Της Ελευθερίας Πιπεροπούλου
Το ΜΙΝΙΟΝ υπήρξε για χρόνια σημείο αναφοράς για τους κατοίκους και τους επισκέπτες της Αθήνας, προσφέροντας μια μοναδική εμπειρία αγορών και ψυχαγωγίας. Ιδιαίτερα την περίοδο των Χριστουγέννων, μεταμορφωνόταν σε έναν παραμυθένιο κόσμο γεμάτο φώτα, μουσικές και αμέτρητα χρώματα. Πλήθος παιδιών περίμεναν με λαχτάρα να φωτογραφηθούν με τον Αϊ-Βασίλη, ενώ οι βιτρίνες του πολυκαταστήματος μάγευαν μικρούς και μεγάλους. Σε μια εποχή που τα πολυκαταστήματα ήταν σπάνια, το ΜΙΝΙΟΝ έμοιαζε με μια χριστουγεννιάτικη όαση στο κέντρο της Αθήνας, προσφέροντας μια ανεπανάληπτη εμπειρία αγορών και εορταστικής διασκέδασης.
Οι παλαιότεροι θυμούνται με νοσταλγία την ξεχωριστή ατμόσφαιρα που δημιουργούσε κάθε Δεκέμβριο το πολυκατάστημα-σύμβολο της Πατησίων. Από την ίδρυσή του το 1944 από τον Γιάννη Γεωργακά και τις ένδοξες δεκαετίες της λειτουργίας του, το ΜΙΝΙΟΝ έγινε σημείο αναφοράς για το ελληνικό εμπόριο και τις γιορτές. Πλήθη Αθηναίων –και όχι μόνο– έρχονταν να δουν τις στολισμένες βιτρίνες του, να ψωνίσουν δώρα και να απολαύσουν μια μοναδική χριστουγεννιάτικη εμπειρία.
Δυστυχώς, όμως, ήταν παραμονές Χριστουγέννων του 1980 όταν μια φωτιά θα κατέστρεφε ολοσχερώς το κτίριο, σηματοδοτώντας την αρχή του τέλους για το θρυλικό πολυκατάστημα. Παρά τις προσπάθειες να συνεχίσει τη λειτουργία του, το ΜΙΝΙΟΝ δεν κατάφερε ποτέ να ανακτήσει την παλιά του αίγλη. Επί χρόνια θα έμενε εγκαταλελειμμένο, με το κτίριο να στέκει ως ένα θλιβερό σύμβολο του κάποτε λαμπρού παρελθόντος του.
Σήμερα η ιστορία του ΜΙΝΙΟΝ παίρνει νέα τροπή. Μετά την εξαγορά του από την Dimand το 2021, οι εργασίες αποκατάστασης πλέον ολοκληρώνονται, υποσχόμενες να μετατρέψουν το ιστορικό κτίριο σε έναν σύγχρονο πολυχώρο που θα συνδυάζει το παρελθόν με το μέλλον. Σαν τον φοίνικα που αναγεννάται από τις στάχτες του, το ΜΙΝΙΟΝ υπόσχεται να γίνει ξανά ένας ζωντανός προορισμός για τους Αθηναίους.
Η γέννηση του "θρύλου"
Η ιστορία του ΜΙΝΙΟΝ ξεκινά το 1934, όταν δύο επιχειρηματίες, ο Γιάννης Γεωργακάς και ο Άγγελος Σεραφειμίδης, ενώνουν τις δυνάμεις τους σε ένα μικρό περίπτερο στα Χαυτεία, που φέρει το όνομα "ΜΙΝΙΟΝ". Ο Γιάννης Γεωργακάς, μεγαλωμένος σε μια ιδιαίτερα φτωχή οικογένεια, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα σε ηλικία μόλις 13 ετών, ελπίζοντας σε μια καλύτερη τύχη.
Στην αρχή της ζωής του στην πρωτεύουσα εργάζεται σε κάθε είδους δουλειά: στο μπακάλικο ενός θείου, ως σερβιτόρος σε εστιατόριο, σε πρατήριο τσιγάρων, ακόμα και ως τσιλιαδόρος σε παπατζή. Παρά τις αντιξοότητες, βρίσκει τον τρόπο να παρακολουθήσει μαθήματα σε νυχτερινό σχολείο για εμποροϋπαλλήλους, προετοιμάζοντας τον εαυτό του για ένα καλύτερο μέλλον.
