Της Maria Abreu
Κατέχοντας σημαντικά ποσοστά σε τράπεζες όπως η American Express, η Bank of America και η US Bancorp, ο δισεκατομμυριούχος επενδυτής Γουόρεν Μπάφετ είναι ο κυριότερος "υποστηρικτής” των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων παγκοσμίως. Τώρα, ο όμιλος του Μπάφετ, Berkshire Hathaway "ποντράρει” σε μια ψηφιακή εταιρεία χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών που προσπαθεί να ταράξει τα νερά της παγκόσμιας τραπεζικής αγοράς.
Την Τρίτη, η Berkshire Hathaway αποκάλυψε ότι έχει επενδύσει 500 εκατ. δολάρια στην ψηφιακή τράπεζα Nubank, που έχει την έδρα της στη Βραζιλία και συγκαταλέγεται στις πολυτιμότερες ιδιωτικές νεοφυείς επιχειρήσεις του πλανήτη.
Η επένδυση πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο ενός ευρύτερου γύρου χρηματοδότησης που πραγματοποίησε η Nubank, μέσω του οποίου η ψηφιακή τράπεζα συγκέντρωσε κεφάλαια ύψους 750 εκατ. δολαρίων, αυξάνοντας την αποτίμησή της από τα 25 δισ. στα 30 δισ. δολάρια, σύμφωνα με πηγή που έχει γνώση του θέματος. Η νέα αποτίμηση της Nubank τοποθετεί την ψηφιακή τράπεζα λίγο χαμηλότερο από την Banco Bradesco, μία από τις μεγαλύτερες τράπεζες της Βραζιλίας, με χρηματιστηριακή αξία 40,9 δισ. δολαρίων.
Ο γύρος χρηματοδότησης ολοκληρώνει μια εργώδη περίοδο 12 μηνών για τη Nubank, η οποία είδε τη δραστηριότητά της να εκτοξεύεται κατά τη διάρκεια της πανδημίας, ενώ παράλληλα συγκέντρωσε ιδιωτικά κεφάλαια άνω του 1 δισ. δολαρίων.
Τον Απρίλιο, ο συνιδρυτής της Nubank, Ντέιβιντ Βέλες, φιλοξενήθηκε στο εξώφυλλο του Forbes στο πλαίσιο ενός άρθρου που περιγράφει λεπτομερώς πώς από ανερχόμενο "αστέρι” στον κόσμο των venture capital εξελίχθηκε σε έναν από τους πιο επιτυχημένους επιχειρηματίες στη Λατινική Αμερική, αψηφώντας τα μεγάλα εδραιωμένα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα της Βραζιλίας.
Με μόλις 1 εκατ. δολάρια αρχικό κεφάλαιο που εξασφάλισε από την Sequoia Capital, πρώην εργοδότη του, ο Βέλες ίδρυσε προ οκταετίας τη Nubank η οποία έχει εξελιχθεί σε "μηχανή κοπής χρήματος”. Το 2020, τα έσοδα της Nubank σχεδόν διπλασιάστηκαν, φτάνοντας στα 963 εκατ. δολάρια, ενώ οι πελάτες της πρόσφατα ξεπέρασαν τα 40 εκατομμύρια. Όπως και άλλες fintechs που εξυπηρετούν τους πελάτες τους ψηφιακά, η Nubank επωφελήθηκε από την πανδημία του κορονοϊού που "χτύπησε” τον πλανήτη το 2020, καθώς οι καταναλωτές μετέφεραν τις τραπεζικές συναλλαγές τους στα κινητά και στο διαδίκτυο, ακόμη και οι ηλικιωμένοι.
"Μόνο στη Λατινική Αμερική, περίπου το 50% του πληθυσμού εξακολουθεί να μην διαθέτει λογαριασμό σε τράπεζα, ενώ η διείσδυση των πιστωτικών καρτών κυμαίνεται κατά μέσο όρο στο 21% έναντι 70% στις ΗΠΑ”, σημειώνει ο δισεκατομμυριούχος συνιδρυτής της Nubank, Ντέιβιντ Βέλες, σε ανακοίνωσή του. "[Είμαστε] πραγματικά σε σημείο καμπής στη Nubank και είμαστε υπερήφανοι που καλωσορίζουμε έναν επενδυτή παγκοσμίου κλάσεως που θα μας στηρίξει στο ταξίδι μας”, προσθέτει σχετικά με την επένδυση του Μπάφετ.
