Του Andrew Tisch
Το 1992 ένας κοντοκουρεμένος Τεξανός με διαβολικό χαμόγελο τρόμαξε τους Ρεπουμπλικάνους και τους Δημοκρατικούς υποψήφιους προέδρους με τα υψηλά ποσοστά του στις δημοσκοπήσεις και το κεντρικό θέμα της προεκλογικής του εκστρατείας: τη μείωση του κρατικού χρέους.
"Το χρέος είναι σαν μια τρελή θεία που κρύβουμε στο υπόγειο", είπε ο τότε υποψήφιος, Ρος Περό. "Όλοι οι γείτονες ξέρουν ότι είναι εκεί, αλλά κανείς δεν θέλει να μιλήσει γι' αυτήν".
Εκείνη τη χρονιά, το κρατικός χρέος ήταν στο 46% του αμερικανικού ΑΕΠ. Χάρη στον Περό -και τα αξιομνημόνευτα διαγράμματά του που έδειχναν την κλίμακα και την έκταση των δημοσιονομικών προβλημάτων των ΗΠΑ- τόσο ο Μπιλ Κλίντον όσο και ο Τζορτζ Μπους ο Πρεσβύτερος αναγκάστηκαν να ασχοληθούν με ένα ζήτημα που είχαν αγνοήσει στην προεδρική τους εκστρατεία. Το 2024, το κρατικό χρέος των ΗΠΑ ήταν στο 123% του ΑΕΠ, και κανένας από τους υποψηφίους των μεγάλων κομμάτων δεν έθεσε το ζήτημα ως προτεραιότητα. Στην πραγματικότητα, αρκετές μη κομματικές αναλύσεις των οικονομικών τους σχεδίων κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι τόσο η Κάμαλα Χάρις όσο και ο Ντόναλντ Τραμπ θα χειροτέρευαν την κατάσταση. Κανείς από τους δύο υποψηφίους δεν φάνηκε να αντιλαμβάνεται ότι παίζουμε "ρώσικη ρουλέτα" με την οικονομία, αν δεν αντιμετωπίσουμε το χρέος.
Οι αριθμοί λένε μια απογοητευτική ιστορία. Το χρέος της ομοσπονδιακής κυβέρνησης ως ποσοστό του ΑΕΠ είναι μεγαλύτερο από κάθε άλλη φορά μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Στη δεκαετία του 1940, η Ουάσινγκτον έπρεπε να δαπανήσει ό,τι έπρεπε προκειμένου να κερδίσει τον πόλεμο, αλλά γνωρίζαμε ότι αυτό το υψηλό επίπεδο δαπανών θα τελείωνε μια μέρα.
Η σημερινή ανισορροπία του αμερικανικού προϋπολογισμού της δεν φαίνεται να έχει ορατό τέλος.
Από την ίδρυσή της το 1787 έως το 2008, η Αμερική συσσώρευσε χρέος ύψους 10 τρισ. δολαρίων. Στα 16 χρόνια που πέρασαν από τότε, συσσωρεύσαμε άλλα 25 τρισ. δολάρια χρέος. Το κρατικό χρέος αυξάνεται πλέον με ρυθμό 6,6 δισ. δολάρια ημερησίως.
Αλλά δεν είναι μόνο το μέγεθος του χρέους που πρέπει να μας προβληματίσει. Η κυβέρνηση δαπανά όλο και περισσότερα χρήματα σε βραχυπρόθεσμους σκοπούς αντί να τα διοχετεύσει σε τομείς μελλοντικής ανάπτυξης, όπως επενδύσεις σε υποδομές, εκπαίδευση και επιστημονική έρευνα για νέες θεραπείες του καρκίνου ή λύσεις για την κλιματική αλλαγή. Στη δεκαετία του 1960, οι επενδύσεις αντιπροσώπευαν περίπου το 30% των ομοσπονδιακών δαπανών - το 2019, πριν από την κρίση της πανδημίας, κυμαίνονταν περίπου στο 12%.
Για περισσότερο από μια δεκαετία, όλα αυτά "λειαίνονταν" από τα ιστορικά χαμηλά επιτόκια.
