Του Vikram Mittal
Το σχέδιο ReArm Europe, που πρότεινε η Ούρσουλα Φον ντερ Λάιεν, θα ανασυγκροτήσει την άμυνα της Ευρώπης και θα παρέχει στρατιωτική βοήθεια στην Ουκρανία. Το σχέδιο προβλέπει να δοθούν στα κράτη-μέλη της ΕΕ δάνεια ύψους 150 δισ. ευρώ, να "χαλαρώσουν" οι περιορισμοί ώστε να ενθαρρυνθούν τα κράτη να δαπανήσουν περισσότερα για την άμυνα και να χρηματοδοτηθούν επενδύσεις από τον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό. Η πρόταση αυτή ήρθε εν μέσω του πολέμου Ρωσίας-Ουκρανίας που συνεχίζεται αλλά και της κλιμακούμενης έντασης στις σχέσεις του ευρωπαϊκού μπλοκ με τις ΗΠΑ. Στόχος του σχεδίου είναι η ανασυγκρότηση και ο εκσυγχρονισμός των ευρωπαϊκών στρατών, διασφαλίζοντας ότι θα είναι σε θέση να αποτρέψουν τυχόν μελλοντικές επιθέσεις.
Πολλοί από τους μεγαλύτερους στρατούς της Ευρώπης, συμπεριλαμβανομένων εκείνων του Ηνωμένου Βασιλείου, της Γαλλίας, της Γερμανίας και της Πολωνίας, έχουν συρρικνωθεί σημαντικά μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Οι στρατοί αυτοί αναδιοργανώθηκαν -όχι μόνο για οικονομικούς λόγους- αλλά και για να υποστηρίξουν πιο αποτελεσματικά τις ειρηνευτικές και αντιτρομοκρατικές πρωτοβουλίες και δράσεις των Ηνωμένων Εθνών και του ΝΑΤΟ, εστιάζοντας σε επιχειρήσεις ελαφρού πεζικού. Με την Ευρώπη να ανησυχεί για τη ρωσική επιθετικότητα, φαίνεται πως επανέρχονται στο προσκήνιο τα βαριά τεθωρακισμένα και το πυροβολικό, που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στον πόλεμο Ρωσίας-Ουκρανίας. Ωστόσο, έκθεση του Ινστιτούτου του Κιέλου δείχνει ότι τα ευρωπαϊκά κράτη διαθέτου πολύ λιγότερα άρματα μάχης, τεθωρακισμένα και οβιδοβόλα σε σύγκριση με το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Ενδεικτικός είναι ο ακόλουθος πίνακας:

Η μείωση των τεθωρακισμένων οχημάτων από το 1992 έως το 2022 είναι σημαντική, αλλά μικρότερη από εκείνη των αρμάτων μάχης και των οβιδοβόλων. Γαλλία και Γερμανία έχουν μειώσει τον αριθμό των αρμάτων μάχης και των οβιδοβόλων περίπου στο ένα δέκατο από τα επίπεδα του 1992. Στην ίδια κατηγορία, Ηνωμένο Βασίλειο και Πολωνία βρίσκονται στο ένα τρίτο από τα επίπεδα του 1992. Το 2022 και οι τέσσερις χώρες μαζί διέθεταν 1.936 άρματα μάχης και 834 οβιδοβόλα. Για να καταλάβουμε τα μεγέθη, σύμφωνα με την Oryxspioenkop, μέχρι στιγμής η Ρωσία έχει χάσει στον πόλεμο με την Ουκρανία 3.786 άρματα μάχης και 1.347 οβιδοβόλα και εξακολουθεί να παραμένει μάχιμη.
Επιπλέον, πολλά από τα οπλικά συστήματα που χρησιμοποιούνται σε όλη την Ανατολική Ευρώπη είναι σοβιετικής εποχής και ξεπερασμένα. Όπως φαίνεται στα πεδία μάχης στην Ουκρανία, βέβαια, ο παλαιός αυτός εξοπλισμός παραμένει χρήσιμος. Παρόλα αυτά, με επενδύσεις σε νεότερα οπλικά συστήματα, οι στρατοί αυτοί θα μπορέσουν συμμορφωθούν με τα πρότυπα του ΝΑΤΟ, και θα ανοίξουν ευρωπαϊκά κανάλια εφοδιασμού σε βάρος των ρωσικών.
