Του Roger Conrad
Το χειρότερο λάθος που θα κάνουν οι επενδυτές φέτος δεν θα είναι να κολλήσουν με μια μετοχή, μετά την ανακοίνωση απογοητευτικών αποτελεσμάτων. Και με όλο τον σεβασμό προς τους οικονομικούς μελλοντολόγους, ούτε θα είναι η εσφαλμένη εκτίμηση για την αποφασιστικότητα της κεντρικής Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ να καταπολεμήσει τον πληθωρισμό ούτε ο όλο και μεγαλύτερος κίνδυνος οικονομικής ύφεσης, με τη Fed αυξάνει τα επιτόκια με τον ταχύτερο ρυθμό από τη δεκαετία του 1980.
Οι πιθανότητες για μια νέα μεγάλη πτώση του αμερικανικού χρηματιστηρίου αυξάνονται. Όπως έγραψε ο συνεργάτης μου Elliott Gue αυτή την εβδομάδα για τα μέλη του CT Trader, ο S&P 500 και τα ETF που παρακολουθούν την απόδοσή του βασίζονται σε πολύ λίγες και πολύ ακριβές μετοχές. Όπως έχει αποδειχθεί, αυτή είναι η συνταγή για χάσούρα.
Τα 10 μεγαλύτερα ονόματα του S&P 500 -με βάση την κεφαλαιοποίησή τους- αποτιμώνται στο 26% της συνολικής αξίας του δείκτη. Οι 50 κορυφαίες εταιρείες -ο νέος Nifty 50 αν θέλετε- ξεπερνούν το 56% της αξίας του δείκτη, πλησιάζοντας το ποσοστό που κατείχαν πριν από έναν χρόνο, όταν άρχιζε η πτώση της Wall.
Το χειρότερο, όμως, είναι πως ο S&P 500 τιμολογείται σε 30πλάσια αξία των κερδών του, όπως αυτά υπολογίζονται κατά την τελευταία δεκαετία. Και οι εκτιμήσεις για τα κέρδη των επόμενων 12 μηνών σπάνια διέβλεπαν μεγαλύτερο κίνδυνο κατρακύλας από ό,τι σήμερα.
Εδώ και πάνω από έναν χρόνο, τα περιθώρια κέρδους βρίσκονται υπό πίεση λόγω του πληθωρισμού. Θα συμπιεστούν και άλλο εάν η οικονομία μπει σε ύφεση ύφεσης. Πολλές εταιρείες κινδυνεύουν από μεγάλες αυξήσεις των δαπανών για τόκους δανείων, ιδίως εάν βασίζονται σε χρέος με κυμαινόμενο επιτόκιο, εάν βρίσκονται προ λήξεως ομολόγων ή/και εάν έχουν πρόσβαση στις αγορές για να βρουν χρηματοδότηση για τις επενδύσεις τους.
Το 2021, ο τεχνολογικά σταθμισμένος Nasdaq αποδείχθηκε ιδιαίτερα ευάλωτος στις υψηλές αποτιμήσεις και τα επισφαλή περιθώρια κέρδους, χάνοντας περίπου το 1/3 της αξίας του. Φέτος, και άλλοι κλάδοι ενδέχεται να ακολουθήσουν τον δρόμο της τεχνολογίας, λογικά μετά την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων για το δ' τρίμηνο και των επικαιροποιημένων προβλέψεις που θα γνωστοποιηθούν εντός του επόμενου μήνα.
Το μεγαλύτερο λάθος των επενδυτών για το 2023 δεν θα είναι ότι δεν θα παίξουν άμυνα. Αντιθέτως: θα είναι η μη συμμετοχή τους σε αυτό που θα ακολουθήσει μόλις η Fed κηρύξει τη νίκη της επί του πληθωρισμού και χαλαρώσει τη νομισματική της πολιτική.
Η αύξηση των επιτοκίων προκειμένου να μειωθεί η ζήτηση είναι μια δοκιμασμένη λύση για να υποχωρήσει βραχυπρόθεσμα ο πληθωρισμός. Αλλά η αύξηση του κόστους δανεισμού περικόπτει τις επενδύσεις. Έτσι, όταν η Fed χαλαρώνει την πολιτική της, η προσφορά υστερεί ακόμη περισσότερο σε σχέση με τη ζήτηση, οδηγώντας τις τιμές ακόμη υψηλότερα και επιδεινώνοντας τον πληθωρισμό.