Η προσθήκη της Berkshire Hathaway ενισχύει το ρόστερ των Αμερικανών επενδυτών της Nubank, περιλαμβάνει επίσης την Tiger Global, την TCV, τη Whale Rock, την DST και το κρατικό επενδυτικό ταμείο της Σιγκαπούρης, GIC.
Ο Βέλες φιλοδοξούσε κάποτε να γίνει venture capitalist που θα "πόνταρε” στην ανάπτυξη οικονομιών όπως η Βραζιλία και η γενέτειρά του Κολομβία. Μετά την αποφοίτησή του από το Πανεπιστήμιο Στάνφορντ και τη σχολή διοίκησης επιχειρήσεων, και αφού θήτευσε για λίγο σε κολοσσούς όπως η Morgan Stanley και η General Atlantic, o Βέλες στρατολογήθηκε από τον δισεκατομμυριούχο επικεφαλής της Sequoia Capital, Νταγκ Λεόνε, για να προωθήσει την παρουσία της εταιρείας του στη Βραζιλία.
Ωστόσο, όταν έφτασαν στο Σάο Πάολο για να "σκανάρουν” την αγορά για ευκαιρίες, ο Λεόνε έγραψε τους τίτλους τέλους στην "εξόρμηση” της Sequoia λόγω των αμφιβολιών του για την τοπική επιχειρηματική κουλτούρα. Έτσι, μετά από μερικούς μήνες διερεύνησης της αγοράς για επιχειρηματικά κενά, ο Βέλες άρχισε να "χτίζει” τη Nubank, την οποία μετέτρεψε σε πόλο έλξης των επενδυτικών κεφαλαίων στη Λατινική Αμερική.
Έχοντας πλέον στο πλευρό της και την Berkshire Hathaway του Γουόρεν Μπάφετ, η ανοδική πορεία της Nubank έχει προσελκύσει το ενδιαφέρον ορισμένων από τους πιο περιζήτητους επενδυτές στον κόσμο, ενώ πρωτοστατεί στην προσπάθεια των νεοφυών επιχειρήσεων να "απειλήσουν” τις μεγάλες εδραιωμένες τράπεζες με τα τεράστια μεγέθη και τα διευρυμένα δίκτυα καταστημάτων.
Μετά τον τελευταίο γύρο χρηματοδότησης Series G, η ψηφιακή τράπεζα έχει συγκεντρώσει συνολικά κεφάλαια 1,15 δισ. δολαρίων, που αποτελεί το υψηλότερο ποσό που έχει αντλήσει ποτέ από τον ιδιωτικό τομέα μια τεχνολογική εταιρεία στη Λατινική Αμερική.
Πλέον, καθώς η Nubank διαθέτει περισσότερα κεφάλαια, πρέπει να αποδείξει ότι μπορεί να είναι κερδοφόρα παρά το επιχειρηματικό της μοντέλο που δεν προβλέπει προμήθειες, αλλά και να διατηρήσει τον εντυπωσιακό ρυθμό ανάπτυξής της.
Το προηγούμενο έτος, η Nubank απέκτησε μια πρωτοποριακή πλατφόρμα ψηφιακών επενδύσεων και παρουσίασε ένα προϊόν ασφάλισης ζωής, πουλώντας 100.000 ασφαλιστήρια τους δύο πρώτους μήνες. Σε ανακοίνωσή της, η εταιρεία αναφέρει ότι σκοπεύει να χρησιμοποιήσει τα κεφάλαια που άντλησε για να συνεχίσει να λανσάρει νέα προϊόντα και υπηρεσίες.
Με την πρόσθετη χρηματοδότηση, η Nubank θα συνεχίσει επίσης να εξετάζει εξαγορές και να επενδύει στη διεθνή επέκτασή της. Επί του παρόντος, η εταιρεία μπαίνει δυναμικά στην τραπεζική αγορά του Μεξικού, όπου πριν από έναν χρόνο κυκλοφόρησε την πρώτη της πιστωτική κάρτα και έχει ήδη λάβει 1,5 εκατομμύριο αιτήσεις. Η Nubank σκοπεύει να επενδύσει 135 εκατ. δολάρια στη χώρα.