Το 1934, επιστρέφοντας από τη στρατιωτική θητεία του, αρχίζει να δουλεύει ως πλανόδιος πωλητής προμηθεύοντας περίπτερα. Έτσι, θα "πέσει" πάνω στο "Μινιόν", ένα μικρό περίπτερο στα Χαυτεία. Πείθει τον ιδιοκτήτη του περιπτέρου, τον Άγγελο Σεραφειμίδη, που μόλις είχε έρθει από την Αμερική, να συνεργαστούν. Εφαρμόζοντας καινοτόμες τακτικές, οι δύο συνέταιροι καταφέρνουν να απογειώσουν τη μικρή τους επιχείρηση. Όπως χαρακτηριστικά έγραψε αργότερα ο Γεωργακάς στην αυτοβιογραφία του: "Πουλούσαμε πακετάκια με δέκα λάμες, αντί να πουλάμε ένα-ένα τα ξυραφάκια, σε καλές τιμές. Για τον κοσμάκη, αυτό ήταν μεγάλη οικονομία. Φθάσαμε να πουλάμε χίλια πακετάκια τη μέρα!".
Σε σύντομο διάστημα οι δύο επιχειρηματίες νοικιάζουν και δεύτερο περίπτερο, ενώ σύντομα προχωρούν στα εγκαίνια του πρώτου τους καταστήματος. Μετά τον πόλεμο ο Γιάννης Γεωργακάς επιστρέφει στη δουλειά του στο ΜΙΝΙΟΝ, ενώ ο Άγγελος Σεραφειμίδης αποφασίζει να πουλήσει το μερίδιό του στον συνεταίρο του και να επιστρέψει στην Αμερική.
Παρά την αποχώρηση του συνεργάτη του, ο Γεωργακάς δεν πτοείται. Με αφοσίωση και όραμα να δημιουργήσει κάτι μεγάλο, εντοπίζει το κτίριο στην οδό Πατησίων, το οποίο και αποκτά σταδιακά, με στόχο να το μετατρέψει σε ένα πολυκατάστημα που θα στέγαζε την επιχείρησή του.
Η εκτόξευση
Από τη δεκαετία του 1950 το ΜΙΝΙΟΝ αρχίζει να μεταμορφώνεται στο εμβληματικό πολυκατάστημα που οραματίστηκε ο Γεωργακάς. Με περισσότερα από 120.000 είδη και προσωπικό 1.000 εργαζομένων, το ΜΙΝΙΟΝ γίνεται σημείο αναφοράς για την εμπορική ζωή της πρωτεύουσας. Η κερδοφορία του ξεπερνά το 1 δισεκατομμύριο δραχμές, ενώ η υιοθέτηση καινοτόμων πρακτικών καταδεικνύει το πρωτοποριακό πνεύμα του ιδρυτή του.
Το ΜΙΝΙΟΝ πρωτοστατεί σε πολλές καινοτομίες: εισάγει τις ετήσιες εκπτώσεις, καθιερώνει σταθερές τιμές στα προϊόντα, καταργώντας την πρακτική των παζαριών, και πρωτοπορεί στη διαφήμιση μέσω ραδιοφώνου και τηλεόρασης. Επιπλέον, εγκαθιστά κυλιόμενες σκάλες και κλιματισμό, εισάγει την έννοια της λίστας γάμου και δημιουργεί εστιατόριο-καφετέρια. Παράλληλα, διοργανώνει εκδηλώσεις, προσκαλώντας κορυφαίους καλλιτέχνες της εποχής, ενισχύοντας έτσι τη μοναδική εμπειρία που προσφέρει στους επισκέπτες του.
