της Ελευθερίας Κούρταλη
Οι επενδυτές ήταν προετοιμασμένοι για την επιστροφή του Ντόναλντ Τραμπ και συνεπώς δεν αποτέλεσε σοκ στις αγορές, όπως είχε γίνει κατά την πρώτη του εκλογή το 2016. Η σαρωτική νίκη του ωστόσο θα έχει εκτεταμένες επιπτώσεις στη φορολογική και εμπορική πολιτική, σε όλα τα assets διεθνώς και φυσικά στην παγκόσμια οικονομία.
Οι αμερικανικές κάλπες δεν ήταν έτσι και αλλιώς ποτέ ασήμαντες για την παγκόσμια οικονομία, δεδομένου του κυρίαρχου ρόλου των ΗΠΑ, αλλά αυτή τη φορά ο αντίκτυπος του αποτελέσματός τους θεωρείται πιο εκτεταμένος από ό,τι σε προηγούμενες εκλογές. Οι προτάσεις πολιτικής του, όπως οι δασμοί, έχουν τη δυνατότητα να προκαλέσουν βαθιά διαταραχή στο παγκόσμιο εμπόριο και τις επενδύσεις. Το Trump 2.0 έρχεται με την υπόσχεση για περικοπές εταιρικών φόρων, ωστόσο η δημοσιονομική επέκταση θα μπορούσε να αναστατώσει τις αγορές ομολόγων. Ο προστατευτισμός πιθανότατα θα έρθει παράλληλα με ένα ισχυρότερο δολάριο, ενώ δυνητικά θα συμπιέσει τα περιθώρια κέρδους των εταιρειών. Οι πολιτικές του Τραμπ είναι πιθανό να είναι πληθωριστικές στις ΗΠΑ και αποπληθωριστικές στην Ευρώπη. Και αυτή είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου, ειδικά καθώς το μακροοικονομικό σκηνικό θα διαμορφωθεί από μια εξελισσόμενη συνάρτηση της αντίδρασης της Fed, την απάντηση της Κίνας και το γεωπολιτικό τοπίο.
Δυνητικά σοκ
Ήδη η πρώτη προεδρία Τραμπ είχε βαθιές συνέπειες για την Ευρώπη και οι πολιτικές προτάσεις που παρουσιάστηκαν και συζητήθηκαν κατά τη διάρκεια της εκστρατείας υποδηλώνουν ότι μια δεύτερη θητεία θα μπορούσε να είναι τουλάχιστον το ίδιο "μεταμορφωτική". Με βάση το μανιφέστο των Ρεπουμπλικανών και τις διάφορες ομιλίες και συνεντεύξεις του Τραμπ, ξεχωρίζουν τέσσερις τομείς πολιτικής με επιδράσεις στην Ευρώπη και τον υπόλοιπο κόσμο: το εμπόριο, η ασφάλεια, η ενέργεια και η δημοσιονομική πολιτική.
Όπως άλλωστε προειδοποίησε ο αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Λουίς ντε Γκίντος, η παγκόσμια οικονομία αντιμετωπίζει δυνητικά επιζήμια σοκ για την ανάπτυξη και τον πληθωρισμό, εάν ο Ντόναλντ Τραμπ εφαρμόσει τους δασμούς που περιέγραψε κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του πριν από τις αμερικανικές κάλπες. Η οικονομική παραγωγή θα γίνει πιο αδύναμη, οι πιέσεις στις τιμές θα γίνουν ακόμη ισχυρότερες και οι εμπορικές ροές θα διαταραχθούν, όπως επισήμανε.
"Εάν μια χώρα τόσο σημαντική όσο οι ΗΠΑ επιβάλει δασμούς 60% σε οποιαδήποτε σημαντικό κράτος –για παράδειγμα, στην Κίνα– μπορώ να σας διαβεβαιώσω ότι οι άμεσες και οι έμμεσες επιπτώσεις και οι συνέπειες που απειλούν την εμπορική αλυσίδα είναι τεράστιες", προειδοποίησε χαρακτηριστικά.
