Του Ken Silverstein
Ενώ η Ουάσιγκτον διακινεί ειρηνευτικό σχέδιο 28 σημείων (σ.σ.: και μετά 19) για την Ουκρανία, ο πραγματικός πόλεμος διεξάγεται σε αγωγούς, διυλιστήρια και δίκτυα ηλεκτρικής ενέργειας. Από τη δολιοφθορά του Nord Stream 2 έως τις επιθέσεις σε ρωσικές αποθήκες καυσίμων και ουκρανικούς υποσταθμούς, και οι δύο πλευρές στοχεύουν τις ενεργειακές υποδομές. Η Ρωσία έχει υποστεί σημαντικό πλήγμα στην ικανότητα διύλισης και αποθήκευσης, ενώ το δίκτυο και η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας της Ουκρανίας παραμένουν ευάλωτα. Το ενεργειακό πεδίο μάχης αναδιαμορφώνει την ισορροπία δυνάμεων — και κάθε διπλωματική πρόταση που το αγνοεί υποτιμά την πραγματικότητα.
Το ειρηνευτικό σχέδιο Τραμπ επιβραβεύει τη ρωσική επιθετικότητα, υπονομεύει το ΝΑΤΟ και προσφέρει στη Μόσχα οικονομικά και εδαφικά οφέλη χωρίς να λογοδοτήσει. Ωστόσο, η ενεργειακή πραγματικότητα υποδηλώνει ότι η Ρωσία δεν είναι τόσο κυρίαρχη όσο τη θέλει το σχέδιο. Όπως γράφει η Anne Applebaum στο The Atlantic: "Τα βασικά σημεία του σχεδίου αποτυπώνουν τις χρόνιες απαιτήσεις της Ρωσίας. Δεν είναι ένα ειρηνευτικό σχέδιο. Είναι μια πρόταση που αποδυναμώνει την Ουκρανία και χωρίζει τις ΗΠΑ από την Ευρώπη, προετοιμάζοντας το έδαφος για έναν μεγαλύτερο πόλεμο στο μέλλον".
Σύμφωνα με την Applebaum, το σχέδιο προβλέπει ότι η Ρωσία θα διατηρήσει τον έλεγχο της Κριμαίας, του Ντόνετσκ, του Λουγκάνσκ και των κατεχόμενων εδαφών της Ζαπορίζια και της Χερσώνας. Η Ουκρανία θα περιορίσει τις ένοπλες δυνάμεις της σε 600.000 στρατιώτες, θα διεξάγει νέες εκλογές εντός 100 ημερών, θα "αποκηρύξει" την ένταξή της στο ΝΑΤΟ και θα αποδεχτεί περιορισμούς στην ανάπτυξη ξένων στρατευμάτων. Η οικονομική βοήθεια και η στήριξη για την ανοικοδόμησή της θα παρέχονται σε μεγάλο βαθμό υπό την εποπτεία των ΗΠΑ, με τη Μόσχα να επωφελείται από την άρση των κυρώσεων σε βάρος της και από την επανένταξή της στις παγκόσμιες αγορές.
Αν και το σχέδιο δίνει έμφαση στην κυριαρχία και τις εγγυήσεις ασφάλειας της Ουκρανίας, στην πράξη κανένα από τα δύο θέματα δεν φαίνεται να επιλύεται με τρόπο αξιόπιστο. Ο Economist σημειώνει: "Υπό την ηγεσία του κ. Τραμπ, δεν είναι βέβαιο ότι οι ΗΠΑ θα πολεμήσουν τη Ρωσία, ούτε καν στο πλαίσιο των ΝΑΤΟϊκών τους υποχρεώσεων. Το σχέδιο για την Ουκρανία εξαρτάται εξ ολοκλήρου από τις ιδιοτροπίες του Τραμπ". Εν ολίγοις, η πρόταση Τραμπ μεταφέρει ουσιαστικά την επιθυμία της Μόσχας στο χαρτί.
Ωστόσο, η κατάσταση στον τομέα της ενέργειας είναι πιο περίπλοκη. Η Ρωσία έχει χάσει σημαντική διυλιστική ικανότητα, αποθήκες πετρελαίου και βασικούς κόμβους αποθήκευσης λόγω των επιθέσεων με drones και πυραύλους από την Ουκρανία. Οι περισσότερες ζημιές στα διυλιστήρια σημειώθηκαν από τα τέλη του 2024 έως τα μέσα του 2025, με την Ουκρανία να επιχειρεί να διαταράξει την εφοδιαστική αλυσίδα καυσίμων της Ρωσίας. Η λειτουργία πολλών διυλιστηρίων και αγωγών κοντά στη Μόσχα και στη δυτική Ρωσία έχει επηρεαστεί, εξέλιξη που έχει περιορίσει τον εφοδιασμό καυσίμων.
