Του Giacomo Tognini
Από την ίδρυσή της το 1946, η Mediobanca βρίσκεται στην καρδιά της ιταλικής οικονομίας. Την τελευταία δεκαετία, έχει συνεργαστεί τουλάχιστον με 10 Ιταλούς δισεκατομμυριούχους που συνδέονται με εταιρείες όπως η Ferrari και η Moncler – και πλέον υπερηφανεύεται για την επιτυχημένη πορεία της στη διαχείριση πλούτου.
Την τελευταία δεκαετία, η επενδυτική τράπεζα Mediobanca με έδρα το Μιλάνο έχει συμβάλει στο να εισαχθούν στο χρηματιστήριο μερικές από τις πιο εμβληματικές ιταλικές εταιρείες: από την κατασκευάστρια εταιρεία σπορ αυτοκινήτων Ferrari μέχρι τις πολυτελείς μάρκες μόδας Brunello Cucinelli, Ferragamo και Moncler. Πέρυσι, ενήργησε ως σύμβουλος και για τις δύο ιταλικές εταιρείες που πραγματοποίησαν δημόσιες εγγραφές αξίας άνω του 1 δισ. δολαρίων στο Χρηματιστήριο του Μιλάνου: την Technoprobe και την Industrie De Nora – αυτές οι IPO ανέδειξαν δύο νέους δισεκατομμυριούχους. Επιπλέον βοήθησε τη ζάμπλουτη οικογένεια Benetton και την Blackstone να κλείσουν την εξαγορά και τη διαγραφή από το Χρηματιστήριο της εταιρείας υποδομών Atlantia, ύψους 56 δισ. δολαρίων (συμπεριλαμβανομένου του χρέους) τον Νοέμβριο, στη μεγαλύτερη συναλλαγή της χρονιάς για ιδιωτική εταιρεία – μεγαλύτερη και από την εξαγορά του Twitter από τον Elon Musk, ύψους 44 δισ. δολαρίων.
Το Forbes εκτιμά ότι η Mediobanca έχει συνεργαστεί τουλάχιστον με 10 Ιταλούς δισεκατομμυριούχους την τελευταία δεκαετία, είτε για τις δημόσιες εγγραφές των εταιρειών τους είτε σε συγχωνεύσεις και εξαγορές.
Ορισμένες από αυτές τις συμφωνίες ώθησαν τα κέρδη της τράπεζας για το β’ εξάμηνο του 2022 στο ρεκόρ των 595 εκατ. δολαρίων σε τζίρο 1,8 δισ. δολαρίων, μια αύξηση 6% και 14% αντίστοιχα σε σύγκριση με το β’ εξάμηνο του 2021. Το 1/4 των εσόδων προήλθε από το τμήμα διαχείρισης πλούτου της τράπεζας, το οποίο έφερε 3,9 δισ. δολάρια σε νέα κεφάλαια πελατών – ένας τομέας που έχει αναπτυχθεί χάρη στις σχέσεις της Mediobanca με επιχειρηματίες που εισάγουν τις εταιρείες τους στο χρηματιστήριο ή τις πωλούν σε ιδιώτες επενδυτές.
Με την κεφαλαιοποίησή της να ανέρχεται στα 9 δισ. δολάρια, η Mediobanca, που ιδρύθηκε το 1946, φαίνεται μικρή μπροστά στα αμερικανικά μεγαθήρια όπως η JPMorgan Chase (με κεφαλαιοποίηση 415 δισ. δολάρια) και η Goldman Sachs (με κεφαλαιοποίηση 117 δισ. δολαρίων.) Όσον αφορά, όμως, την επικερδή αγορά των δημόσιων εγγραφών, συγχωνεύσεων και εξαγορών, η τράπεζα με έδρα το Μιλάνο έχει σημειώσει επιτυχίες μεγαλύτερες των οικονομικών μεγεθών της. Τον Ιανουάριο του 2021 ήταν μεταξύ των συμβούλων της γαλλικής αυτοκινητοβιομηχανίας PSA Group, της γνωστής μας Peugeot, για τη συγχώνευσή της με τη Fiat Chrysler, ύψους 52 δισ. δολαρίων, προκειμένου να δημιουργηθεί ένας νέος όμιλος με την ονομασία Stellantis. Τον περασμένο Σεπτέμβριο, η Mediobanca ήταν ο αποκλειστικός σύμβουλος της Porsche για την ΑΜΚ της στο Χρηματιστήριο της Φρανκφούρτης, ύψους 77 δισ. δολαρίων, τη μεγαλύτερη δημόσια προσφορά στην Ιστορία των ευρωπαϊκή χρηματαγοράς.
