Του Νίκου Κωτσικόπουλου
Σχεδόν 2 δισ. ευρώ δανείων κάθε μήνα προς όλες τις επιχειρήσεις και τους επαγγελματίες εκταμίευαν οι τράπεζες το 2024 με αποτέλεσμα οι μικτές χορηγήσεις (χωρίς να υπολογίζονται οι εξοφλήσεις), να φθάσει τα 24 δισ. ευρώ. Από αυτά, τα ¾ των ποσών ήταν δάνεια σε μεγάλες επιχειρήσεις και ποσά κατά μέσο όρο 495 εκατ. ευρώ το μήνα ήταν τα μικρά δάνεια σε ΜμΕ και επαγγελματίες. Το 2023 ο μέσος ρυθμός εκταμιεύσεων ήταν 1,5 δισ. ευρώ το μήνα.
Η ροή των δανείων βεβαίως δεν ήταν αδιάλειπτη και σταθερή με αυτό τον τρόπο, καθώς υπήρχαν μήνες με μεγάλη δραστηριότητα και άλλοι με μικρότερη, με το καλύτερο συνεχές διάστημα να εντοπίζεται τους τελευταίους τρείς μήνες του έτους, όταν η μείωση των επιτοκίων της ΕΚΤ συνέβαλε στην αύξηση της ζήτησης.
Σύμφωνα με την Έκθεση του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, "το κόστος τραπεζικού δανεισμού των επιχειρήσεων μειώθηκε κατά τη διάρκεια του 2024". Έτσι, το μεσοσταθμικό επιτόκιο τραπεζικού δανεισμού των επιχειρήσεων (ΜΧΕ), "διαμορφώθηκε κατά μέσο όρο σε 5,5%, δηλαδή κατά 32 μονάδες βάσης χαμηλότερα έναντι της μέσης τιμής του 2023". Φέτος τον Ιανουάριο το μέσο σταθμικό επιτόκιο μειώθηκε περαιτέρω σε 4,7%. (Αντίθετα οι ευνοϊκοί όροι των δανείων του Ταμείου Ανάκαμψης, επέτρεψαν μέσο επιτόκιο 1,86% για επενδύσεις με επιδοτούμενα δάνεια).
Η Έκθεση αναφέρει ότι "ταχύτερη ήταν η μείωση στα δάνεια τακτής λήξης, των οποίων το μεσοσταθμικό επιτόκιο υποχώρησε σε 5,4% κατά μέσο όρο το 2024, δηλαδή 37 μονάδες βάσης χαμηλότερα έναντι της μέσης τιμής του 2023. Οι μειώσεις στα επιτόκια των επιχειρηματικών δανείων χωρίς καθορισμένη διάρκεια ήταν μεταγενέστερες από ότι στα δάνεια τακτής λήξης" και το μέσο επιτόκιο έμεινε σταθερό στο 6,4% στα επίπεδα του 2023.
Τα στοιχεία της ΤτΕ κατέγραψαν μεγαλύτερη υποχώρηση στα επιτόκια δανείων άνω του 1 εκατ. ευρώ. Αναλυτικότερα, το μεσοσταθμικό επιτόκιο δανεισμού διαμορφώθηκε πέρυσι σε:
- 5,9% στα δάνεια έως 250.000 ευρώ (2023: 6,2%),
- 5,8% στα δάνεια μεταξύ 250.000 ευρώ και 1 εκατ. ευρώ (2023: 5,8%) και
- 5,3% στα δάνεια άνω του 1 εκατ. ευρώ (2023: 5,8%).
- Τα επιτόκια για δάνεια σε ΜμΕ παρέμειναν επίσης "ελαφρώς υψηλότερα".
Επιτόκια για επενδυτικά δάνεια, RRF, ΕΤΕπ και ΕΑΤ
"Μεγάλο μέρος των εγχώριων επιχειρήσεων και κυρίως των μικρομεσαίων, επωφελήθηκαν από πιο βελτιωμένους όρους δανεισμού έναντι των προαναφερθέντων, λόγω της υπαγωγής τους σε προγράμματα του Ομίλου ΕΤΕπ και της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας ή της δανειοδότησής τους μέσω του RRF", αναφέρει η Έκθεση του Διοικητή της ΤτΕ.
Περίπου το 25% των νέων χορηγήσεων συνολικά προς όλες τις επιχειρήσεις (ΜΧΕ) και το 40% προς ΜμΕ υποστηρίχθηκαν από προγράμματα συγχρηματοδότησης ή εγγυοδοσίας ή από δάνεια του RRF.
