Του Chris Gunster
Η αγορά φέτος εστίασε στις κινήσεις της κεντρικής Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ και τις πιθανές μειώσεις των επιτοκίων της ως απάντηση στις πληθωριστικές πιέσεις. Η Fed είναι η σημαντικότερη κεντρική τράπεζα αφού δεν επηρεάζει μόνο την οικονομία των ΗΠΑ αλλά και την παγκόσμια. Ωστόσο, οι επενδυτές θα πρέπει να δίνουν σημασία στις νομισματικές πολιτικές που ακολουθούν και άλλες μεγάλες κεντρικές τράπεζες ανά τον κόσμο και στον πιθανό αντίκτυπό τους στις αγορές.
Η πρόσφατη ιστορία των επιτοκίων δείχνει ότι οι μεγάλες κεντρικές τράπεζες έχουν την τάση να ενεργούν συντονισμένα. Οι αντιδράσεις στη μεγάλη χρηματοπιστωτική κρίση του 2007-2008 και στην κρίση της πανδημίας αποτελούν εξαιρετικά παραδείγματα συντονισμένων κινήσεων για να αντιμετωπιστούν παγκόσμιες οικονομικές απειλές. Για παράδειγμα, όταν ξέσπασε η πανδημία του covid στις αρχές του 2020, οι παγκόσμιες κεντρικές τράπεζες μείωσαν τα επιτόκια σε μηδενικά επίπεδα μόλις αντιλήφθηκαν το εύρος της κρίσης.
Το 2022, οι περισσότερες από τις σημαντικότερες κεντρικές τράπεζες προχώρησαν σε σύσφιξη της νομισματικής τους πολιτικής για να τιθασεύσουν τον υψηλό πληθωρισμό που δημιουργήθηκε εν μέσω της πανδημίας.
Η Iστορία έχει δείξει ότι η συντονισμένη δράση είναι πολύ πιο αποτελεσματική από τις μεμονωμένες πρωτοβουλίες. Ο συντονισμός είναι ευπρόσδεκτος όταν υπάρχει ξεκάθαρη απειλή για τις παγκόσμιες οικονομίες. Στην αντίθετη περίπτωση, οι νομισματικές πολιτικές των κεντρικών τραπεζών έχουν πιο ανεξάρτητο χαρακτήρα, προσπαθώντας να ανταποκριθούν στις εγχώριες οικονομικές συνθήκες.
Η ανεξαρτησία των ασιατικών κεντρικών τραπεζών
Αυτή η ανεξαρτησία είναι πιο έντονη στην Ιαπωνία και την Κίνα: η Τράπεζα της Ιαπωνίας και η Λαϊκή Τράπεζα της Κίνας δεν έχουν υιοθετήσει τις περιοριστικές πολιτικές των άλλων μεγάλων κεντρικών τραπεζών.
Το σημαντικότερο ζήτημα που έχει να αντιμετωπίσει η κεντρική τράπεζα της Κίνας είναι η μείωση του ΑΕΠ που οφείλεται στην κατάρρευση της αγοράς ακινήτων, στις επιπτώσεις των lockdowns επί πανδημίας και την κλιμάκωση της έντασης στις εμπορικές σχέσεις με τις ΗΠΑ. Ως εκ τούτου, η Λαϊκή Τράπεζα της Κίνας ανησυχεί λιγότερο για την αύξηση του πληθωρισμού (τα πιο πρόσφατα στοιχεία για τον δείκτη τιμών καταναλωτή έδειξαν μια μικρή αύξηση 0,3% σε ετήσια βάση) και περισσότερο για την τόνωση της εγχώριας ανάπτυξης. Η συνθήκη αυτή θέτει την κεντρική τράπεζα της Κίνας σε κατάσταση χαλάρωσης, διατηρώντας τα επιτόκια σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα και εφαρμόζοντας διευκολυντικές πολιτικές.
Η Τράπεζα της Ιαπωνίας είναι το πιο ενδιαφέρον παράδειγμα λόγω της επιθετικής νομισματικής πολιτικής της. Επί δεκαετίες έχει χαμηλό πληθωρισμό, ο οποίος πολύ πρόσφατα άρχισε να επιταχύνει. Διατήρησε επίσης τα επιτόκια κοντά σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα και εφάρμοσε τον έλεγχο της καμπύλης αποδόσεων, ο οποίος περιορίζει το επιτόκιο του 10ετούς ομολόγου της σε προκαθορισμένα επίπεδα. Τους τελευταίους μήνες, ωστόσο, η κεντρική τράπεζα της Ιαπωνίας αύξησε τα επιτόκια της και έχει χαλαρώσει τις οδηγίες της για την καμπύλη αποδόσεων. Ως αποτέλεσμα, βλέπουμε το 10ετές ομόλογο της Ιαπωνίας να σκαρφαλώνει πάνω από το 1%, επίδοση που είχε να εμφανιστεί από το 2011.