Από την πλευρά του ο διοικητής της Τράπεζας της Γαλλίας και μέλος του Δ.Σ της ΕΚΤ, Φρανσουά Βιλερουά ντε Γκαλό, δήλωσε πως η εκλογή Τραμπ αυξάνει τους κινδύνους και την αβεβαιότητα για την παγκόσμια οικονομία και θα πρέπει να ενθαρρύνει την Ευρώπη να αντιμετωπίσει τις αδυναμίες της. Οι πολιτικές του θα τροφοδοτήσουν τα ελλείμματα και θα αυξήσουν το μακροπρόθεσμο κόστος δανεισμού, όπως τόνισε.
Ο εφιάλτης της Ευρώπης
Όσον αφορά την Ευρώπη, όπως χαρακτηριστικά σημείωσε η ING, "ο χειρότερος εφιάλτης για την οικονομία της έγινε πραγματικότητα". Ένας επικείμενος νέος εμπορικός πόλεμος θα μπορούσε να ωθήσει την οικονομία της Ευρωζώνης από την υποτονική ανάπτυξη σε μια πλήρη ύφεση. Επιπλέον, η αβεβαιότητα σχετικά με τη στάση του Τραμπ για την Ουκρανία και το ΝΑΤΟ θα μπορούσε να υπονομεύσει τους πρόσφατα σταθεροποιημένους δείκτες οικονομικής εμπιστοσύνης σε ολόκληρη την Ευρωζώνη. "Παρόλο που οι δασμοί ενδέχεται να μην επηρεάσουν την Ευρώπη μέχρι τα τέλη του 2025, η ανανεωμένη αβεβαιότητα και οι φόβοι για εμπορικό πόλεμο θα μπορούσαν να οδηγήσουν την οικονομία της Ευρωζώνης σε ύφεση στο τέλος του έτους", εκτιμά ο ολλανδικός οίκος.
Από την πλευρά της η UBS επισημαίνει ότι το αποτέλεσμα των προεδρικών εκλογών στις ΗΠΑ αφαιρεί μια βασική αβεβαιότητα για τους ηγέτες και τις εταιρείες της Ευρώπης, αλλά εισάγει επίσης μια σειρά από νέες. Όσον αφορά τις πολιτικές, ο εκλεγμένος πρόεδρος Τραμπ έκανε εκστρατεία σε μια πλατφόρμα χαμηλότερων φόρων, απορρύθμισης, σκληρότερης στάσης για τη μετανάστευση και εμπορικών δασμών. Από αυτά, το πιο σημαντικό για την ευρωπαϊκή οικονομία είναι η δυνατότητα επιβολής εμπορικών δασμών. Η πολιτική των ΗΠΑ για τον πόλεμο στην Ουκρανία θα είναι επίσης στο επίκεντρο τους επόμενους μήνες, αλλά πέρα από το ήδη γνωστό γεγονός ότι οι ευρωπαϊκές αμυντικές δαπάνες θα πρέπει να αυξηθούν σύμφωνα με τις δεσμεύσεις του ΝΑΤΟ (2% του ΑΕΠ) τα επόμενα χρόνια, είναι πολύ νωρίς να διεξαχθούν οριστικά συμπεράσματα.
Οι ΗΠΑ είναι ο μοναδικός μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος (σε βάση προστιθέμενης αξίας) για την Ε.Ε., αντιπροσωπεύοντας περίπου το 15% των εξαγωγών της και περίπου το 18% για το Ηνωμένο Βασίλειο, τονίζει η UBS. Έτσι, οποιαδήποτε επιδίωξη καθολικών εμπορικών δασμών από τη νέα κυβέρνηση των ΗΠΑ θα μπορούσε να έχει αξιοσημείωτο και άμεσο αντίκτυπο στη ζήτηση για ευρωπαϊκές εξαγωγές. Η έκταση αυτού είναι δύσκολο να μετρηθεί, καθώς δεν είναι ακόμη γνωστό εάν ο Τραμπ θα επιδιώξει δασμούς στις ευρωπαϊκές εξαγωγές και, εάν το κάνει, σε ποιο επίπεδο μετά τις πιθανώς μακροχρόνιες και δύσκολες διαπραγματεύσεις που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε βραχυπρόθεσμα μέτρα αντιποίνων.