Όπως είναι γνωστό, τα δάνεια που συνδέονται με προγράμματα συγχρηματοδότησης προσφέρονται χαμηλότοκα ή και άτοκα στο σκέλος της χρηματοδότησης από δημόσιους πόρους, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις απαλλάσσονται και της εισφοράς 0,60% υπέρ του δημοσίου (που επιβαρύνει τα επιτόκια στα κοινά τραπεζικά δάνεια σε επιχειρήσεις και τα καταναλωτικά δάνεια, ενώ στα στεγαστικά είναι 0,12%). Έτσι:
- Στα δάνεια του RRF προβλέπεται απαλλαγή από την εισφορά
- Ελάχιστο σταθερό επιτόκιο 0,35% για τις επιχειρήσεις μικρού και πολύ μικρού μεγέθους και
-Επιτόκιο 1% για τις λοιπές επιχειρήσεις στο σκέλος της χρηματοδότησης από δημόσιους πόρους.
- Σημειώνεται ότι το 2024, ακόμη και σε προγράμματα εγγυοδοσίας, τα οποία κατά κανόνα επιτυγχάνουν ελαφρύνσεις στις απαιτήσεις των τραπεζών για εμπράγματες εξασφαλίσεις, προσφέρθηκαν συμπληρωματικά ευνοϊκοί όροι τιμολόγησης.
Κατά συνέπεια, λέει η ΤτΕ "οι όροι δανεισμού από τη σκοπιά των δικαιούχων των εν λόγω προγραμμάτων είναι σημαντικά ευνοϊκότεροι από ότι ορίζεται στην τιμολογιακή πολιτική των τραπεζών για τις κοινές τραπεζικές πιστώσεις".
Νέα δάνεια 3,7 δισ. ευρώ μέσω των μηχανισμών
Η χρηματοδότηση των επιχειρήσεων υποστηρίχθηκε σημαντικά και το 2024 μέσω των σύγχρονων χρηματοδοτικών εργαλείων και του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (Recovery and Resilience Facility –RRF), αναφέρει η Έκθεση.
Η συμβολή τους στα δάνεια ενισχύθηκε το 2024 καθώς υπολογίζεται ότι το 24% των νέων τραπεζικών επιχειρηματικών δανείων συνδέεται με τα προγράμματα αυτά, έναντι ποσοστού συμμετοχής 18% το 2023. Σε αξία εκταμιευμένων δανείων, μεγαλύτερη ήταν η συμβολή των προγραμμάτων εγγυοδοσίας και των συγχρηματοδοτήσεων των αναπτυξιακών τραπεζών, ενώ παράλληλα παρατηρήθηκε επιτάχυνση των εκταμιεύσεων στα δάνεια του Μηχανισμού.
Η προσφορά χρηματοδοτικών προγραμμάτων αφορούσε κυρίως προγράμματα του Ομίλου της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (Όμιλος ΕΤΕπ) και της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας (ΕΑΤ) και πραγματοποιήθηκε μέσω των εμπορικών τραπεζών.
Όλες οι επιχειρήσεις (ΜΧΕ) και οι ελεύθεροι επαγγελματίες έλαβαν το 2024 τραπεζικά δάνεια ύψους 3,7 δισ. ευρώ, κατά 1,7 δισ. ευρώ αυξημένα από το 2023.
Το μερίδιο των δανείων που συνδέεται με χρηματοδοτικά εργαλεία στο σύνολο των νέων επιχειρηματικών δανείων αυξήθηκε σε 14%, από 11% το 2023. Η πλειονότητα των χρηματοδοτικών πόρων (περίπου τα 3/4 της αξίας των εκταμιεύσεων) κατευθύνθηκε προς επιχειρήσεις πολύ μικρού, μικρού και μεσαίου μεγέθους.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Έκθεσης του Διοικητή της ΤτΕ, το 2024 το μερίδιο των νέων τραπεζικών δανείων προς μικρομεσαίες επιχειρήσεις και ελεύθερους επαγγελματίες που υποστηρίχθηκε από χρηματοδοτικά εργαλεία ανήλθε σε 40% (από 26% το 2023).
Με βάση την αξία των εκταμιεύσεων το 60% αντιστοιχούσε σε προγράμματα εγγυοδοσίας και το υπόλοιπο (40%) σε συγχρηματοδοτήσεις και μικροπιστώσεις.