Και η Ουκρανία έχει υποστεί βαριές απώλειες: σταθμοί παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, υποσταθμοί και δίκτυα μεταφοράς έχουν επανειλημμένα πληγεί, αφήνοντας εκατομμύρια ανθρώπους χωρίς ηλεκτρικό ρεύμα. Ωστόσο, οι γρήγορες επισκευές του δικτύου, οι μετασχηματιστές που χρηματοδοτήθηκαν από δωρητές και η ταχεία αντικατάσταση εξοπλισμού αποκαθιστούν πλέον την παροχή ηλεκτρικού ρεύματος σε λίγες ημέρες.
Το πεδίο μάχης της ενέργειας — ποιος χάνει;
Σύμφωνα με εκθέσεις του ενεργειακού κλάδου, η παραγωγική ικανότητα των ρωσικών διυλιστηρίων έχει μειωθεί κατά εκατοντάδες χιλιάδες βαρέλια ημερησίως εξαιτίας των ουκρανικών επιθέσεων. Η κατάσταση με τις διακοπές ρεύματος στην Ουκρανία βελτιώνεται χάρη στην ταχύτερη αποκατάσταση ζημιών, την ανάπτυξη μικροδικτύων και την αποκεντρωμένη αποθήκευση.
Η Ευρώπη έχει μειώσει δραστικά την εξάρτησή της από τη ρωσική ενέργεια — από περίπου 40% των εισαγωγών φυσικού αερίου πριν την εισβολή σε 10% σήμερα. Εν ολίγοις, το ενεργειακό πλεονέκτημα της Ρωσίας υπονομεύεται, παρόλο που έχει καταλάβει ουκρανικά εδάφη.
Ειδικότερα, το 2024 οι ουκρανικές επιθέσεις με drones και πυραύλους διατάραξαν την ικανότητα διύλισης της Ρωσίας. Σύμφωνα με την Hydrocarbon Processing, οι Ουκρανοί εξουδετέρωσαν περίπου το 17% της ικανότητας διύλισης πετρελαίου της Ρωσίας — περίπου 1,2 εκατ. βαρέλια ημερησίως. Η KyivPost αναφέρει ότι τα ουκρανικά drones εξουδετέρωσαν το 20% της ρωσικής ικανότητας διύλισης τον Αύγουστο και τον Οκτώβριο, αν και η Ρωσία αποκατέστησε μεγάλο μέρος της ζημιάς επαναλειτουργώντας αδρανείς μονάδες διύλισης.
Η μείωση της διυλιστικής ικανότητας θα μπορούσε να επιβάλει σημαντικούς περιορισμούς στη Ρωσία ως προς το να εξάγει καύσιμα και να έχει έσοδα εν καιρώ πολέμου. Οι αναλυτές προειδοποιούν ότι οι συνεχιζόμενες ζημιές στις υποδομές ίσως φτάσουν σύντομα σε ένα σημείο καμπής, καθώς οι διαρκείς επιθέσεις παρατείνουν τους χρόνους επισκευής, αυξάνουν τα έξοδα συντήρησης και εμποδίζουν την πρόσβαση σε ανταλλακτικά. Η εφημερίδα Kyiv Independent υποστηρίζει ότι οι επιθέσεις μεγάλου βεληνεκούς έχουν κοστίσει στη Ρωσία το 4,11% του ΑΕΠ της το 2025, ή 74,1 δισ. δολάρια, αν και η εκτίμηση αυτή βασίζεται σε υποθέσεις μοντελοποίησης και ενδέχεται να διακυμαίνεται καθώς οι επισκευές επιταχύνονται.
Το ενεργειακό πεδίο μάχης αναδιαμορφώνει τις διαπραγματεύσεις. Το ειρηνευτικό σχέδιο υπερεκτιμά την κυριαρχία της Ρωσίας και την αδυναμία της Ουκρανίας. Πράγματι, η Ουκρανία έχει προκαλέσει στρατηγική ζημιά στη Μόσχα. Μια εκεχειρία που ανταμείβει τα εδαφικά κέρδη αγνοώντας τις συνεχιζόμενες ενεργειακές απώλειες υπονομεύει τις διαπραγματεύσεις. Πρακτικά, η οικονομία και η ενεργειακή υποδομή της Ρωσίας δεν είναι άθικτες, γεγονός που μειώνει την επιρροή της.
Η Applebaum επισημαίνει πως υπάρχει κίνδυνος να παρερμηνευθούν τα κίνητρα: "Επωφελούνται Ρώσοι και Αμερικανοί επενδυτές, σε βάρος των υπολοίπων". Εκτός γεωπολιτικής, όλο αυτό δείχνει πώς οι οικονομικές συμφωνίες —συμφωνίες για την ενέργεια, επενδύσεις σε υποδομές και επιχειρηματικές ευκαιρίες— θα μπορούσαν να ωφελήσουν ορισμένα μέρη με δυσανάλογα κέρδη, αφήνοντας την Ευρώπη και την Ουκρανία να επωμιστούν το κόστος της ανασυγκρότησης. "Ο Πούτιν έχει αναφέρει πως αρκετές εταιρείες είναι σε θέση να επαναλάβουν τις επιχειρηματικές σχέσεις μεταξύ Ρωσίας και ΗΠΑ".
