Του Mike O'Sullivan
Το τετραήμερο 4-7 Ιουλίου θα είναι καθοριστικό για τη δημοκρατία και την πολιτική και στις δύο όχθες της Μάγχης. Φαίνεται πως για πρώτη φορά μετά το Brexit, οι Εργατικοί μπορεί να φέρουν ηρεμία στη βρετανική δημόσια ζωή, την ώρα που το πολιτικό χάος εξαπλώνεται στο Παρίσι.
Καθώς η Βρετανία κινείται πολιτικά προς τα αριστερά και η Γαλλία μοιάζει έτοιμη να κινηθεί ακόμη πιο δεξιά, σε αυτές τις κάλπες διακυβεύονται περισσότερα από την πολιτική. Και οι δύο οικονομίες επιβαρύνονται με τεράστια ποσά χρέους: ο τρόπος με τον οποίο θα τα διαχειριστεί το πολιτικό προσωπικό θα καθορίσουν και το γεωοικονομικό μέλλον αυτών των δύο μελών του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ και θα χρησιμεύσουν ως μάθημα για άλλα υπερχρεωμένα κράτη.
Οι περιπτώσεις της Μ. Βρετανίας και της Γαλλίας -σε οικονομικό επίπεδο- αξίζουν προσοχής από τουλάχιστον δύο απόψεις. Η πρώτη είναι η μακρά, συχνά κοινή οικονομική ιστορία τους. Αυτή είναι η τρίτη φορά που τα επίπεδα χρέους και στις δύο χώρες εκτοξεύονται σε ακραία επίπεδα - τα προηγούμενα "επεισόδια" ήταν μετά τους παγκόσμιους πολέμους του 20ού αιώνα και την περίοδο μετά τους Ναπολεόντειους Πολέμους. Μάλιστα, οι ενέργειες -κυρίως- του Ουίλλιαμ Πιτ του Νεότερου για τη μεταρρύθμιση της οικονομίας και του χρηματοπιστωτικού συστήματος οδήγησαν τη Βρετανία να ξεπεράσει τη Γαλλία ως οικονομική δύναμη τον 19ο αιώνα.
Δεύτερον, σε αντίθεση με άλλες οικονομίες που έχουν μεγάλο χρέος, όπως οι αμερικανική, η γαλλική και η βρετανική οικονομία αναπτύσσονται ελάχιστα και φαίνεται να έχουν χάσει τα μέσα για να το κάνουν. Ούτε απολαμβάνουν τα προνόμια που χαρίζει το δολάριο στις ΗΠΑ. Εξ ου και το πρόβλημα του υψηλού χρέους που αντιμετωπίζουν Λονδίνο και Παρίσι μπορεί να έχει ευρύτερες επιπτώσεις. Σε αυτό το στάδιο, τουλάχιστον τρεις από αυτές είναι σαφείς.
Η πρώτη αφορά τους τρόπους με τους οποίους το υψηλό έλλειμμα και χρέος θα επηρεάσουν την πολιτική. Καμία από τις δύο χώρες δεν έχει μεγάλο δημοσιονομικό χώρο και αυτό μπορεί κάλλιστα να στρέψει τον πολιτικό διάλογο σε θέματα όπως η ταυτότητα, η μετανάστευση και οι αξίες. Αυτό συμβαίνει στη Γαλλία (και στην Ιταλία) εδώ και αρκετό καιρό.
Στη Βρετανία, το πρόσφατο μανιφέστο των Εργατικών είναι "βαρετό", καθώς φαίνεται να θέλουν να παρακάμψουν τους δημοσιονομικούς κινδύνους που αντιμετωπίζει η Βρετανία. Δεν θα ήταν έκπληξη αν μια κυβέρνηση των Εργατικών επέλεγε να ξεκινήσει τη θητεία της δίνοντας έμφαση σε θεσμικές (κοινοβουλευτικές) μεταρρυθμίσεις και σε θέματα λογοδοσίας στη δημόσια ζωή.
Η δεύτερη πρόκληση για τις νέες κυβερνήσεις στη Βρετανία και τη Γαλλία θα είναι η ανάπτυξη, και σε αυτό το σημείο θα αντληθούν τα πραγματικά διδάγματα πολιτικής. Καθώς καμία από τις δύο χώρες δεν έχει το περιθώριο να θεσπίσει μια βαριά δημοσιονομική τόνωση, η νέα ανάπτυξη πρέπει να είναι ενδογενής στις μεταρρυθμίσεις και στα δύο οικονομικά συστήματα. Από αυτή την άποψη, οι Εργατικοί, οι οποίοι είναι πρόθυμοι να βάλουν τέλος στην πολιτική αβεβαιότητα και επιδιώκουν τις ξένες επενδύσεις, βρίσκονται σε πιο εύκολη θέση.
Στη Γαλλία, είναι πολύ πιθανό ο απόηχος από το εκλογικό αποτέλεσμα της 7ης Ιουλίου να συνοδευτεί από ένα οικονομικό σοκ, το οποίο θα οφείλεται στην πλήρη έλλειψη διαφάνειας και αξιοπιστίας που φέρνουν στην οικονομική πολιτική η ακροαριστερά και η ακροδεξιά, καθώς και στην αντιπάθειά τους προς τους ξένους επενδυτές και τις επιχειρήσεις.
Το τρίτο ζήτημα είναι ποιος θα μπορούσε να βοηθήσει τη Γαλλία και τη Βρετανία να αμβλύνουν τις επιπτώσεις των δανειακών τους φορτίων. Στις χρηματοπιστωτικές αγορές ενισχύεται η άποψη ότι οι κεντρικές τράπεζες θα πρέπει να αναπτυχθούν για να "ανακυκλώσουν" τα χρέη των οικονομιών που εποπτεύουν. Αυτό συμβαίνει ουσιαστικά στην Ιαπωνία, αν και η Τράπεζα της Αγγλίας μπορεί να μην θέλει να περιορίσει τις αποδόσεις των ομολόγων (ιδίως μετά την πανωλεθρία της Τρας) και το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ θα διχαζόταν αν έπρεπε να αποφασίσει για τη "διάσωση" της Γαλλίας.
Η πιο πιθανή οδός είναι η συνεργασία με ιδιώτες επενδυτές (ιδιωτικά funds, μεγάλα συνταξιοδοτικά ταμεία και κρατικά επενδυτικά κεφάλαια). Σε αυτό το πλαίσιο έργα που κανονικά θα χρηματοδοτούνταν και θα βρίσκονταν υπό τη διαχείριση του κράτους, θα κεφαλαιοποιούνται και διαχειρίζονται από κοινού από ιδιώτες θεσμικούς επενδυτές και επιχειρήσεις. Αυτή είναι μια εναλλακτική για τη Βρετανία όσον αφορά τις πράσινες υποδομές και θα μπορούσε να βρει εφαρμογή και στη Γαλλία, σε τομείς όπως η τεχνητή νοημοσύνη.
Καθώς πλησιάζει ο Ιούλιος, οι επενδυτές έχουν αρχίσει να ψηφίζουν, τα ομόλογα και η αγγλική λίρα είναι ήρεμα, αλλά ελλοχεύει κρίση στη γαλλική αγορά ομολόγων.
Απόδοση - επιμέλεια: Μιχάλης Παπαντωνόπουλος