Ο εμπρησμός που αλλάζει την ιστορία
Τα Χριστούγεννα του 1980 σημαδεύονται, όμως, από μια τραγική εξέλιξη για το ΜΙΝΙΟΝ και την αθηναϊκή κοινωνία. Ξημερώματα της 19ης Δεκεμβρίου, το εμβληματικό πολυκατάστημα καταστρέφεται ολοσχερώς από εμπρησμό, προκαλώντας σοκ και θλίψη. Το γεγονός αυτό αποτελεί την απαρχή μιας σκοτεινής περιόδου, κατά την οποία μια σειρά εμπρηστικών επιθέσεων πλήττει μεγάλα καταστήματα της εποχής, από τον Δεκέμβριο του 1980 έως τον Ιούλιο του 1981.
Την ίδια ημέρα με την καταστροφή του ΜΙΝΙΟΝ φωτιά ξεσπά και στο πολυκατάστημα "Κατράντζος - Σπορ". Η ίδια τακτική ακολουθεί στις 3 Ιουνίου 1981, όταν τα πολυκαταστήματα "Κλαουδάτος" και "Ατενέ" γίνονται στόχοι ταυτόχρονων επιθέσεων. Στις 4 Ιουλίου ο "Δραγώνας" υφίσταται την ίδια μοίρα, ενώ στις 7 Ιουλίου οι φλόγες καταστρέφουν το κατάστημα της "Αφοί Λαμπρόπουλοι" στον Πειραιά.
Την ευθύνη για τους εμπρησμούς στο ΜΙΝΙΟΝ και το "Κατράντζος" αναλαμβάνει αργότερα η "Επαναστατική Οργάνωση Οκτώβρης του ΄80". Οι ζημιές στο ΜΙΝΙΟΝ είναι ανυπολόγιστες, ξεπερνώντας τις 2 δισεκατομμύρια δραχμές, σύμφωνα με τους υπολογισμούς της εποχής, ενώ η καταστροφή σημαίνει την αρχή του τέλους για το ιστορικό πολυκατάστημα.
Ένας νέος κύκλος προκλήσεων
Οι πυρκαγιές της δεκαετίας του 1980 προκαλούν ανεπανόρθωτες ζημιές στο εμπορικό κέντρο της Αθήνας, με το ΜΙΝΙΟΝ να βιώνει το τέλος μιας ένδοξης εποχής και την αρχή μιας περιόδου γεμάτης προκλήσεις.
Παρά τις δυσκολίες, το 1983 το πολυκατάστημα επανέρχεται σε λειτουργία, χάρη σε εκτεταμένες προσπάθειες και χρηματοδότηση μέσω δανείων. Οι ζημιές αποκαθίστανται πλήρως και το κατάστημα επαναλειτουργεί, ωστόσο, λόγω των συσσωρευμένων χρεών, κρατικοποιείται.
Έπειτα από μια δύσκολη περίοδο, και ύστερα από διαγωνισμό που προκηρύσσει ο Οργανισμός Ανασυγκρότησης Επιχειρήσεων, ο Γιάννης Γεωργακάς καταφέρνει το 1991 να επαναγοράσει το ΜΙΝΙΟΝ από το κράτος, σε συνεργασία με τους επιχειρηματίες Ν. Βερνίκο και Λύσανδρο Ησαϊάδη. Όμως η εξαντλητική προσπάθεια και οι συνεχείς δυσκολίες τον οδηγούν έναν χρόνο αργότερα στην απόφαση να αποχωρήσει, πουλώντας το μερίδιό του στους συνεταίρους του. Το 1996 αποχωρεί από το σχήμα και ο κ. Βερνίκος και, έτσι, ο κ. Ησαϊάδης αποκτά το 98% των μετοχών της Μινιόν Α.Ε.
Παρά τις ανακατατάξεις, το ΜΙΝΙΟΝ παραμένει όλη αυτή την περίοδο στάσιμο, παρακολουθώντας από απόσταση τις εξελίξεις στο λιανεμπόριο. Η δεκαετία του 1990 φέρνει το μοντέλο των shop-in-shop καταστημάτων, ενώ η εμφάνιση του φαινομένου fast fashion με το άνοιγμα του πρώτου Zara στην Αθήνα αναδεικνύει νέες τάσεις, που αφήνουν το ιστορικό πολυκατάστημα πίσω. Το 1997 η φθορά του άλλοτε λαμπερού ΜΙΝΙΟΝ επισφραγίζεται από ένα σκάνδαλο, όταν αποκαλύπτεται ότι στο εσωτερικό του καταστήματος δρα κύκλωμα εκβιασμών.
