη "θεωρία του patchwork", τα λάθη που έγιναν στις δημοσκοπήσεις του 2016 και του 2020 δεν συνδέονται ούτε μεταξύ τους ούτε με τις ενδιάμεσες εκλογές. Σε αυτές τις δύο εκλογικές μονομαχίες υπήρχαν μια σειρά ιδιαίτερων και μοναδικών παραγόντων που έριξαν έξω τις δημοσκοπήσεις. Τα γκάλοπ του 2016 έγιναν σε μεγάλο δείγμα πολιτών με πανεπιστημιακή μόρφωση και αναποφάσιστων, παράμετρος που δημοσκοπικά ευνόησε τη Χίλαρι Κλίντον. Το 2020, ο αντίκτυπος της πανδημίας στον τρόπο ζωής και στις αποφάσεις των πολιτών επηρέασε σημαντικά τις δημοσκοπήσεις.
Υπερβολή ανησυχία για το "φαινόμενο Τραμπ";
Η αστοχία των δημοσκοπήσεων για τις εκλογές του 2016 και του 2020 είναι ο κύριος λόγος ανησυχίας και για αυτές τις κάλπες. Αυτό οφείλεται στην ένθερμη -αν και συνήθως λιγότερο δεσμευμένη- βάση ψηφοφόρων του Τραμπ, η οποία ιστορικά υποεκπροσωπείται στις δημοσκοπήσεις. Όπως επισημαίνει ο δημοσιογράφος Nate Cohn στο τελευταίο του άρθρο στους New York Times, οι δημοσκόποι είναι επιφυλακτικοί φοβούμενοι ότι ίσως υποτιμούν τη Χάρις ή ίσως υπερεκτιμούν τους οπαδούς του Τραμπ. Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν αδιέξοδο ως προς το εκλογικό αποτέλεσμα, εκτίμηση ίσως υπερβολικά σταθμισμένη για να ληφθούν υπόψη και οι ψηφοφόροι του Ρεπουμπλικανού υποψηφίου στις προηγούμενες εκλογές.
Απόδοση - επιμέλεια: Μιχάλης Παπαντωνόπουλος