Του Ariel Cohen
Οι βομβαρδισμοί των ΗΠΑ κατά πολιτοφυλακών στη Μέση Ανατολή που υποστηρίζονται από το Ιραν έπληξαν περισσότερους από 85 στόχους ως αντίποινα για την επίθεση με drone στην Ιορδανία, όπου σκοτώθηκαν τρεις Αμερικανοί και τραυματίστηκαν δεκάδες, και πλέον απειλούν με ανάφλεξη την περιοχή. Η κρίση ξεκίνησε μετά τις επιθέσεις των ανταρτών Χούθι από την Υεμένη κατά της εμπορικής ναυτιλίας στην Ερυθρά Θάλασσα, που προκάλεσαν διαταραχές στην εφοδιαστική αλυσίδα, αύξησαν τα ασφάλιστρα και το κόστος μεταφοράς, αναζωπυρώνοντας τις ανησυχίες για οικονομική ύφεση.
Εν μέσω της διεθνούς κατακραυγής για τις επιθέσεις των Χούθι, υπάρχει μια εκκωφαντική σιωπή: αυτή της Κίνας. Φαινομενικά, η Κίνα και ο πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ δείχνουν ένα "poker face". Ομως, το δίλημμα για το Πεκίνο δεν κρύβεται: οι φιλοδοξίες της Κίνας για να αναδειχθεί σε ηγέτιδα παγκόσμια δύναμη προϋποθέτουν να διευρύνει την επιρροή της στη Μέση Ανατολή, ενώ η οικονομία της Κίνας απειλείται από την αυθαιρεσία του Ιράν.
Το Ιράν, υποστηρικτής των Χούθι, διατηρεί εδώ και χρόνια στενούς δεσμούς με την Κίνα, γεγονός που φάνηκε πρόσφατα όταν το Πεκίνο μεσολάβησε για την εξομάλυνση των σχέσεων Σαουδικής Αραβίας-Ιράν και την εισδοχή του Ιράν στους BRICS. Ενώ οι ΗΠΑ επιβάλλουν κυρώσεις στο Ιράν, η Κίνα -όπως και η Ρωσία- είναι συνομιλητές με την ιρανική ηγεσία. Επιπλέον, το Πεκίνο έχει δηλώσει πως θα "συμμετάσχει εποικοδομητικά" στο πυρηνικό πρόγραμμα της Τεχεράνης. Όταν κλιμακώθηκαν οι διαδηλώσεις στο Ιράν, η Κίνα έκανε λόγο για "εξωτερικές δυνάμεις που παρεμβαίνουν στις εσωτερικές υποθέσεις του Ιράν".
Η μέχρι πρότινος θερμή υποστήριξη του Πεκίνου προς την Τεχεράνη έχει "παγώσει" τώρα που βομβαρδίζονται φιλοϊρανοί μαχητές στη Μέση Ανατολή και το Ιράν διακηρύσσει ότι δεν φοβάται τον πόλεμο με τις ΗΠΑ. Όσον αφορά τους Χούθι, το υπουργείο Εξωτερικών της Κίνας έχει δηλώσει επισήμως ότι "όλα τα εμπλεκόμενα μέρη" θα πρέπει να "αποφύγουν την πυροδότηση μιας διευρυμένης κρίσης", αποφεύγοντας τις κατηγορίες κατά της Δύσης για πρακτικές "ηγεμονικού εκφοβισμού".
Όλες οι ανακοινώσεις του κινεζικού Υπουργείου Εξωτερικών για την κατάσταση στην Υεμένη υπήρξαν μη δεσμευτικές, ενώ δεν έγινε καμία αναφορά σε οικονομικούς ή πολιτικούς κινδύνους από την κρίση στην Υεμένη ή τα αμερικανικά πλήγματα κατά του Ιράν.
Αυτή η στάση έρχεται σε αντίθεση ακόμη και με την πρόσφατη αίσθηση δέσμευσης του Πεκίνου προς την Τεχεράνη. Οποιαδήποτε προσπάθεια για τη θεμελίωση μιας "εταιρικής σχέσης χωρίς όρια" μεταξύ αυτών των δύο κρατών ήταν πάντα μάταιη - και ο Σι Τζινπίνγκ πιθανόν το γνωρίζει εδώ και καιρό.
Παρά την αντιπαράθεσή της με τις ΗΠΑ, η Κίνα δεν επωφελείται από τη βία και την αστάθεια. Το Πεκίνο επιδιώκει να καταλάβει το σύστημα ακέραιο και να το αναδιαμορφώσει. Αντίθετα, η Τεχεράνη πιστεύει ότι δεν μπορεί να προωθήσει την ατζέντα της με το σημερινό status quo και αντιλαμβάνεται ότι υπολείπεται των ΗΠΑ και της Δύσης ως ανταγωνίστρια δυναμη. Η Τεχεράνη πρέπει να καταφύγει στην ασύμμετρη βία για να επιτύχει τους πολιτικούς της στόχους, κάτι που μπορεί να εκτροχιάσει την οικονομική άνοδο της Κίνας.