Το τέλος μιας εποχής
Το 1998, παρά τις προσπάθειες να ανακάμψει και αδυνατώντας να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα της αγοράς, το ΜΙΝΙΟΝ κατεβάζει οριστικά ρολά. Το ακίνητο περιέρχεται στα χέρια της Elmec Sports της οικογένειας Φάις. Με την πώληση της Elmec στον όμιλο Folli Follie, το ΜΙΝΙΟΝ περνά στη Folli Follie Holdings S.A.
Ωστόσο, παρά τις ελπίδες για αναγέννηση, το ιστορικό πολυκατάστημα δεν ανοίγει ποτέ ξανά. Η οικονομική κρίση και το σκάνδαλο της Folli Follie φέρνουν νέες προκλήσεις και αβεβαιότητα.
Αρχικά καταγράφονται προσπάθειες να νοικιαστεί το κτίριο στο υπουργείο Περιβάλλοντος, αλλά η πρωτοβουλία αποτυγχάνει. Το 2012 ξεκινά μια προσπάθεια μετατροπής του κτιρίου σε κατάστημα, η οποία όμως σταματά το 2018, όταν αποκαλύπτεται το σκάνδαλο των πλασματικών οικονομικών στοιχείων της Folli Follie. Το άλλοτε εμβληματικό κτίριο μένει παραμελημένο για δύο δεκαετίες, έχοντας μετατραπεί σε ένα άδειο και θλιβερό κουφάρι.
Το 2016, σε μια προσπάθεια αισθητικής –έστω– αναβάθμισης, το εξωτερικό του κτιρίου καλύπτεται με ένα έργο τέχνης του καταξιωμένου Έλληνα εικαστικού Γιάννη Κόττη. Αν και συμβολική, η παρέμβαση αυτή δεν καταφέρνει να αναβιώσει το πνεύμα των ένδοξων ημερών του ΜΙΝΙΟΝ.
Το 2021 το ακίνητο βγαίνει σε διαγωνισμό, τον οποίο κερδίζει η εταιρεία ανάπτυξης ακινήτων Dimand, με προσφορά που ξεπερνά τα 25 εκατομμύρια ευρώ. Η Dimand ξεκινά εργασίες ανακατασκευής, αναπτερώνοντας τις ελπίδες για την αποκατάσταση του ιστορικού αυτού κτιρίου, το οποίο φιλοδοξεί να ανακτήσει τη χαμένη του αίγλη, προσαρμοσμένο στις απαιτήσεις της σύγχρονης εποχής.
Η νέα εποχή
Σήμερα οι ελπίδες αυτές αρχίζουν να παίρνουν σάρκα και οστά. Το έργο αποκατάστασης πλησιάζει στην ολοκλήρωσή του, σηματοδοτώντας την έναρξη μιας νέας εποχής για το ιστορικό ΜΙΝΙΟΝ. Σύμφωνα με πρόσφατες δηλώσεις του προέδρου και διευθύνοντα σύμβουλου της Dimand, Δημήτρη Ανδριόπουλου, το έργο αποκατάστασης του κτιρίου βρίσκεται στο τελικό του στάδιο. Ήδη η ΔΕΗ έχει εγκατασταθεί στα νέα γραφεία της, ενώ οι υπόλοιποι χρήστες ολοκληρώνουν τις εσωτερικές τους εργασίες. Εκτιμάται ότι έως τα τέλη Φεβρουαρίου με αρχές Μαρτίου 2025 το Zara και τα γραφεία της Inditex θα είναι σε πλήρη λειτουργία, με τα 3/4 του ακινήτου να είναι πλήρως λειτουργικά.
Πιο συγκεκριμένα, η ολοκλήρωση του έργου για τα κτίρια ΒΓΔΕ, τα οποία θα στεγάσουν μικτές χρήσεις, αναμένεται εντός του πρώτου τριμήνου του 2025. Το κτίριο Α, που θα φιλοξενήσει οικιστικές μονάδες, θα ολοκληρωθεί σε δεύτερη φάση, προσφέροντας νέα προοπτική στην περιοχή.
