Tου Γιώργου Σ. Σκορδίλη
Το Συνέδριο της Ένωσης Πλοιοκτητών Ρυμουλκών, Ναυαγοσωστικών, Αντιρρυπαντικών και Υποστηρικτικών Πλοίων Υπεράκτιων Δραστηριοτήτων έφερε στο προσκήνιο μια σκληρή, αλλά απαραίτητη αποτύπωση της πραγματικότητας για τέσσερις κρίσιμους τομείς της ναυτιλίας. Τη ναυαγιαιρεσία, την προστασία της ανθρώπινης ζωής στη θάλασσα, την προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος και την δυναμική του κλάδου στην υπεράκτια βιομηχανία.
Ρυμουλκά: Από το σκοτάδι στην ανανέωση
Μέχρι το 2022, ο χώρος των ρυμουλκήσεων στην Ελλάδα λειτουργούσε χωρίς επαρκές θεσμικό πλαίσιο. Το προεδρικό διάταγμα 83/2022 ήρθε να βάλει τάξη, θεσπίζοντας τεχνικά κριτήρια, πιστοποιήσεις και υποχρεώσεις.
Η αλλαγή ήταν θεαματική: σε διάστημα μόλις δύο ετών, 45 σύγχρονα ρυμουλκά, εκ των οποίων 13 νεότευκτα, εντάχθηκαν στον ελληνικό στόλο. Για πρώτη φορά, λιμάνια όπως της Ρόδου, της Κρήτης και της Κέρκυρας απέκτησαν σύγχρονες μονάδες ρυμούλκησης.
Ωστόσο, η ασφάλεια δεν σταματά στα ρυμουλκά: χρειάζονται καλύτερες λιμενικές υποδομές, σύγχρονα πυροσβεστικά μέσα και συνεργασία με την Πολιτική Προστασία. Τα νέα ρυμουλκά, με υπερανεπτυγμένες δυνατότητες κατάσβεσης, μπορούν να συμβάλουν και στην αντιμετώπιση πυρκαγιών σε λιμάνια και παράκτιες περιοχές.
Τέλος, το ΕΜΠ εκτιμά ότι την επόμενη δεκαετία θα χρειαστούν 60 νέα ρυμουλκά, κάτι που συνεπάγεται επενδύσεις ύψους 600–700 εκατ. ευρώ. Το στοίχημα είναι αυτά τα πλοία να ναυπηγηθούν στην Ελλάδα – και όχι σε γειτονικές χώρες.
Ναυαγοσωστικά: Η Ελλάδα στο μηδέν
Μέχρι την ψήφιση του π.δ. 65/2023, η Ελλάδα δεν διέθετε ούτε ένα σύγχρονο ναυαγοσωστικό πλοίο. Το αποτέλεσμα; Καταστροφές που θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί.
Η ευρωπαϊκή εμπειρία δείχνει τον δρόμο: η Γερμανία διαθέτει 6 κρατικά χρηματοδοτούμενα ναυαγοσωστικά πλοία. Η Ελλάδα πρέπει να ακολουθήσει με ένα εθνικό δίκτυο ναυαγοσωστικών και να εντάξει τον τομέα στο σύστημα Πολιτικής Προστασίας.
Στόχος είναι να συμμετέχουν υποχρεωτικά τα ναυαγοσωστικά σε κάθε επιχείρηση διάσωσης και να μπουν αυστηρά κριτήρια αδειοδότησης των εταιρειών που αναλαμβάνουν ναυαγιαίρεση.
Αντιρρύπανση: Ένα σύστημα που δεν αντέχει την πρώτη σοβαρή κρίση
Το τρίτο μεγάλο πρόβλημα που ανέδειξε το Συνέδριο αφορά την αντιρρυπαντική προστασία. Η Ελλάδα, αν και έχει κυρώσει διεθνείς συνθήκες και θεσπίσει νομοθεσία ήδη από το 1998, άργησε 21 χρόνια να θεσπίσει πλαίσιο αδειοδότησης για τις εταιρείες αντιρρύπανσης.
Σύμφωνα με στοιχεία του ΕΜΠ, μόνο στο Αιγαίο έχουμε 60.000 διελεύσεις πλοίων τον χρόνο – ένας εικονικός αγωγός πετρελαίου. Παρ’ όλα αυτά, η χώρα δεν έχει τα κατάλληλα μέσα και εξοπλισμό για την ανοιχτή θάλασσα, ενώ δεν έχει θεσμοθετηθεί καν τι σημαίνει "αντιρρυπαντικό σκάφος".
Offshore δραστηριότητες: Ο ανενεργός τομέας με τις μεγάλες δυνατότητες
Η υπεράκτια ναυτιλία στην Ελλάδα παραμένει στο περιθώριο. Οι εταιρείες είναι ελάχιστες, τα πλοία υπό ελληνική σημαία μόλις 14 και τα λιμάνια ακατάλληλα για τη φιλοξενία τους. Το προσωπικό είναι περιορισμένο και η γραφειοκρατία αποθαρρύνει ακόμα και όσους θέλουν να επενδύσουν.
Το Συνέδριο πρότεινε ριζικές αλλαγές στο θεσμικό πλαίσιο, κίνητρα για τη ναυπήγηση offshore πλοίων στην Ελλάδα, ευελιξία στην εφαρμογή των διεθνών κανόνων, συνεργασία με Αναγνωρισμένους Οργανισμούς, και –πάνω απ’ όλα– εκπαίδευση ανθρώπινου δυναμικού.
Εάν η Ελλάδα κινηθεί έξυπνα, μπορεί να αναπτύξει ένα πλήρες οικοσύστημα υπεράκτιων δραστηριοτήτων, ακολουθώντας το μοντέλο της Νορβηγίας.
Τι πρέπει να γίνει τώρα
Το μήνυμα του Συνεδρίου είναι ξεκάθαρο: η Ελλάδα έχει αδρανή εργαλεία που μπορούν να μετατραπούν σε κρίσιμα πλεονεκτήματα. Χρειάζονται:
-Άμεσες ενέργειες σε θεσμικό και οργανωτικό επίπεδο
-Υποστήριξη από τα αρμόδια Υπουργεία (Ανάπτυξης, Ναυτιλίας, Πολιτικής Προστασίας)
-Χρηματοδοτικά κίνητρα και φορολογικές ελαφρύνσεις
-Ανάδειξη της σημασίας του ελληνικού θαλάσσιου χώρου ως εθνικού κεφαλαίου