Του Τάσου Δασόπουλου
Η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας κατά 2,7% το 2ο τρίμηνο του χρόνου, έναντι 0,5% που αναπτύχθηκε το ίδιο διάστημα η Ευρωζώνη, δεν είναι αποτέλεσμα μόνο της δυναμικής που έχει αναπτύξει η οικονομία μετά τον κορονοϊό, αλλά και μιας σχετικής "ανοσίας" που έχει απέναντι στις διαδοχικές αυξήσεις επιτοκίων από την ΕΚΤ.
Το ιδιαίτερο αυτό χαρακτηριστικό σημειώνει σε έκθεσή της η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, τονίζοντας ότι η Ελλάδα έχει τη μικρότερη επίδραση στην οικονομία της από τις αυξήσεις επιτοκίων, τόσο σε ό,τι αφορά τον δημόσιο όσο και τον ιδιωτικό τομέα. Με τη σημείωση αυτή η Επιτροπή περιγράφει γενικά το αποτέλεσμα των ειδικών χαρακτηριστικών της οικονομίας που έχουν καταγραφεί στο διάστημα από τον περασμένο Ιούλιο όταν η ΕΚΤ από αρνητικό (-0,5%) ανέβασε το βασικό παρεμβατικό της επιτόκιο στο 4,25%.
Κανονικά, αυτό θα είχε ανάλογα αυξημένο κόστος και στην εξυπηρέτηση του δημοσίου. Ωστόσο, αυτό δεν συνέβη. Σε απόλυτους αριθμούς , η απόδοση του ελληνικού 10ετούς ομολόγου από το 3,5% τον Ιούλιο του 2022 αυξήθηκε μεν, αλλά στο 3,9% τις πρώτες μέρες του Σεπτεμβρίου. Σε ό,τι αφορά τη συνολική επιβάρυνση του κόστους εξυπηρέτησης του χρέους, έχουμε μείωση αντί αύξησης. Τούτο, με δεδομένο ότι από το συνολικό δημόσιο χρέος των 358 δισ. ευρώ, τα 260 δισ. ευρώ είναι δάνεια του λεγόμενου επίσημου τομέα (Ευρωζώνη, EFSF, ESM) και είναι "κλειδωμένα" σε χαμηλά επιτόκια και έχουν διάρκεια μεγαλύτερη από 20 χρόνια. Οι ετήσιες χρηματοδοτικές ανάγκες του χρέους, είναι εξαιρετικά χαμηλές (κάτω από το10% του ΑΕΠ), επιτρέποντας πολύ μικρά ετήσια προγράμματα δανεισμού και άρα, μικρότερη έκθεση στα υψηλά επιτόκια της αγοράς. Ακόμη και όταν το δημόσιο δανείζεται από τις αγορές τα τελευταία δύο χρόνια, κρατά το κόστος δανεισμού χαμηλά, με διαθέσιμες "ανοιχτές" θέσεις swap επιτοκίων.
Επιπλέον, πέρσι, το δημόσιο αποπλήρωσε πρόωρα και διέγραψε χρέος συνολικού ύψους 7,1 δισ. ευρώ (1,8 δισ. στο ΔΝΤ και 5,3 δισ. για το διμερές δάνειο με την Ευρωζώνη) κερδίζοντας 86 εκατ. ευρώ σε τόκους. Φέτος, αναμένεται να αποπληρώσει επιπλέον 5,3 δισ. από το διμερές δάνειο με την Ευρωζώνη (GLLF), κερδίζοντας και άλλα 45 εκατ. ευρώ σε τόκους.
Ο ιδιωτικός τομέας
Ούτε όμως και ιδιωτικός τομέας φέρεται να πιέζεται ιδιαίτερα από την αύξηση των επιτοκίων. Με βάση τα στοιχεία των τραπεζών, από τις περίπου 850.000 μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις και ελεύθερους επαγγελματίες, τραπεζικό προφίλ έχουν περίπου 50.000. Το γεγονός αυτό, αποτελεί διαχρονικό πρόβλημα για το σύνολο της οικονομίας. Ωστόσο, σε ό,τι έχει να κάνει με την αύξηση των επιτοκίων, μπορεί να θεωρηθεί ως θετικό στοιχείο, αφού μειώνει σημαντικά, τον κίνδυνο για νέα "κόκκινα" δάνεια.
Οι επιχειρήσεις οι οποίες έχουν τραπεζικό προφίλ, έχουν εναλλακτική τα χαμηλότοκα δάνεια ύψους 12,7 δισ. ευρώ από το Ταμείο Ανάπτυξης τα οποία θα αυξηθούν στα 17,7 δισ. μετά την έγκριση του νέου δανείου για το REpowerEU.
Επίσης, οι μικρότερες επιχειρήσεις που έχουν ανάγκη για κεφάλαιο κίνησης μπορούν να βοηθηθούν από τις εγγυήσεις της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας.
Στα στεγαστικά δάνεια, οι τράπεζες προτείνουν σταθερά στους πελάτες του κυμαινόμενα επιτόκια, με την προοπτική της πτώσης των επιτοκίων του Ευρώ τα επόμενα 2-3 χρόνια που θα μειώσουν και τις μηνιαίες δόσεις.
Όσοι έχουν ήδη δανειστεί σε κυμαινόμενα επιτόκια, μπορούσαν να ενταχθούν στη ρύθμιση με την οποία οι τράπεζες κάλυπταν το 50% των αυξήσεων του επιτοκίου για ένα χρόνο.
Οι χαμηλοί ακόμη ρυθμοί πιστωτικής επέκτασης στον ιδιωτικό τομέα (τον Ιούλιο τα νέα δάνεια στον ιδιωτικό τομέα μειώθηκαν κατά 1,2% έναντι αύξησης 2,8% του Ιούνιο), κρατούν σε χαμηλά επίπεδα και την πιθανότητα δημιουργία νέας γενιάς κόκκινων δανείων για το σύνολο της ιδιωτικής οικονομίας.