Σημαντικότερο σε αξία συνολικών εκταμιεύσεων το 2024, υπήρξε το πρόγραμμα "InvestEU SME Competitiveness” του Ευρωπαϊκού Ταμείου Επενδύσεων (ΕΤαΕ), που αντιπροσώπευε άνω του 40% της αξίας των δανείων που χορηγήθηκαν με τραπεζικά δάνεια τραπεζικών δανείων μέσω εργαλείων (1,5 δισ. ευρώ).
Εκταμιεύσεις 2,65 δισ. ευρώ από το ΤΑΑ με επιτόκιο 1,86%
Πρόσθετα προς τα χρηματοδοτικά εργαλεία, οι επιχειρήσεις έλαβαν το προηγούμενο έτος χαμηλότοκη χρηματοδότηση μέσω του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF).
Συνολικά το 2024, από το δανειακό σκέλος του προγράμματος εκταμιεύθηκαν επιχειρηματικά δάνεια ύψους 2,65 δισ. ευρώ (από 1,45 δισ. ευρώ το 2023), εκ των οποίων 1,5 δισ. ευρώ συνιστούσαν κεφάλαια του Μηχανισμού και τα υπόλοιπα τραπεζικά δάνεια.
Όπως παρατηρεί η ΤτΕ, η συμμετοχή των τραπεζών και των ιδιωτών στη συνολική δαπάνη των εγκεκριμένων επενδυτικών σχεδίων υπήρξε υψηλότερη από ότι ορίζεται στο σχέδιο του προγράμματος.
Σύμφωνα με το σχέδιο του προγράμματος, το σχήμα συγχρηματοδότησης στη συνολική επενδυτική δαπάνη ορίζει "κατά μέγιστο σε 50% συμμετοχή δημόσιων πόρων (δάνεια Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας – ΤΑΑ), κατ’ ελάχιστο 30% τραπεζικά δάνεια και κατ’ ελάχιστο 20% ιδία συμμετοχή".
Αναφέρει ακόμα ότι οι "εκταμιεύσεις δανείων προς τους τελικούς δικαιούχους επιταχύνθηκαν το 2024. Ως συνέπεια, οι σωρευτικές εκταμιεύσεις δανείων ανήλθαν σε 40% της αξίας των συμβάσεων το Δεκέμβριο του 2024, έναντι 22% στο τέλος του 2023".
Περίπου η μία στις δύο αιτήσεις για υπαγωγή στο Ταμείο Ανάκαμψης, έφθανε σε σύμβαση δανείου, "ενώ το ποσοστό απόρριψης αιτημάτων υπολειπόταν σημαντικά του αντίστοιχου των κοινών τραπεζικών πιστώσεων".
Συνολικά, από τον Ιούνιο του 2022 έως το τέλος του 2024 είχαν υπογραφεί 405 δανειακές συμβάσεις ύψους 11,8 δισ. ευρώ.
Πάνω από το ήμισυ του αριθμού των δανειακών συμβάσεων και το 15% περίπου της αξίας τους αφορούσε επιχειρήσεις μικρομεσαίου μεγέθους. Το μεσοσταθμικό επιτόκιο στα δάνεια του Μηχανισμού διαμορφώθηκε σε 1,86%, δηλαδή περίπου 350 μονάδες βάσης χαμηλότερα έναντι του αντίστοιχου μέσου ετήσιου επιτοκίου των κοινών επιχειρηματικών δανείων το 2024.
Ποιες επιχειρήσεις πήραν περισσότερα δάνεια
Τα περισσότερα επιχειρηματικά δάνεια το 2024 χορηγήθηκαν όπως και το 2023, στους τομείς της βιομηχανίας, του εμπορίου, της ενέργειας και του τουρισμού.
Ειδικότερα, τα νέα δάνεια προς τον τομέα της βιομηχανίας το 2024 ήταν 3,8 δισ. ευρώ, (το 31% των συνολικών δανείων σε επιχειρήσεις). Εκείνα προς τον τομέα του εμπορίου ανήλθαν σε 2,6 δισ. ευρώ (21,4%), ενώ στον τομέα της ενέργειας και του τουρισμού ήταν 1,7 δισ. ευρώ (13,9%) και 1,1 δισ. ευρώ (9,3%) αντίστοιχα.
Οι τρεις πρώτοι τομείς κυριάρχησαν το 2024 και στα νέα δάνεια προς τις μεγάλες επιχειρήσεις, ενώ τέταρτος ήταν ο κλάδος "μεταφορά-αποθήκευση”. Στις χορηγήσεις προς τις ΜμΕ, οι δύο σημαντικότεροι τομείς ήταν το εμπόριο και ο τουρισμός.