Όμως οι μέρες αυτές έχουν παρέλθει και έρχεται η ώρα για τον λογαριασμό. Το 2024, η Ουάσινγκτον θα καταβάλει περίπου 900 δισ. δολάρια για την αποπληρωμή τόκων, ποσό αυξημένο άνω του 80% σε σύγκριση με το 2022. Το 2025, οι πληρωμές τόκων αναμένεται να ξεπεράσουν το 1 τρισ. δολάρια. Για πρώτη φορά στην ιστορία, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση δαπανά περισσότερα χρήματα για τόκους παρά για την άμυνα των ΗΠΑ.
Στο σημερινό πολιτικό περιβάλλον, μπορεί κάποιος να φέρει λύσεις που να σημαίνουν υψηλότερη φορολογία και τροποποιήσεις δημοφιλών προγραμμάτων; Πιστεύω ότι είναι εφικτό - αν οι ηγέτες μας τολμήσουν να φανούν αληθινοί ηγέτες.
Ωστόσο, τα πρώτα στοιχεία δεν είναι ελπιδοφόρα. Παρόλο που ο εκλεγμένος πρόεδρος Τραμπ έχει υποσχεθεί σημαντικές περικοπές δαπανών μέσω του νέου του Τμήματος Κυβερνητικής Αποδοτικότητας, έχει δηλώσει ότι δεν θα αγγίξει το Medicare ή την Κοινωνική Ασφάλιση, τους κύριους παράγοντες αύξησης του κρατικού χρέους. Όποιες μεταρρυθμίσεις και αν προτείνει το νέο Τμήμα θα είναι δύσκολο να εφαρμοστούν, διότι, όπως είπε ο Ρόναλντ Ρέιγκαν στην τελευταία συνέντευξη Τύπου που παραχώρησε ως πρόεδρος, "ο πρώτος κανόνας της γραφειοκρατίας είναι η προστασία της γραφειοκρατίας". Στο μεταξύ, το Κογκρέσο ψήφισε πρόσφατα, και ο Πρόεδρος Μπάιντεν υπέγραψε, ένα νομοσχέδιο για την παροχή πρόσθετων παροχών κοινωνικής ασφάλισης στους δημόσιους υπαλλήλους. Όποια κι αν είναι η άποψή σας για αυτή τη μεταρρύθμιση, θα κοστίσει περίπου 200 δισ. δολάρια σε βάθος 10ετίας.
Το 2034, το Καταπιστευματικό Ταμείο Κοινωνικής Ασφάλισης δεν θα είναι σε θέση να καταβάλει πλήρως τις παροχές που θα πρέπει λόγω τριών δημογραφικών τάσεων: Πρώτον, ο αριθμός των δικαιούχων διογκώνεται. Δεύτερον, το προσδόκιμο ζωής των κατοίκων της ΗΠΑ έχει αυξηθεί και, ως εκ τούτου, εισπράττουν περισσότερες παροχές. Η τρίτη και στενά συνδεδεμένη τάση είναι η μείωση του ποσοστού των εργαζομένων που χρηματοδοτούν τις συνταξιοδοτικές παροχές. Το 1950, 16,5 εργαζόμενοι πλήρωναν στην Κοινωνική Ασφάλιση τη σύνταξη ενός ατόμου. Έως το 2035, θα αντιστοιχούν οι εισφορές 2,1 εργαζομένων για κάθε συνταξιούχο.
Παρεμπιπτόντως, δεν υπάρχει λογική σε χαλεπούς καιρούς, όπως αυτοί που διανύουμε, άνθρωποι σαν εμένα που δεν έχουμε ανάγκη την κοινωνική ασφάλιση να λαμβάνουμε κάθε μήνα το τσεκ μας από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση. Ο πρόεδρος Φραγκλίνος Ρούσβελτ είχε πει ότι σκοπός της Κοινωνικής Ασφάλισης ήταν "να προστατεύσει τον μέσο πολίτη και την οικογένειά του από την απώλεια εργασίας και από τη φτώχεια στα γεράματα". Η χορήγηση παροχών Κοινωνικής Ασφάλισης σε όλους στηρίζει και πολλούς τυχερούς δικαιούχους σε ψυχαγωγικές δραστηριότητες.
Η ιατρική περίθαλψη παραμένει σημαντικό πρόβλημα. Η κυβέρνηση εκτιμά ότι το καταπιστευματικό ταμείο Medicare θα είναι φερέγγυο μόνο μέχρι το 2036.