Και δεν είναι μόνο άμεσο εμπόριο, όπως τονίζει η ελβετική τράπεζα. Η Κίνα είναι πιθανό να είναι ο αρχικός στόχος των εμπορικών πολιτικών από τον Τραμπ, ενδεχομένως με πολύ υψηλότερους δασμούς. Αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε ασθενέστερη συνολική ζήτηση από την Κίνα, η οποία θα μπορούσε, με τη σειρά της, να βλάψει τη ζήτηση για ευρωπαϊκές εξαγωγές στη χώρα. Η Κίνα αντιπροσωπεύει περίπου το 10% των εξαγωγών της Ε.Ε. και το 5% των εξαγωγών του Ηνωμένου Βασιλείου. Πάντως οποιαδήποτε απάντηση δημοσιονομικής πολιτικής από την Κίνα για την αντιμετώπιση των ενεργειών των ΗΠΑ θα μπορούσε να περιορίσει τον αντίκτυπο.
Επιπλέον, πιθανή απώλεια της εμπιστοσύνης των καταναλωτών και των επιχειρήσεων, εάν επιδιωχθούν οι εμπορικοί δασμοί, θα μπορούσε να έχει ακόμη μεγαλύτερο αντίκτυπο στην οικονομία. Η αδύναμη ζήτηση των νοικοκυριών και οι χαμηλότερες εταιρικές επενδύσεις βραχυπρόθεσμα αποτελούν αναμφισβήτητα εξίσου μεγάλη πρόκληση για τις ευρωπαϊκές οικονομίες, όπως και οι δασμοί.
Κατά την Goldman Sachs, πάντως, αν και ο γενικός δασμός 10% που έχει προτείνει ο Τραμπ αποτελεί σαφώς έναν κίνδυνο, το βασικό της σενάριο είναι ότι θα εφαρμοστεί τελικά ένα πιο περιορισμένο σύνολο δασμών στις ευρωπαϊκές οικονομίες, στοχεύοντας κυρίως στις εξαγωγές αυτοκινήτων. Συνεπώς, ο πραγματικός αντίκτυπος των δασμών μπορεί να έχει μικρότερη σημασία για την ανάπτυξη από ό,τι η αβεβαιότητα που προκαλεί στην εμπορική πολιτική.
Συνολικά, η ανάλυση της G.S. δείχνει πλήγμα 0,5% στο πραγματικό ΑΕΠ της Ευρωζώνης από τις πολιτικές Τραμπ. Ως εκ τούτου, υποβαθμίζει τις προβλέψεις της για την ανάπτυξη στην περιοχή στο 0,8% το 2025 (από 1,1% προηγουμένως και έναντι 1,2% της μέσης εκτίμησης) και στο 1% το 2026 (από 1,1% και έναντι μέσης εκτίμησης για 1,4%).
Οι νικητές και οι χαμένοι των αγορών
Από την πλευρά των αγορών, η νίκη του Τραμπ δεν αποτελεί έκπληξη. Πράγματι, τα επενδυτικά "στοιχήματα" και τα assets που θεωρείται ότι θα επωφεληθούν περισσότερο από την πολιτική του, τα λεγόμενα "Trump trades", είχαν ξεκινήσει να υπεραποδίδουν τις τελευταίες εβδομάδες και συνέχισαν να το κάνουν και μετά το αποτέλεσμα της κάλπης. Το δολάριο ΗΠΑ έχει πλέον ανατιμηθεί πάνω από 5%, οι αποδόσεις των αμερικανικών ομολόγων έχουν ανέβει πάνω από 4,4%, τα κρυπτονομίσματα σημείωσαν ράλι και οι δείκτες της Wall Street άγγιξαν νέες κορυφές.
Αφού λοιπόν η νίκη Τραμπ είχε εν μέρει αποτιμηθεί, εξακολουθούν να υπάρχουν ευκαιρίες στα "Trump trades"; Ναι, απαντά η Citigroup.
Η αμερικάνικη τράπεζα έχει επισημάνει πως η επενδυτική στρατηγική υπό τον Τραμπ ευνοεί τις αγορές των ΗΠΑ και του Ηνωμένου Βασιλείου έναντι των αναδυόμενων αγορών και των ευρωπαϊκών αγορών. Αυτό γιατί οι ΗΠΑ επωφελούνται από ένα ισχυρότερο δολάριο και είναι ο νικητής στις πολιτικές του Τραμπ που εστιάζουν στο εσωτερικό, ενώ το Ηνωμένο Βασίλειο είναι περισσότερο προσανατολισμένο στην αξία και παρέχει αμυντική έκθεση. Οι ευρωπαϊκές αγορές και οι αναδυόμενες αγορές επλήγησαν ιδιαίτερα σε προηγούμενα επεισόδια αβεβαιότητας εμπορικής πολιτικής.