Η συνθηκολόγηση είναι ένα κακό ειρηνευτικό σχέδιο
Ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Μάρκο Ρούμπιο αναγνώρισε πως θα γίνουν παραχωρήσεις. Μιλώντας στις 12 Ιανουαρίου στο CBS News για την πρόταση του Τραμπ, είπε: "Και οι δύο πλευρές θα πρέπει να κάνουν παραχωρήσεις. Δεν μπορεί να υπάρξει ειρηνευτική συμφωνία αν δεν κάνουν παραχωρήσεις και οι δύο – αυτό είναι γεγονός. Αλλιώς θα πρόκειται για παράδοση".
Σε αυτό το πλαίσιο, οι υποστηρικτές του σχεδίου τονίζουν ότι η κόπωση από τον πόλεμο, η εξάντληση των πόρων και οι πολιτικές πιέσεις καθιστούν έναν συμβιβασμό μέσω διαπραγματεύσεων, όσο ατελής και αν είναι, προτιμότερο από το να συνεχιστεί η πολεμική σύρραξη. Επισημαίνουν ότι το Κίεβο έχει συμβάλει στη σύνταξη του σχεδίου και ότι μια προσωρινή εκεχειρία των εχθροπραξιών θα μπορούσε να επιτρέψει στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ να σταθεροποιήσουν τον ενεργειακό εφοδιασμό και να ανακατανείμουν τους πόρους.
"Δεν είμαι υπέρ του πρώτου σχεδίου, αλλά είμαι υπέρ της προσπάθειας για ειρήνη", ανέφερε η Iuliia Mendel, πρώην εκπρόσωπος Τύπου του προέδρου Ζελένσκι. "Ποιος σκέφτεται τους ανθρώπους στην Ουκρανία που πεθαίνουν κάθε μέρα; Νομίζω ότι το σημαντικότερο είναι να σταματήσουν οι μαζικές δολοφονίες".
Ο ρεαλισμός, φυσικά, είναι ζωτικής σημασίας — ειδικά για τις ζωές των Ουκρανών και των Ρώσων, καθώς εκατοντάδες χιλιάδες στρατιώτες θυσίασαν τη ζωή τους σε αυτόν τον πόλεμο. Η διαπραγματευτική ισχύς της Ρωσίας είναι περιορισμένη.
Το περιοδικό The Economist προειδοποιεί: "Αν (ο Τραμπ) καταφέρει να προωθήσει το σχέδιό του για την Ουκρανία, οι χώρες του ΝΑΤΟ θα αποδυναμωθούν αδύναμες και η Ρωσία θα ισχυροποιηθεί".
Ωστόσο, στον τομέα της ενέργειας, η Ρωσία δεν είναι ούτε άτρωτη ούτε πανέτοιμη να αντέξει μια επ' αόριστον πίεση. Οι επιθέσεις της Ουκρανίας, σε συνδυασμό με τη διαφοροποίηση των πηγών απ' όπου προμηθεύεται ενέργεια η Ευρώπη, σηματοδοτούν πως το παιχνίδι δεν τον ελέγχει απόλυτα το Κρεμλίνο. Οποιαδήποτε συμφωνία αγνοεί αυτές τις πραγματικότητες κινδυνεύει να ανταμείψει τη Μόσχα και να επιβραβεύσει την επιθετικότητα.
Τα διακυβεύματα δεν περιορίζονται στην Ουκρανία. Η συνοχή του ΝΑΤΟ, η ευρωπαϊκή ενεργειακή ασφάλεια και οι παγκόσμιες αγορές επηρεάζονται από την αλληλεπίδραση του πολέμου, της διπλωματίας και της ενέργειας. Η εσφαλμένη εκτίμηση για τη δύναμη και τα οικονομικά οφέλη της Ρωσίας θα μπορούσε να οδηγήσει σε στρατηγικούς λανθασμένους υπολογισμούς, δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για μελλοντικές συγκρούσεις. Η ενέργεια δεν είναι περιφερειακό θέμα.
Ανταμείβοντας τον κατακτητή, υπονομεύοντας τη συλλογική άμυνα και αγνοώντας το ενεργειακό πεδίο μάχης, υποκύπτουμε στις απαιτήσεις της Ρωσίας και εδραιώνουμε τα στρατιωτικά της κέρδη. Στην πραγματικότητα, η Δύση εξακολουθεί να διαθέτει τα μέσα για να διαμορφώσει την έκβαση. Οποιαδήποτε συμφωνία δεν ενσωματώνει αυτή την πραγματικότητα δεν είναι ειρήνη, αλλά μια εκεχειρία. Και η επόμενη σύγκρουση μπορεί να είναι ακόμη πιο δαπανηρή.