Τις τελευταίες δεκαετίες, οι πρόεδροι και το Κογκρέσο έχουν επανειλημμένα ψηφίσει νόμους που γνώριζαν ότι θα ήταν πιο "ακριβοί" από ό,τι διαφημίζονταν. Ο πρόεδρος Τζορτζ Μπους δημιούργησε το Medicare Advantage, ένα τεράστιο φαρμακευτικό επίδομα, χωρίς μια νέα πηγή χρηματοδότησης, παίζοντας με τις διαδικασίες του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κογκρέσου. Ο πρόεδρος Ομπάμα έκανε το ίδιο πράγμα για να περάσει τον νόμο περί προσιτής περίθαλψης το 2010. Και ο πρόεδρος Τραμπ το έκανε ξανά για να περάσει το φορολογικό νομοσχέδιο του 2017.
Μια διακομματική δημοσιονομική επιτροπή θα μπορούσε να είναι ζωτικής σημασίας για την αντιμετώπιση του προβλήματος του κρατικού χρέους των Ηνωμένων Πολιτειών, παρέχοντας μια δομημένη προσέγγιση για την εξεύρεση λύσεων. Μια τέτοια επιτροπή θα μπορούσε να είναι ο μόνος τρόπος για να αναγκαστεί το Κογκρέσο να δράσει. Οι επίτροποι μπορούν να συμμετάσχουν σε ανοιχτές συζητήσεις χωρίς το φόβο πολιτικών αντιποίνων, γεγονός που θα δώσει χώρο σε πιο παραγωγικές διαβουλεύσεις.
Το Κογκρέσο θα πρέπει να συνδυάσει τη δημιουργία μιας δημοσιονομικής επιτροπής με μια νομοθεσία για την κατάργηση του ανώτατου ορίου χρέους. Το πλαφόν χρέους δεν κάνει τίποτα για τον περιορισμό του και θέτει τακτικά σε κίνδυνο την πιστοληπτική ικανότητα των Ηνωμένων Πολιτειών. Το πιο δυσάρεστο είναι ότι η ύπαρξή του επιτρέπει στα μέλη του κόμματος της μειοψηφίας να παίζουν μια σουρεαλιστική παντομίμα που υπονομεύει την πιστοληπτική ικανότητα των ΗΠΑ. Μπορούμε να κάνουμε και χωρίς αυτή την παντομίμα.
Ο νόμος για τη δημοσιονομική σταθερότητα, που εισήχθη από τους πρώην (πλέον) γερουσιαστές Joe Manchin και Mitt Romney κατά την τελευταία σύνοδο του Κογκρέσου, αποσκοπούσε στη δημιουργία μιας 16μελούς διακομματικής επιτροπής, συμπεριλαμβανομένων εξωτερικών εμπειρογνωμόνων, για την αντιμετώπιση του κρατικού χρέους. Μια παρόμοια επιτροπή, με επικεφαλής τον Άλαν Γκρίνσπαν τη δεκαετία του 1980, εισήγαγε με επιτυχία μεταρρυθμίσεις στην κοινωνική ασφάλιση εκείνη τη δεκαετία. Η Επιτροπή Simpson-Bowles το 2010 συνέστησε προσεκτικές δημοσιονομικές μεταρρυθμίσεις, αλλά ο Πρόεδρος Ομπάμα -ο οποίος είχε υπογράψει τη νομοθεσία που δημιούργησε την επιτροπή- και το Κογκρέσο ουσιαστικά αγνόησαν το έργο της Επιτροπής.
Είναι καιρός οι ηγέτες μας στην Ουάσιγκτον να κάνουν ό,τι έκανε ο Ρος Περό πριν από τρεις δεκαετίες. Κατάλαβε ότι το να είσαι ηγέτης δεν σημαίνει να διαλέγεις τον ευκολότερο δρόμο για να κατευνάσεις τον λαό. Ήξερε ότι το να είσαι ηγέτης σήμαινε να λες στους ψηφοφόρους αυτό που πρέπει να μάθουν.
Η Ύφεση της δεκαετίας του 1930 έφερε την εφαρμογή του New Deal. Ο στασιμοπληθωρισμός της δεκαετίας του 1970 άνοιξε τον δρόμο για την "επανάσταση Ρέιγκαν". Οι επόμενοι μήνες και τα επόμενα χρόνια θα μπορούσαν να είναι η τελευταία, και μεγαλύτερη, ελπίδα της Ουάσιγκτον να συμμαζευτεί πριν η δημοσιονομική κρίση επιβάλει σκληρές λύσεις που δεν θα αρέσουν σε κανέναν.
Απόδοση - επιμέλεια: Μιχάλης Παπαντωνόπουλος