Οι ευρωπαϊκοί στρατοί υστερούν επίσης έναντι των μεγαλύτερων στρατιωτικών δυνάμεων σε βασικές αναδυόμενες τεχνολογίες που θα μπορούσαν να αποδειχθούν καθοριστικές σε μελλοντικές συγκρούσεις, όπως μαχητικά αεροσκάφη, υπερηχητικά όπλα και συστήματα αεράμυνας. Λίγα ευρωπαϊκά κράτη διαθέτουν μαχητικά νέας γενιάς: το F-35 Joint Strike Fighter που το αγοράζουν από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Παρόλο που βρίσκονται σε εξέλιξη εγχώριες προσπάθειες ανάπτυξης μαχητικών αεροσκαφών, τα προγράμματα αυτά παραμένουν σε πρώιμο στάδιο, και τα αποτελέσματά τους σε επίπεδο παραγωγής δεν αναμένονται πριν από τη δεκαετία του 2030 ή του 2040. Επίσης, ορισμένα ευρωπαϊκά κράτη πραγματοποιούν έρευνες για υπερηχητικά συστήματα, αλλά και πάλι δεν αναμένεται να έχουν επιχειρησιακά έτοιμα όπλα πριν από τη δεκαετία του 2030. Παράλληλα, η Ευρώπη υστερεί στην αντιμετώπιση των σύγχρονων πυραύλων, ιδίως των υπερηχητικών, έναντι άλλων στρατιωτικών δυνάμεων.
Οι ελλείψεις βέβαια δεν αφορούν μόνο τους στρατούς: εκτείνονται ευρύτερα στην ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανία, η οποία θα τονωθεί επίσης με το σχέδιο ReArm Europe. Τα χρόνια μειωμένων αμυντικών δαπανών έχουν διαβρώσει την παραγωγική ικανότητα, αναγκάζοντας τα ευρωπαϊκά κράτη να στρέφονται όλο και περισσότερο σε προμηθευτές εκτός της "Γηραιάς Ηπείρου". Η περιορισμένη ικανότητα της Ευρώπης να αυξήσει τη στρατιωτική παραγωγή έγινε εμφανής όταν η Ευρώπη δεν μπόρεσε να καλύψει τις ανάγκες της Ουκρανίας σε πολεμοφόδια πυροβολικού, όταν οι Ηνωμένες Πολιτείες διέκοψαν την αποστολή στρατιωτικής βοήθειας. Παρόλο που ο πόλεμος ανάγκασε την ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανία να βελτιωθεί, το Ινστιτούτο του Κιέλου εκτίμησε ότι οι ρυθμοί παραγωγής για πολλά βασικά οπλικά συστήματα εξακολουθούν να υπολείπονται κατά πολύ από εκείνους της Ρωσίας. Για παράδειγμα, η Ρωσία παράγει 40 οβιδοβόλα τον μήνα, ενώ σύμφωνα με την έκθεση η Γερμανία μπορεί να παράγει 6 οβιδοβόλα το έτος. Περισσότερες αγορές οπλικών συστημάτων από τους ευρωπαϊκούς στρατούς θα ενισχύσουν την ανάπτυξη της αμυντικής βιομηχανίας και θα βελτιώσουν την παραγωγική της ικανότητα.
Εκτός από τα δάνεια της ΕΕ που θα χρηματοδοτήσουν τις αγορές νέου εξοπλισμού, οι ρυθμιστικές "χαλαρώσεις" θα δώσουν τη δυνατότητα σε κάθε κράτος ξεχωριστά να ενισχύσει τον αμυντικό του προϋπολογισμό. Μετά την προμήθεια νέων οπλικών συστημάτων, οι στρατοί θα πρέπει να προσαρμόσουν τις δομές τους για να ενσωματώσουν τον νέο εξοπλισμό, γεγονός που μπορεί να σημαίνει αύξηση του ανθρώπινου δυναμικού. Πρόσθετες δαπάνες προκύπτουν από την εκπαίδευση των στρατιωτών στα νέα οπλικά συστήματα και από τη δημιουργία εγκαταστάσεων για τη διασφάλιση της επιχειρησιακής ετοιμότητας. Για παράδειγμα, πρόσφατα η Πολωνία απέκτησε μεγάλο αριθμό αρμάτων μάχη και οβιδοβόλων από τη Νότια Κορέα, αγορά που συνοδεύτηκε από αλλαγές στη δομή των πολωνικών στρατιωτικών δυνάμεων της Πολωνίας και νέα εκπαίδευση των στρατιωτών.
Το σχέδιο ReArm Europe είναι ένα μεγάλο εγχείρημα που θα πρέπει να καλύψει πολλές από τις τρέχουσες ελλείψεις των ευρωπαϊκών στρατών. Εάν στεφθεί με επιτυχία, θα εξοπλίσει τις ευρωπαϊκές στρατιωτικές δυνάμεις με τα απαραίτητα σύγχρονα οπλικά συστήματα αιχμής. Θα ενισχύσει επίσης τα "κανάλια' εφοδιασμού μέσω μιας ανανεωμένης αμυντικής βιομηχανίας. Εντέλει, το σχέδιο ReArm Europe θα υποστηρίξει τη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη των ευρωπαϊκών στρατών, καθιστώντας τους μια πιο ισχυρή δύναμη μάχης.
Απόδοση - επιμέλεια: Μιχάλης Παπαντωνόπουλος