Στο παρελθόν, ο Σι Τζινπίνγκ κινήθηκε σε αυτήν τη σύγκρουση με την "τέχνη της εκτροπής" και της στρατηγικής ασάφειας, χρησιμοποιώντας κάθε τακτική που του επιτρέπει να αποκομίσει τα οφέλη μιας συνεργασίας χωρίς να θέσει σε κίνδυνο τους μακροπρόθεσμους οικονομικούς στόχους και τους στόχους ασφαλείας - η απάντησή του στα πρόσφατα αμερικανικά πλήγματα και τις επιθέσεις των Χούθι κινείται στο ίδιο μοτίβο.
Στην τρέχουσα κρίση, δεν πρέπει να περιμένουμε από το Πεκίνο να καταδικάσει το Ιράν για πιθανή υποβοήθηση των επιθέσεων των Χούθι, αλλά ούτε και πως θα αποτελέσει εμπόδιο στην επίλυση της κρίσης. Ο Σι γνωρίζει ότι μια παρατεταμένη σύγκρουση έχει πολύ αρνητικό αντίκτυπο, ιδίως σε μια περίοδο όπου η εκκαθάριση της κινεζικής εταιρείας Evergrande προκαλεί τριγμούς στην κινεζική οικονομία.
Τα πολιτικά οφέλη της ουδετερότητας του Πεκίνου αντισταθμίζουν την απειλή από τις υψηλότερες τιμές ενέργειας, ειδικά από τη στιγμή που αναμένεται η Δύση να επιλύσει το πρόβλημα αυτό για την ίδια. Εάν η Δύση θέλει να εξασφαλίσει βοήθεια από την Κίνα για αποκλιμάκωση της κρίσης στην Ερυθρά Θάλασσα, η Ουάσινγκτον θα πρέπει να προσφέρει ένα πολιτικό κίνητρο στο Πεκίνο για να αθετήσει τις δεσμεύσεις του έναντι του Ιράν, εξαναγκάζοντάς το να συνεργαστεί. Εύκολο στα λόγια, δύσκολο στην πράξη.
Οι ΗΠΑ μπορούν να αυξήσουν το "κόστος της σιωπής" για την Κίνα επιδεινώνοντας την κρίση και αφήνοντας τις οικονομικές επιπτώσεις να φτάσουν στο Πεκίνο. Με δεδομένο το μέγεθος και την εμβέλεια της κινεζικής οικονομίας, και τους πολιτικούς χερισμούς του Σι, θα μπορούσαν να περάσουν μήνες ώστε το κόστος από την κρίση στην Ερυθρά Θάλασσα να ξεπεράσει την αντοχή του Πεκίνου - οπότε η κρίση μπορεί να έχει μετατραπεί σε έναν διεθνή πόλεμο. Ένα τέτοιο απίθανο σενάριο θα απαιτούσε ακόμη από τις ΗΠΑ να υιοθετήσουν μια στρατηγική που θα έθετε σε κίνδυνο τη φήμη τους ως εγγυητή του ελεύθερου και ανοικτού εμπορίου και θα απαιτούσε εγχώριες θυσίες σε μια εκλογική χρονιά, κάτι που θα ήταν θανάσιμο πολιτικά για τον Τζο Μπάιντεν.
Οι ΗΠΑ δεν μπορούν να αντέξουν την αδράνεια απέναντι στο Ιράν και τους Χούθι, ακόμη και αν αυτό σημαίνει ότι θα βοηθήσουν άθελά τους την κινεζική οικονομία.
Και μια μακρόπνοη ιδέα: οι ΗΠΑ θα πρέπει να απευθύνουν δημόσια πρόσκληση στην Κίνα να συμμετάσχει στις επιχειρήσεις κατά των Χούθι στην Υεμένη. Είναι σχεδόν βέβαιο ότι η Κίνα θα αρνηθεί, αλλά δεν είναι κακό να προσκαλέσει κάποιος έναν ανταγωνιστή στο εμπόριο να συνεργαστεί στο όνομα της προστασίας της διεθνούς ελευθερίας της ναυσιπλοΐας. Η στρατιωτική βάση της Κίνας κοντά στο Τζιμπουτί θα καθιστούσε την επιχείρηση εφικτή υλικοτεχνικά, και η αποδοχή της πρόσκλησης θα έδειχνε πως η Κίνα είναι ένας υπεύθυνος διεθνής εταίρος, ενώ ενδεχομένως θα προκαλούσε τριγμούς στις σχέσεις Τεχεράνης και Πεκίνου.
Η Κίνα μπορεί να αγγίζει ήδη τα όρια όσων είναι διατεθειμένη να θυσιάσει για να διατηρήσει τις καλές της σχέσεις με το Ιράν. Η κλιμάκωση της έντασης στη Μέση Ανατολή εκθέτει την Κίνα ως "στρατηγικό αρχάριο" στην περιοχή και αναδεικνύει την εσωτερική σύγκρουση που αντιμετωπίζει μεταξύ οικονομικών και γεωπολιτικών συμφερόντων.