Ισχυρές απώλειες στο χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης την Παρασκευή, με πιέσεις από την αυξανόμενη αβεβαιότητα σχετικά με την εμπορική πολιτική του Ντόναλντ Τραμπ, καθώς και από τις πιο δυσοίωνες προοπτικές για τον πληθωρισμό.
Ειδικότερα, ο βιομηχανικός δείκτης Dow Jones έχασε 1,69% ή 715 μονάδες με κλείσιμο στις 41.583,90 μονάδες, ο ευρύτερος S&P 500 κατέγραψε απώλειες 2,02% στις 5.580,94 μονάδες, όπως και ο τεχνολογικά σταθμισμένος Nasdaq που έκλεισε στις 17.322,99 μονάδες με -2,70%.
Στην εβδομάδα, οι δείκτες δεν κατάφεραν να κρατήσουν το θετικό πρόσημο, με τον Dow να χάνει 0,96%, τον S&P 500 να υποχωρεί κατά 1,53% και τον Nasdaq να διολισθαίνει κατά 2,59%.
Κολοσσοί όπως η Amazon και η Microsoft έχασαν έδαφος καθώς τα νέα στοιχεία αναζωπύρωσαν τους φόβους για αδύναμη οικονομική ανάπτυξη και υψηλό πληθωρισμό.
Από τις 30 μετοχές του Dow, μόλις 4 κατάφεραν να παραμείνουν στο "πράσινο", με τις υπόλοιπες 26 να κλείνουν με απώλειες.
Στην κορυφή του δείκτη η Merck&Co. με +1,86% και ακολουθούν Amgen και Johnson&Johnson με κέρδη άνω του 0,3%. Στον πυθμένα βρίσκεται η Amazon, με τον τίτλο της να υποχωρεί κατά 4,29%. Πτώση άνω του 3% κατέγραψαν Nike, Boeing και Microsoft.
Η μικρή κεφαλαιοποίηση του Russell 2000 έχασε 2,11%, ενώ ο δείκτης μεταβλητότητας VIX, ο λεγόμενος και "δείκτης φόβου" της Wall Street κέρδισε 15,36% στις 21,5 μονάδες. Μετά και τη σημερινή συνεδρίαση, ο Russell 2000 βρίσκεται σε τροχιά για απώλειες 6,5% τον Μάρτιο, σύμφωνα με τα στοιχεία της FactSet.
Παράλληλα, οι αποδόσεις των κρατικών ομολόγων βρέθηκαν στα χαμηλότερα επίπεδα της τελευταίας τουλάχιστον εβδομάδας. Η απόδοση των 2ετών υποχώρησε κατά 8,9 μονάδες βάσης στο 3,909%, ή στο χαμηλότερο επίπεδο από τις 10 Μαρτίου. Το 10ετές μειώθηκε κατά 11,6 μονάδες βάσης στο 4,254%, ενώ η απόδοση του 30ετούς υποχώρησε κατά 9,6 μονάδες βάσης στο 4,632% - σε χαμηλό εβδομάδας.
Στις σταθερές ανησυχίες για την πολιτική του προέδρου Τραμπ στις εμπορικές σχέσεις της χώρας, με την επιβολή όλο και περισσότερων δασμών σε εισαγόμενα προϊόντα, προστίθεται σήμερα η - έστω και οριακή - αναβάθμιση των πληθωριστικών πιέσεων που έδειξε ο δείκτης που παρακολουθεί η ομοσπονδιακή τράπεζα και τον λαμβάνει υπόψη της για τον καθορισμό των επιτοκίων.
Συγκεκριμένα, ο δομικός δείκτης δαπανών προσωπικής κατανάλωσης (Personal Consumption Expenditures - PCE) στον οποίο εστιάζει η Fed έτρεξε τον Φεβρουάριο με ετήσιο ρυθμό 2,8% επιταχύνοντας από το αναθεωρημένο ανοδικά 2,7% του Ιανουαρίου.
Η μέση εκτίμηση των αναλυτών προέβλεπε ότι ο δομικός PCE θα διαμορφωνόταν στο 2,7% ετησίως, αλλά βάσει της αρχικής μέτρησης του Ιανουαρίου στο 2,6%.
Σε επίπεδο μήνα, η σύγκριση Ιανουαρίου - Φεβρουάριο έδειξε αύξηση του δομικού PCE, ο οποίος δεν προσμετρά τις ευμετάβλητες τιμές της ενέργειας και των τροφίμων, με ρυθμό 0,4% έναντι του 0,3% που προέβλεπε η μέση εκτίμηση της αγοράς.