"Η Mediobanca αποτελεί ένα μοναδικό μοντέλο στην ιδιωτική επενδυτική τραπεζική", δήλωσε ο CEO Alberto Nagel, στην ανακοίνωση των εταιρικών αποτελεσμάτων στις 9 Φεβρουαρίου. "Συνεχίζουμε με τις δημόσιες εγγραφές, εξαγορές και συγχωνεύσεις και αυξάνουμε τα νέα κεφάλαια πελατών".
Ορισμένοι από τους πλουσιότερους Ιταλούς είναι μέτοχοι της Mediobanca. Η Delfin, η εταιρεία χαρτοφυλακίου του αείμνηστου μεγιστάνα των γυαλιών οράσεως Leonardo Del Vecchio (απεβίωσε τον Ιούλιο του 2022), κατέχει μερίδιο 19,8% στην τράπεζα, ενώ ο "δισεκατομμυριούχος του τσιμέντου και των εκδόσεων" Francesco Gaetano Caltagirone έχει ποσοστό 5,6%. Ο πρώην πρωθυπουργός της Ιταλίας Silvio Berlusconi –επίσης δισεκατομμυριούχος– συμμετείχε με 2% στην τράπεζα έως τον Μάιο του 2021 όταν και πούλησε το ποσοστό του. (Ο Berlusconi παραμένει στη Mediobanca μέσω του 30,1% που κατέχει στην ιταλική τράπεζα Mediolanum, η οποία με τη σειρά της έχει μερίδιο 3,4% στη Mediobanca – η οικογένεια Doris κατέχει το 40,4% της Mediolanum).
Την περίοδο 2019-2022, ο Del Vecchio και ο Caltagirone αγόρασαν σταδιακά μεγαλύτερα μερίδια στη Mediobanca επικρίνοντας το γεγονός ότι τα κέρδη της τράπεζας βασιζόταν στο 13% που κατείχε στην Generali – τη μεγαλύτερη ασφαλιστική εταιρεία της Ιταλίας, όπου η Mediobanca, η Delfin και ο Caltagirone έχουν τα πλειοψηφικά πακέτα. Πέρυσι οι δύο μεγιστάνες οργάνωσαν μια εκστρατεία μετόχων κατά της πρότασης της Mediobanca να διορίσει εκ νέου τον διευθύνοντα σύμβουλο της Generali. Το σχέδιο απέτυχε, όταν οι μέτοχοι της Generali ψήφισαν κατά 55,9% υπέρ του απερχόμενου ΔΣ τον περασμένο Απρίλιο, ενώ το 41,7% υποστήριξε την πρόταση της συμμαχίας υπό την ηγεσία του Caltagirone.
Ο Francesco Milleri, ο νέος πρόεδρος της Delfin μετά το θάνατο του Del Vecchio, φάνηκε να βάζει τέλος σε αυτήν τη διαμάχη τον Φεβρουάριο. "Η Delfin παραμένει μακροπρόθεσμος επενδυτής στη Mediobanca", δήλωσε σε συνέντευξή του στις 24 Φεβρουαρίου στην εφημερίδα Corriere della Sera. "Οι επενδύσεις μας στη Mediobanca και στην Generali πήγαν εξαιρετικά, αύξησαν την αξία τους και πρόσφεραν γενναιόδωρα μερίσματα". Εκπρόσωπος της Mediobanca δήλωσε στο Forbes ότι ούτε ο Caltagirone ούτε η Delfin έχουν αγοράσει περισσότερες μετοχές ή έχουν δημοσιεύσει δηλώσεις σχετικά με τη Mediobanca και την Generali μετά τη συνεδρίαση του ΔΣ της ασφαλιστικής εταιρείας τον Απρίλιο του 2022.
