Του Mike O'Sullivan
Λίγοι είναι οι νικητές των γαλλικών βουλευτικών εκλογών. Το θετικότερο είναι πως δεν θα υπάρξει κυβέρνηση υπό την ηγεσία της Εθνικής Συσπείρωσης (της Μαρίν Λε Πεν) κατά τη διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων. Ο κίνδυνος είναι μια παρατεταμένη πολιτική αβεβαιότητα με τις ανάλογες τριβές, ή, στο πλαίσιο μιας κυβερνητικής μετατόπισης προς την άκρα αριστερά (όπου στα "ένστικτά" της εντοπίζεται η υποστήριξη της Χαμάς αλλά και των φορολογικών συντελεστών έως και 90%), η αντιπαράθεση με τις αγορές ομολόγων.
Η ακροδεξιά Εθνική Συσπείρωση (RN) δεν πέτυχε τον εκλογικό θρίαμβο που ανέμενε η ίδια. Σε αυτό συνετέλεσαν διάφοροι παράγοντες. Τις τελευταίες δύο εβδομάδες, τηλεοπτικές και ραδιοφωνικές συνεντεύξεις αποκάλυψαν την έλλειψη ουσιαστικών πολιτικών γνώσεων του Ζορντάν Μπαρντελά, για να μην αναφερθούμε στις ασυναρτησίες πολλών συναδέλφων του στο RN.
Ο β' γύρος των βουλευτικών εκλογών φρέναρε την προέλαση του RN (που τώρα φωνάζει ότι "το κλέψανε στην κάλπη"). Το RN απέσπασε το 37% των ψήφων, αλλά θα έχει λιγότερες έδρες από το αριστερό Νέο Λαϊκό Μέτωπο, που πήρε το 27% των ψήφων, χάρη στο εκλογικό σύστημα. Ωστόσο, το εκλογικό αποτέλεσμα θα πρέπει να σημάνει προειδοποιητικό καμπανάκι ενόψει των προεδρικών εκλογών του 2027.
Υπάρχουν διάφορες πτυχές που προκύπτουν. Κατ' αρχάς, μπορεί ο Μακρόν να απέτρεψε με τις συμμαχίες του την κοινοβουλευτική πλειοψηφία του RN, ωστόσο το ανέδειξε σε κυρίαρχη τάση της γαλλικής πολιτικής, ακρωτηρίασε το δικό του κόμμα και "ανέστησε" την άκρα αριστερά. Παραμένει λαβωμένος, αφού η πλειοψηφία του γαλλικού λαού τον αποδοκίμασε, οι μέχρι πρότινος πολιτικοί του σύμμαχοι (από τον Εντουάρ Φιλίπ μέχρι τον Γκαμπριέλ Ατάλ) παίρνουν αποστάσεις, ενώ η πολιτική εξουσία θα περάσει πλέον στο κοινοβούλιο.
Η προσοχή στρέφεται τώρα στον σχηματισμό κυβέρνησης. Το γαλλικό Σύνταγμα δεν προσφέρει σαφή οδικό χάρτη - προωθεί τη λογική πλειοψηφικών κυβερνητικών συνασπισμών. Τα βασικά σενάρια είναι τρία:
- Μια κυβέρνηση τεχνοκρατών, που θα απαρτίζεται από εμπειρογνώμονες και καταξιωμένες προσωπικότητες του δημόσιου βίου. Προς το παρόν αυτό το σενάριο συγκεντρώνει λίγες πιθανότητες, τουλάχιστον μέχρι να εξαντληθούν οι άλλες δυνατότητες.
- Μια κυβέρνηση με βάση το Νέο Λαϊκό Μέτωπο, με "σιωπηρή υποστήριξη" του κεντρώου χώρου. Κατά τη γνώμη μου, δύσκολο να επιτευχθεί, δεδομένου του πολιτικού προγράμματος της "Ανυπότακτης Γαλλίας". Το κόμμα θα πρέπει να κάνει σημαντικές υποχωρήσεις από το πρόγραμμά του και να "σπαταλήσει" την ευκαιρία που έχει ο Ζαν Λυκ Μελανσόν να ασκήσει κυβερνητικό έργο (όλοι είναι αντίθετοι σε αυτό).
- Μια κυβέρνηση "μεγάλου συνασπισμού" του κέντρου, η οποία θα είναι εφικτή αν έρθουν σε ρήξη οι Σοσιαλιστές με την "Ανυπότακτη Γαλλία", αν συμμετέχει το κόμμα του Μακρόν και ενδεχομένως οι Πράσινοι/Οικολόγοι, καθώς και κάποιοι βουλευτές της Δεξιάς. Αυτή η κυβέρνηση "γερμανικού" τύπου θα μπορούσε να έχει μια ισχνή πλειοψηφία, αλλά θα έπρεπε να διασπάσει τον αριστερό συνασπισμό. To πρόβλημα για τον Μακρόν θα ήταν ο ρόλος που θα μπορούσε να διαδραματίσει ο Φρανσουά Ολάντ, οι παραχωρήσεις που θα έπρεπε να κάνει στους Πράσινους και η επιλογή του πρωθυπουργού.
Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, η άκρα αριστερά επιμένει ότι θα προτείνει υποψήφιο πρωθυπουργό, αλλά μέχρι στιγμής ψάχνει να βρει ένα όνομα ευρέως αποδεκτό.
Τι θα ακολουθήσει;
Ο Γκαμπριέλ Ατάλ υπέβαλε την παραίτησή του, η οποία απορρίφθηκε από τον Μακρόν - αυτή η κυβέρνηση θα μπορούσε να παραμείνει στη θέση της μέχρι το τέλος των Ολυμπιακών Αγώνων, με πολλούς ελιγμούς αυτόχρονα. Η μόνη γαλλική εικόνα υπηρεσιακής κυβέρνησης έρχεται από το μακρινό 1958, και είχε τη διακυβέρνηση για 9 ημέρες.
Όσον αφορά τον οικονομικό τομέα, μια νέα κυβέρνηση θα μπορούσε να είναι λιγότερο συνεκτική, λιγότερο έμπειρη (ο Μπρούνο Λε Μερ είναι υπουργός Οικονομικών επί επτά χρόνια) και θα θέλει να δαπανήσει περισσότερα χρήματα. Ενδέχεται μάλιστα να είναι λιγότερο φιλική προς τις επενδύσεις και τις κεφαλαιαγορές. Ως εκ τούτου, η Γαλλία βρίσκεται αντιμέτωπη με τα όρια του δημοσιονομικού χώρου και ο κίνδυνος σύγκρουσης με την αγορά ομολόγων είναι μεγάλος.
Συνοψίζοντας, η κίνηση του Μακρόν να οδηγήσει τη χώρα στις κάλπες είχε σημαντικό κόστος. Η Γαλλία και το κοινοβούλιό της είναι διχασμένα, η άκρα αριστερά ισχυροποίησε τη θέση της, η άκρα δεξιά συγκέντρωσε το 37% των ψήφων και ελλοχεύουν οικονομικοί κίνδυνοι για τις προοπτικές της Γαλλίας. Ο Μακρόν -ως πολιτική δύναμη- φαίνεται να έχει τελειώσει.