Όπως εξηγεί σε νέα της ανάλυση, ενώ το βρετανικό χρηματιστήριο υστερούσε σε παγκόσμιο επίπεδο πριν από τις 5 Νοεμβρίου, τις κάλπες δηλαδή, μετά το αποτέλεσμα των εκλογών έδειξε ανθεκτικότητα. Το ίδιο μπορεί να ειπωθεί για τον κλάδο της Υγείας. Κατά τη Citi, οι μεγαλύτεροι νικητές εκτός ΗΠΑ από την προεδρία Τραμπ θα είναι η Ενέργεια και η Υγειονομική Περίθαλψη. Η ενέργεια θα μπορούσε να επωφεληθεί από ένα rotation στις μετοχές αξίας, παράλληλα με μια κλίση υπέρ της ενεργειακής πολιτικής. Αν και η Citi αναγνωρίζει ότι η Υγειονομική Περίθαλψη θα μπορούσε να βρεθεί υπό πίεση πολιτικής (π.χ. στην τιμολόγηση των συνταγογραφούμενων φαρμάκων), εστιάζει ιδιαίτερα στον αμυντικό χαρακτήρα του κλάδου σε περίπτωση που αυξηθούν οι εμπορικές εντάσεις. Η Citi περιλαμβάνει επίσης τον τραπεζικό κλάδο ως πιθανό ωφελημένο, με βάση την άποψή της ότι στις ΗΠΑ ο κλάδος αυτός θα είναι βασικός νικητής σε ένα σενάριο Τραμπ. Οι αναλυτές των ευρωπαϊκών τραπεζών της Citi επισημαίνουν επίσης ένα δυνητικά πιο ευνοϊκό ρυθμιστικό πλαίσιο υπό τον Τραμπ.
Από την άλλη πλευρά, η Citi επισημαίνει ότι ο βιομηχανικός κλάδος είναι αντιμέτωπος με αντίθετους ανέμους υπό τη νέα προεδρία Τραμπ, και το ίδιο ισχύει για τον κλάδο των Πρώτων Υλών, δεδομένης της ευαισθησίας τόσο στη δύναμη του δολαρίου όσο και στους πιθανούς δασμούς.
Στους μεγάλους χαμένους τοποθετούνται και οι κλάδοι των ηλεκτρικών οχημάτων και των ΑΠΕ. Ο Τραμπ έχει δηλώσει ότι θα προσπαθήσει να μειώσει τις δαπάνες για την πράσινη ενέργεια και να ενισχύσει την παραγωγή ορυκτών καυσίμων, ενώ θα αποχωρήσει από τη συμφωνία του Παρισιού και θα ακυρώσει τον νόμο για τη μείωση του πληθωρισμού (IRA).
Κατά την UBS, με περίπου το ένα τέταρτο των κερδών των ευρωπαϊκών εταιρειών να παράγονται στις ΗΠΑ, οποιαδήποτε κλιμάκωση των εμπορικών εντάσεων θα μπορούσε να έχει αρνητικό αντίκτυπο στην κερδοφορία τους. Ωστόσο, αυτές οι πωλήσεις στις ΗΠΑ περιλαμβάνουν υπηρεσίες που δεν υπόκεινται σε δασμούς και τα περισσότερα αγαθά που πωλούνται στις ΗΠΑ παράγονται τοπικά αντί να εξάγονται. Επομένως, το ποσοστό των πραγματικών εξαγωγών προς τις ΗΠΑ από την Ευρώπη είναι πολύ χαμηλότερο από αυτό.