Παρόλα αυτά, η επιρροή τους είναι περιορισμένη. Πάνω από τα 2/3 των μετόχων της Mediobanca είναι ιδιώτες και θεσμικοί επενδυτές: το 16% προέρχεται από τις ΗΠΑ, όπου η τράπεζα πραγματοποίησε roadshow στα τέλη Φεβρουαρίου. Το 2021, ξεκίνησε μια πρωτοβουλία από κοινού επένδυσης με τη μονάδα διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων της BlackRock, η οποία πρόσφερε πρόσβαση σε επενδύσεις σε ιδιωτικές εταιρείες στους πελάτες της Mediobanca με πολύ υψηλό καθαρό ενεργητικό –αυτό συνήθως ορίζεται άνω των 30 εκατ. δολαρίων.
Οι κινήσεις αυτές απέχουν πολύ από τα πρώτα βήματα της Mediobanca. Η τράπεζα ιδρύθηκε το 1946, την ίδια χρονιά που η Ιταλία έγινε δημοκρατία και έμπαινε σε φάση ανάκαμψης από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι ιδρυτές της, Enrico Cuccia και Raffaele Mattioli, είχαν εργαστεί και οι δύο στην κρατική Banca Commerciale Italiana, μονάδα της ιταλικής δημόσιας εταιρείας χαρτοφυλακίου που ιδρύθηκε το 1933 για να βοηθήσει τις επιχειρήσεις της χώρας να ανακάμψουν από τη Μεγάλη Ύφεση. Στόχος της Mediobanca ήταν να βοηθήσει στην επανεκκίνηση της ιταλικής οικονομίας και να παρέχει χρηματοδότηση στις μεγάλες εταιρείες της χώρας, που αντιμετώπιζαν οικονομικά προβλήματα μετά από χρόνια πολέμου.
"Μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο έπρεπε να τονωθεί η μεταπολεμική ανασυγκρότηση και να δομηθεί ένα ιταλικό βιομηχανικό περιβάλλον που θα συνδεόταν με τη χρηματοπιστωτική αγορά", τόνισε ο Nagel μιλώντας στο Forbes. "Οι ιδρυτές της Mediobanca οραματίστηκαν έναν οργανισμό που θα λειτουργούσε ως μια σύγχρονη εταιρική και επενδυτική τράπεζα· εν ολίγοις, θα έδειχνε κατανόηση στις ανάγκες της ιταλικής βιομηχανίας, θα χρηματοδοτούσε την ανάπτυξή της με δάνεια, θα καθοδηγούσε τις επιχειρήσεις στην άντληση κεφαλαίων από την αγορά και θα τις συμβούλευε σε περιπτώσεις συγχωνεύσεων και εξαγορών".
Η Mediobanca εισήχθη στο χρηματιστήριο το 1956 και τέσσερα χρόνια μετά ξεκίνησε ένα πρόγραμμα δανεισμού με την ονομασία Compass. Ήταν η πρώτη τράπεζα που προσέφερε καταναλωτιά δάνεια στους Ιταλούς. Διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στη μεταπολεμική οικονομική ανάκαμψη της Ιταλίας και στη χρυσή εποχή της ανάπτυξης: το 1970, η Cuccia και η Mediobanca συμμετείχαν στη χρηματοδότηση της συγχώνευσης του ιταλικού κολοσσού ελαστικών Pirelli με την ιρλανδική Dunlop και το 1972 στη διάσωση της αυτοκινητοβιομηχανίας Fiat. Η ικανότητα της Mediobanca να προσφέρει χρηματοδότηση με ευνοϊκά επιτόκια, καθώς και οι συμμετοχές της σε ορισμένους από τους μεγαλύτερους βιομηχανικούς ομίλους της Ιταλίας, ενίσχυσαν την επιδραστικότητα της τράπεζας στην ιταλική οικονομία για δεκαετίες.
