Από τον Steve Forbes
Η διαπραγμάτευση μιας ειρηνευτικής συμφωνίας με τον Βλαντίμιρ Πούτιν δεν είναι το ίδιο με τη διαπραγμάτευση μιας συμφωνίας για ακίνητα στο Μανχάταν.
Οι κυβερνήσεις, ειδικά οι δημοκρατικές, είναι επιρρεπείς σε δύο σημαντικά λάθη εξωτερικής πολιτικής: την εσφαλμένη εκτίμηση για τα κίνητρα των αντιπάλων πλευρών στις διαπραγματεύσεις και την υπερεκτίμηση της οικονομίας ως modus με τον οποίο τα κράτη καθορίζουν τις διπλωματικές και στρατιωτικές τους στρατηγικές. Αυτό μπορεί να συμβεί -με καταστροφικό τρόπο- και στις συνομιλίες για τον τερματισμό του πολέμου Ρωσίας - Ουκρανίας.
Ο πρόεδρος Τραμπ και οι Αμερικανοί αξιωματούχοι ευελπιστούν πως ο Ρώσος πρόεδρος θα δελεαστεί να υπογράψει μια συμφωνία με την προοπτική να συναφθούν συμφωνίες πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων για την εξόρυξη πετρελαίου και φυσικού αερίου, την εξόρυξη ορυκτών και την κατασκευή ξενοδοχείων, κτιρίων συγκροτημάτων, θέρετρων, πάρκων υψηλής τεχνολογίας κ.λπ. Πιστεύουν ότι τέτοιου είδους προοπτικές θα "μαλακώσουν" και την Ουκρανία ώστε να κάνει συμβιβασμούς.
Ονειρεύονται πως η μεγάλη εμπορική δραστηριότητα θα εγγυηθεί μια ειρήνη διαρκείας μεταξύ των δύο κρατών. Κανείς δεν ξέρει τι μπορεί να προκύψει από αυτές τις προσπάθειες. Αλλά κανείς δεν πρέπει να έχει αυταπάτες για τον Πούτιν. Θα υπογράψει μόνο μια συμφωνία που θα θεωρεί ότι του επιτρέπει τη γρήγορη κατάληψη της Ουκρανίας. Η προοπτική ενός ωραίου πύργου που θα χτίσει ο Τραμπ στην Κόκκινη Πλατεία και θα φέρει το όνομα του Ρώσου "δικτάτορα" –ίσως "Putin Place"– δεν θα τον αποτρέψει από τους τελικούς του στόχους.
Σίγουρα, ο Πούτιν θα ήθελε να συνάψει συμφωνίες που θα βοηθήσουν την ταλαιπωρημένη ρωσική οικονομία. Αλλά τα άμεσα οικονομικά ζητήματα δεν έχουν καμία σημασία μπροστά στις αυτοκρατορικές του φιλοδοξίες. Και αυτές οι φιλοδοξίες δεν σταματούν στην Ουκρανία, όπως μπορούν να επιβεβαιώσουν οι γείτονες της Ρωσίας: η Πολωνία, η Φινλανδία, η Λιθουανία, η Λετονία, η Εσθονία, η Νορβηγία και η Σουηδία. Η Γερμανία έχει θορυβηθεί και ανέλαβε να υλοποιήσει ένα μεγάλο, πολυετές πρόγραμμα επανεξοπλισμού.
Η αλήθεια είναι ότι ο μόνος τρόπος για να προχωρήσει το Κρεμλίνο σε μια συμφωνία που θα εγγυάται πραγματικά την ανεξαρτησία της Ουκρανίας είναι να δοθούν στο Κίεβο τα απαραίτητα όπλα και η ελευθερία δράσης για να απωθήσει τους Ρώσους εισβολείς. Διαφορετικά, ο Πούτιν θα παραμείνει πεπεισμένος ότι θα κερδίσει αυτόν τον πόλεμο, είτε στο πεδίο της μάχης μέσω των φρικτών τακτικών εξάντλησης που εφαρμόζει, είτε στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με τις ΗΠΑ να προδίδουν την Ουκρανία, όπως η Βρετανία και η Γαλλία πρόδωσαν την Τσεχοσλοβακία στον Χίτλερ στο Μόναχο το 1938.
Ωστόσο, η ψευδαίσθηση ότι η οικονομία μπορεί να αντικαταστήσει την ισχύ δύσκολα διαλύεται. Πριν από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, για παράδειγμα, η Βρετανία και η Γαλλία αυτο-καθησυχάζονταν ότι τα σοβαρά οικονομικά προβλήματα της ναζιστικής Γερμανίας θα απέτρεπαν τη σύγκρουση. Αυτό που δεν κατάλαβαν ήταν ότι μπορεί σύμφωνα με τα παραδοσιακά πολιτικά πρότυπα η γερμανική οικονομία να ήταν σε κακή κατάσταση, το ναζιστικό καθεστώς όμως ετοίμαζε μια πολεμική οικονομία: ένα πολύ διαφορετικό πρότυπο. Φυσικά, η προσδοκία για την οικονομική κατάρρευση της Γερμανίας δεν εκπληρώθηκε ποτέ.
Πριν τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, πολλοί πίστευαν ότι δεν θα ξεσπούσε στρατιωτική σύρραξη –ή αν ξεσπούσε, θα ήταν πολύ βραχύβια– επειδή οι οικονομίες της Ευρώπης ήταν τόσο στενά συνδεδεμένες μεταξύ τους, που θα ακολουθούσε γενική κατάρρευση αν σταματούσε το εμπόριο. Όταν ξέσπασε ο πόλεμος, προκλήθηκαν πολύ σοβαρές αναταραχές, αλλά τα κράτη προσαρμόστηκαν και ακολούθησαν τέσσερα χρόνια αιματοχυσίας.
Η άλλη ψευδαίσθηση, που συνδέεται στενά με την οικονομική, είναι η εσφαλμένη εκτίμηση των κινήτρων της άλλης πλευράς. Ο πρόεδρος Ομπάμα και το επιτελείο του λανθασμένα πίστευαν ότι οι μουλάδες του Ιράν ενδιαφέρονταν πραγματικά για το καλό του λαού τους, ότι θα μπορούσαν να πειστούν να εγκαταλείψουν τους τρομοκρατικούς, "επαναστατικούς" στόχους και τις πυρηνικές τους φιλοδοξίες μέσω της άρσης των κυρώσεων και της προοπτικής για ευημερία από το εμπόριο και τις ξένες επενδύσεις.
Οι μουλάδες του Ιράν είναι "επαναστάτες". Ο Χίτλερ ήταν "επαναστάτης". Ο Πούτιν είναι "επαναστάτης". Τέτοιοι ηγέτες δεν λειτουργούν με βάση τα παραδοσιακά πρότυπα.