Η Dimand προχωρά στον σχεδιασμό ενός σύγχρονου, βιοκλιματικού συγκροτήματος μικτών χρήσεων με πιστοποίηση LEED Gold. Το ακίνητο, συνολικής επιφανείας 18.565 τ.μ., εκτείνεται στις οδούς Πατησίων, Σατωβριάνδου, Δώρου και Βερανζέρου.
Καταστήματα, γραφεία και διαμερίσματα
Το νέο ΜΙΝΙΟΝ πρόκειται να αναβιώσει ως ένα πολυλειτουργικό κτίριο, φιλοξενώντας εμπορικά καταστήματα, γραφεία και κατοικίες, δίνοντας νέα πνοή στο κέντρο της Αθήνας και αναδεικνύοντας το ΜΙΝΙΟΝ ως πρότυπο αστικής ανανέωσης.
Στο κτίριο ΒΓΔΕ πρόκειται να φιλοξενούνται γραφεία και εμπορικά καταστήματα. Συγκεκριμένα, από το -1 έως και τον 2ο όροφο θα λειτουργεί κατάστημα Zara, ενώ από τον 3ο έως τον 4ο όροφο θα στεγαστούν τα γραφεία του ομίλου Inditex. Ταυτόχρονα, από τον 5ο έως τον 7ο όροφο φιλοξενούνται ήδη τα γραφεία του ομίλου ΔΕΗ.
Παράλληλα, το κτίριο Α, σε μια προσπάθεια επαναφοράς των μόνιμων κατοίκων στο κέντρο της πόλης, θα φιλοξενήσει περίπου 40 σύγχρονα διαμερίσματα, επιφάνειας 50-125 τ.μ., ενώ το ισόγειο του κτιρίου προορίζεται για εμπορικές χρήσεις.
Σύμφωνα με την Dimand, η συνολική ακαθάριστη αξία ανάπτυξης (GDV) του έργου κατά την ολοκλήρωσή του εκτιμάται ότι θα ανέλθει σε περίπου 70 εκατομμύρια ευρώ. Στόχος της επένδυσης αυτής, σύμφωνα με την εταιρεία, είναι να αναγεννηθεί ένα τοπόσημο το οποίο είναι βαθιά χαραγμένο στη μνήμη των Αθηναίων. Το νέο ΜΙΝΙΟΝ θα δώσει ξανά πνοή στο κέντρο της Αθήνας, ενώ παράλληλα αποτελεί μέρος των αναπλάσεων που υλοποιεί η Dimand πέριξ της πλατείας Ομονοίας.
Πέρυσι, εν όψει της εορταστικής περιόδου των Χριστουγέννων, το ιστορικό κτίριο είχε φωταγωγηθεί με τρία χρώματα: πορτοκαλί, που ήταν το σήμα κατατεθέν του Μινιόν, πράσινο της ελιάς και λευκό, προσφέροντας στους περαστικούς μια αίσθηση αισιοδοξίας αλλά και νοσταλγίας.
Ωστόσο, ενώ το ΜΙΝΙΟΝ ανοίγει ξανά τις πόρτες του, ο δημιουργός του, Γιάννης Γεωργακάς, δεν θα είναι εκεί για να δει την αναγέννηση του "παιδιού" του. Οραματιστής και πρωτοπόρος στο ελληνικό επιχειρείν, απεβίωσε το 2002 σε ηλικία 90 ετών, αφήνοντας μια μοναδική κληρονομιά που παραμένει ζωντανή στη συλλογική μνήμη.
Το μέλλον του ΜΙΝΙΟΝ διαγράφεται με αισιοδοξία, καθώς η ανακατασκευή του εγκαινιάζει μια νέα εποχή για το εμβληματικό κτίριο. Η μεταμόρφωσή του σε έναν σύγχρονο, πολυλειτουργικό χώρο υπόσχεται να αναζωογονήσει την περιοχή, δημιουργώντας νέες ευκαιρίες για τις επιχειρήσεις και τους κατοίκους της πόλης.