Αυτό άρχισε να αλλάζει όταν ο Cuccia παραιτήθηκε από τη θέση του CEO (το 1982), ενώ το 1988 η Mediobanca –που έως τότε το πλειοψηφικό της πακέτο ανήκε στο ιταλικό κράτος– ιδιωτικοποιήθηκε, με βάση μια συμφωνία που μείωνε το συνολικό ποσοστό τριών κρατικών τράπεζών της Ιταλίας στο 25%. Στη δεκαετία του 1990, η Mediobanca συνέβαλε στην ιδιωτικοποίηση μερικών από τις μεγαλύτερες κρατικές εταιρείες της Ιταλίας, όπως η εταιρεία τηλεπικοινωνιών Telecom Italia και η Enel που δραστηριοποιείται στη διανομή ενέργειας.
Ένα άλλο ορόσημο ήταν το 2003, τρία χρόνια μετά τον θάνατο του Cuccia, όταν ο Nagel ανέλαβε καθήκοντα CEO. "Μια από τις ιδέες του Nagel ήταν να μετασχηματιστεί η Mediobanca σε ένα εξειδικευμένο χρηματοπιστωτικό ίδρυμα, όπου τα τρία τμήματα –επιχειρηματική και επενδυτική τραπεζική, διαχείριση πλούτου και δανειοδότηση ιδιωτών– θα βρίσκονται σε διαρκή συνεργασία", παρατήρησε εκπρόσωπος της Mediobanca μιλώντας στο Forbes.
Η Mediobanca επεκτάθηκε το 2004, ανοίγοντας γραφεία στο Παρίσι και αργότερα στη Μόσχα, στη Φρανκφούρτη, στη Μαδρίτη, στη Νέα Υόρκη και στο Λονδίνο. Το 2008, η τράπεζα μπήκε στην ψηφιακή λιανική τραπεζική δημιουργώντας την CheBanca και το 2016 δημιούργησε μια μονάδα ιδιωτικής τραπεζικής για τη διαχείριση του πλούτου των πλουσιότερων οικογενειών και επιχειρηματιών της Ιταλίας.
Παρόλα αυτά, η ιταλική αγορά έχει "ταβάνι" για τη Mediobanca, αφού ο αριθμός των δημόσιων εγγραφών μειώθηκε κατά 35% το 2022 σε σύγκριση με το 2021, σε 32 από 49 που ήταν και ιστορικό ρεκόρ. Η τράπεζα αναμένει ότι οι συμφωνίες μεγάλων συγχωνεύσεων και εξαγορών θα κατεβάσουν ταχύτητα για το υπόλοιπο του έτους και θεωρεί σημαντικό αφενός να διατηρήσει στο πελατολόγιό της εμβληματικές εταιρείες όπως η Porsche και αφετέρου να συνεχίσει να επεκτείνεται στο εξωτερικό.
Πέρυσι, υπήρξαν αναφορές ότι η Lamborghini και η Prada εξέταζαν το ενδεχόμενο να εισαχθούν σε ευρωπαϊκά χρηματιστήρια (η Prada είναι εισηγμένη στο Χονγκ Κονγκ.) Έχοντας στο ιστορικό της συνεργασίες με εταιρείες σπορ αυτοκινήτων και υψηλής μόδας, η Mediobanca θα μπορούσε να δώσει μάχη με τους Ευρωπαίους και Αμερικανούς ανταγωνιστές της για να πάρει μερίδιο από αυτές τις συμφωνίες – εφόσον προχωρήσουν.