Την ίδια ώρα, τα στοιχεία έδειξαν επίσης ότι η καταναλωτική δαπάνη στις ΗΠΑ αυξήθηκε τον περασμένο μήνα κατά 0,4%, ελαφρώς χαμηλότερα από το 0,5% που περίμεναν οι αναλυτές αν και ανακάμπτοντας από την πτώση κατά 0,2% που είχε προηγηθεί.
Όπως σχολιάζει Ντέιβιντ Αλκάλι της Lazard, "τα σημερινά δεδομένα εμφανίζουν το γενικότερο μοτίβο που περιμένουν πολλοί παρατηρητές τους επόμενους μήνες, καθώς οι δασμοί και άλλες αλλαγές πολιτικής θα αρχίσουν να... δαγκώνουν. Χαμηλότερες του προβλεπόμενου δαπάνες και ενισχυμένος του αναμενόμενου πληθωρισμός".
Ο ίδιος υπογραμμίζει πάντως ότι πολλά πράγματα παραμένουν αβέβαια και είναι νωρίς για να εκφραστεί κάποια κρίση σχετικά με τις επιπτώσεις, αλλά προσθέτει πως το γεγονός ότι το μοτίβο αυτό αρχίζει να σκιαγραφείται στα "σκληρά δεδομένα" και όχι μόνο στις έρευνες (όπως της καταναλωτικής εμπιστοσύνης) ενδέχεται να τροφοδοτήσει περαιτέρω ανησυχία πριν από τις ανακοινώσεις της επόμενης εβδομάδας (2 Απριλίου) για τους δασμούς.
Για τον Μπρετ Κένγουελ της eToro, "η έκθεση του PCE δεν είναι καταστροφική, αλλά δεδομένης της τρέχουσας οικονομικής αβεβαιότητας και της αστάθειας στην αγορά, οι επενδυτές αναζητούσαν σε αυτήν κάποιες διαβεβαιώσεις - και όχι κάτι που να ρίχνει λάδι στην φωτιά".
Ο Κένγουελ επισημαίνει ότι σε ιστορικό επίπεδο ο S&P 500 τείνει να αποδίδει αρκετά καλά σε περιβάλλοντα ήπιου πληθωρισμού, με τον ετήσιο ρυθμό του PCE μεταξύ 2% και 4%. Ωστόσο, αναγνωρίζει ότι "οι επενδυτές όμως δεν φαίνεται να ενδιαφέρονται για ιστορικά στοιχεία αυτή τη στιγμή. Αντίθετα, η κύρια ανησυχία τους επικεντρώνεται γύρω από την ικανότητα ελιγμών της Fed. Συγκεκριμένα, το ερώτημα είναι αν θα μπορέσουν να μειώσουν τα επιτόκια εν μέσω οικονομικής επιβράδυνσης και με τον πληθωρισμό να μην έχει υποχωρήσει χαμηλότερα ακόμα".
Ενισχύοντας τις ανησυχίες, έρευνα του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν έδειξε ότι οι προσδοκίες των καταναλωτών για τον πληθωρισμό σε 12μηνη βάση εκτοξεύτηκαν στο υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων σχεδόν 2μιση ετών τον Μάρτιο και ότι οι καταναλωτές αναμένουν ότι ο πληθωρισμός θα παραμείνει αυξημένος και μετά το επόμενο έτος.
Στο μέτωπο των δασμών, δημοσίευμα της Wall Street Journal εμφανίζει τον Ντόναλντ Τραμπ να προειδοποίησε τους CEO's κορυφαίων αυτοκινητοβιομηχανιών να μην αυξήσουν τις τιμές τους ως απάντηση στην επιβάρυνση 25% που επέβαλε σε "όλα τα αυτοκίνητα που δεν κατασκευάζονται στις Ηνωμένες Πολιτείες" και που θα τεθεί σε ισχύ στις 2 Απριλίου.
Ο πρόεδρος φέρεται να είπε ότι ενδεχόμενες αυξήσεις θα εκληφθούν αρνητικά από την κυβέρνησή του, κάτι που σύμφωνα με την WSJ ενόχλησε ορισμένα από τα στελέχη, εγείροντάς τους ανησυχίες ότι "θα τιμωρηθούν" εάν προβούν σε αυξήσεις.