Ο μεγαλύτερος κίνδυνος, κατά την άποψή της, είναι από τον αντίκτυπο στο παγκόσμιο εμπόριο, τόσο από την απειλή των καθολικών δασμών όσο και από δυνητικά πολύ υψηλότερους δασμούς σε προϊόντα από την Κίνα ειδικά. Το 2018-2019 οι ευρωπαϊκές μετοχές υποχώρησαν κατά μέσο όρο 7% κατά τη διάρκεια των τριών επεισοδίων της κλιμάκωσης του εμπορικού πολέμου ΗΠΑ-Κίνας, με τους εκτεθειμένους στην Κίνα κυκλικούς τομείς, όπως οι Πρώτες Ύλες και τα Αγαθά Πολυτελείας, να υποχωρούν περισσότερο από 10% κατά μέσο όρο. Ως εκ τούτου, θεωρεί μια πιθανή κλιμάκωση του εμπορίου ως αρνητικό κίνδυνο για τις ευρωπαϊκές μετοχές.
Σύμφωνα με την Capital Economics, ο αντίκτυπος μιας νέας προεδρίας Τραμπ στις αγορές θα εξαρτηθεί, ξεκάθαρα, από το πόσο μεγάλο μέρος της προεκλογικής του ρητορικής μεταφράζεται σε πολιτική. Ο οίκος εκτιμά ότι η απόδοση του 10ετούς ομολόγου των ΗΠΑ θα παραμείνει γύρω στο 4,5% και ο δείκτης του δολαρίου θα ανατιμηθεί κατά 3%-5%, αντί να αποδυναμωθεί. Οι κίνδυνοι στρέφονται προς μεγαλύτερες αυξήσεις και στις δύο περιπτώσεις. Παραμένει πολύ αισιόδοξος για τις προοπτικές για τις αμερικανικές μετοχές και εκτιμά ότι θα υπεραποδώσουν σε σχέση με τον υπόλοιπο κόσμο. Το βασικό του σενάριο παραμένει ότι η φούσκα στις μετοχές των ΗΠΑ που βασίζεται στην τεχνητή νοημοσύνη θα συνεχίσει να διογκώνεται τον επόμενο χρόνο. Παράλληλα, όπως αναφέρει, ενδέχεται να αναθεωρήσει προς τα κάτω τις προβλέψεις του για τις μετοχές σε άλλες μεγάλες οικονομίες. Ειδικότερα, οικονομίες όπως η Κίνα και του Μεξικού, που φαίνεται να είναι πρώτες στη γραμμή βολής για τους δασμούς των ΗΠΑ, μπορεί να δουν μεγαλύτερο αρνητικό αντίκτυπο.
Η συνολική αντίδραση των αγορών στη νίκη Τραμπ ήταν πιο σιωπηλή από ό,τι το 2016, καθώς μεγάλο μέρος του "Trump trades" είχε ήδη τιμολογηθεί, επισημαίνει η Allianz Research. Κοιτάζοντας το μέλλον, δεν αναμένει επανάληψη του ράλι που σημείωσαν οι αγορές κατά την πρώτη θητεία Τραμπ. Ειδικότερα, αναμένει ότι οι αποδόσεις των μακροπρόθεσμων κρατικών ομολόγων των ΗΠΑ θα παραμείνουν υψηλές, επηρεαζόμενες από τις αυξανόμενες προσδοκίες για τον πληθωρισμό, τη λιγότερη νομισματική χαλάρωση και τα επίμονα δημοσιονομικά ελλείμματα. Οι αποδόσεις στα γερμανικά ομόλογα, από την άλλη μεριά, είναι πιθανό να παραμείνουν χαμηλές λόγω της dovish στάσης της ΕΚΤ και της περιορισμένης προσφοράς ομολόγων, ως αποτέλεσμα της δημοσιονομικής πολιτικής της Γερμανίας. Ο οίκος αναμένει μια μικρή ώθηση στα risk assets των ΗΠΑ το 2024, ακολουθούμενη από μια διαρθρωτική υπεραπόδοση μεσοπρόθεσμα λόγω της ανανέωσης και των ευνοϊκών δημοσιονομικών συνθηκών. Παρά μια ελαφρά ανοδική αναθεώρηση στις προβλέψεις της για τις συνολικές αποδόσεις των αμερικανικών μετοχών φέτος (κατά 3 ποσοστιαίες μονάδες και στο 16%), εκτιμά ότι η μεταβλητότητα θα συνεχιστεί. Σε ό,τι αφορά τις μετοχές της Ευρωζώνης, εκτιμά ότι θα τελειώσουν το 2024 με κέρδη της τάξης του 10%, ενώ οι αναδυόμενες αγορές θα καταγράψουν απόδοση 7%.