Γιατί αυτό έχει σημασία για τους Αμερικανούς επενδυτές;
Νομίζω ότι υπάρχουν 2 τρισεκατομμύρια λόγοι για να ενδιαφέρονται οι επενδυτές για τις κινήσεις αυτών των τραπεζών. Αυτό είναι το ποσό του κρατικού χρέους των ΗΠΑ που κατέχουν μαζί η Κινα και η Ιαπωνία: 1,19 τρισ. δολάρια η Ιαπωνία και 767 δισ. δολάρια για την Κίνα. Ποσό μειωμένο από τα 2,5 τρισ. δολάρια που κατείχαν το 2014 και το 2015.
Σύμφωνα με το Υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ, οι δύο αυτές χώρες είναι οι μεγαλύτεροι κάτοχοι χρέους του αμερικανικού Δημοσίου εκτός ΗΠΑ, και ακολουθούν το Ηνωμένο Βασίλειο με 728 δισ. δολάρια και το Λουξεμβούργο με 399 δισ. δολάρια. Λαμβάνοντας υπόψη ότι στις 30 Απριλίου υπήρχαν 27 τρισ. δολάρια σε ανεξόφλητο χρέος του αμερικανικού Δημοσίου, αυτό σημαίνει ότι οι συνδυασμένες συμμετοχές της Ιαπωνίας και της Κίνας αντιπροσωπεύουν το 7,25% του συνόλου. Η ανησυχία είναι ότι οι αλλαγές στις πολιτικές των κεντρικών τους τραπεζών θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε σημαντικές πωλήσεις αμερικανικών κρατικών ομολόγων, γεγονός που θα μπορούσε να οδηγήσει σε αύξηση των επιτοκίων στις ΗΠΑ.
Η Κίνα πουλά αμερικανικά κρατικά ομόλογα εδώ και χρόνια. Το 2013, κατείχε περισσότερα από 1,3 τρισ. δολάρια σε κρατικά ομόλογα ΗΠΑ και από το 2017 μειώνει σταθερά αυτό το ποσό. Σύμφωνα με το Bloomberg, το α' τρίμηνο του 2024 η Κίνα πούλησε το ποσό-ρεκόρ των 53,3 δισ. δολαρίων σε αμερικανικά κρατικά ομόλογα και ομόλογα οργανισμών.
Υπάρχουν λόγοι για τους οποίους η Κίνα θα ήθελε να πουλήσει τα χαρτοφυλάκιά της: δημιουργεί κεφάλαια για να συνεχίσει να τονώνει την οικονομία της - διαφοροποιεί τα χαρτοφυλάκιά της, κάτι που μπορεί να είναι επωφελές δεδομένης της αυξανόμενης έντασης μεταξύ Κίνας και ΗΠΑ - και δίνει στήριξη στο νόμισμά της, πουλώντας δολάρια και αγοράζοντας γουάν. Η Κίνα πιθανότατα θα συνεχίσει να πουλά τα κρατικά της περιουσιακά στοιχεία στο άμεσο μέλλον, γεγονός που θα συνεχίσει να σπρώχνει ανοδικά τις επιδόσεις των κρατικών ομολόγων.
Σε αντίθεση με την Κίνα, η Ιαπωνία έχει προσθέσει πρόσφατα στα κρατικά της χαρτοφυλάκια ομόλογα αξίας 123 δισ. δολάρια από τον Οκτώβριο του 2022. Βασικός παράγοντας αυτής της κίνησης είναι η διαφορά των επιτοκίων μεταξύ Ιαπωνίας και ΗΠΑ, που έχει ανοίξει εντυπωσιακά από το 2022 όταν η Fed άρχισε να αυξάνει τα επιτόκιά της. Η διαφορά των επιτοκίων τους ξεπερνούσε το 5% στα τέλη Απριλίου και είναι στο 3,8% στα 10ετή κρατικά ομόλογα.
Οι Ιάπωνες επενδυτές που αναζητούν αποδόσεις σε μη αντισταθμισμένη ή αντισταθμισμένη συναλλαγματική βάση βρίσκουν αξία στα υψηλότερα επιτόκια των ΗΠΑ, και συγκεκριμένα στα αμερικανικά ομόλογα. Ωστόσο, εάν μέσω μιας αύξησης των επιτοκίων, η BOJ μειώσει την "ψαλίδα" των αποδόσεων, τότε οι ροές προς τις ΗΠΑ θα μπορούσαν να αντιστραφούν, γεγονός που μεταφράζεται σε πώληση ομολόγων του αμερικανικού Δημοσίου. Πιθανόν η Τράπεζα της Ιαπωνίας να μειώσει την υπερβολικά διευκολυντική νομισματική της πολιτική τους επόμενους μήνες, καθώς οι αγορές έχουν αρχίσει να τιμολογούν αυτή την αλλαγή πολιτικής.
Η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ είναι αναμφίβολα η μεγαλύτερη -και με τη μεγαλύτερη επιρροή- κεντρική τράπεζα στον κόσμο. Ωστόσο, οι επενδυτές στις ΗΠΑ πρέπει να έχουν στραμμένη την προσοχή τους και σε άλλες κεντρικές τράπεζες, καθώς οι νομισματικές πολιτικές τους μπορούν να επηρεάσουν τις εγχώριες αγορές.
Επιμέλεια - απόδοση: Μιχάλης Παπαντωνόπουλος