Για παράδειγμα, από τον Ιούλιο του 1967 έως τον Αύγουστο του 1969, η Fed αύξησε τα επιτόκια από το 3,79 στο 9,19%. Από τον Ιούλιο του 1971 έως τον Ιούλιο του 1974, η Fed έσπρωχνε την οικονομία στα "βαθιά νερά" της ύφεσης εκτοξεύοντας τα επιτόκια από το 4% στο 13%. Και από τον Αύγουστο του 1977 έως τον Μάιο του 1981, ο επικεφαλής της Federal Reserve, Paul Volcker, έστειλε τα επιτόκια από το 4,75% στο θηριώδες 20%, προκαλώντας μια -σχεδόν- παγκόσμιας κλίμακας ύφεση.
Ωστόσο, κάθε φορά που η Fed έκανε πίσω, ο πληθωρισμός επέστρεφε με ορμή. Αυτό έγινε και τη δεκαετία του 1980, όταν μετά τον Volcker το δολάριο κατέρρευσε, η τιμή του πετρελαίου υπερδιπλασιάστηκε μέσα σε έναν χρόνο και ο χρυσός επανήλθε πρόσκαιρα στο ιστορικό του υψηλό, ξεπερνώντας τα 800 δολάρια η ουγγιά στα τέλη του 1987.
Μόνο ο συνδυασμός της συνεπούς φιλοεπενδυτικής δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής, καθώς και η ανάδειξη της Κίνας ως χώρας-παραγωγού με χαμηλό κόστος, έκλεισε το χάσμα μεταξύ προσφοράς και ζήτησης και έβαλε τέλος στον υψηλό πληθωρισμό των δεκαετιών του 1960, '70 και '80.
Είναι μύθος ότι πολλοί επενδυτές δεν δημιούργησαν πραγματικό πλούτο κατά τις δεκαετίες του 1970 και του '80. Απλώς για να πετύχουν έπρεπε να αγοράσουν ή να τοποθετηθούν σε προϊόντα και περιουσιακά στοιχεία που πάνε καλά σε περιόδους υψηλού πληθωρισμού. Οι μέσοι όροι της αγοράς δεν αρκούσαν.
Σήμερα, τα δημοφιλέστερα οικονομικά ΜΜΕ δημοσιεύουν ιστορίες για επενδυτές που αναβάλλουν τη συνταξιοδότησή τους λόγω των απωλειών που υπέστησαν το 2022. Και δυστυχώς, όσοι ποντάρουν στα ETFs δεικτών για να αναπληρώσουν τα "σπασμένα" μες το 2023, πιθανότατα θα νιώσουν μεγαλύτερο πόνο.
Το περασμένο έτος, ωστόσο, έκρυβε ουκ ολίγες ευκαιρίες για όσους γνώριζαν τι πρέπει να αγοράσουν και λειτούργησαν με βάση αυτή τη γνώση. Στις αρχές του 2022, για παράδειγμα, ο κλάδος του πετρελαίου και φυσικού αερίου ήταν κοντά στο ιστορικό χαμηλό του S&P 500 και πολλοί επενδυτές τον απέφευγαν. Ο κλάδος ανέκαμψε με ράλι 65% ενώ ο S&P 500 έχασε 18%. Τα περισσότερα δημοφιλή ETFs έχασαν σχεδόν εξ ολοκλήρου αυτό το κέρδος, λόγω της συγκέντρωσης των επενδυτών στα μεγάλα ονόματα της τεχνολογίας.
Αρκετές από τις επενδύσεις που αποδίδουν καλά σε περιόδους υψηλού πληθωρισμού θα έπρεπε να είναι προφανείς. Η ενέργεια, για παράδειγμα, βρίσκεται ακόμη στην αρχή μιας μακροπρόθεσμης ανοδικής τροχιάς, που έχει τις ρίζες της στα χρόνια υποεπενδύσεων.
Παρά τις προτιμήσεις των κυβερνήσεων στον ανεπτυγμένο κόσμο, πετρέλαιο και φυσικό αέριο θα παραμείνουν οι κυρίαρχες πηγές καυσίμων για τα επόμενα χρόνια. Και οι πολιτικές που αποθαρρύνουν τις επενδύσεις σε νέες γεωτρήσεις -καθώς και στις απαραίτητες υποδομές, όπως αγωγοί- θα επιδεινώσουν τη μακροπρόθεσμη ανισορροπία μεταξύ των περιορισμένων προμηθειών και της αυξανόμενης ζήτησης.
Αντίθετα, οι κυβερνήσεις χρηματοδοτούν την ανάπτυξη των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Αλλά τα περιθώρια κέρδους για την παραγωγή αιολικής και ηλιακής ενέργειας θα αυξηθούν μαζί με τις υψηλότερες τιμές του πετρελαίου και του φυσικού αερίου. Το ίδιο θα συμβεί και με τις τιμές των βασικών φυσικών πόρων που απαιτούνται για την ανάπτυξη των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, από τον χαλκό και το σιδηρομετάλλευμα, μέχρι τα μέταλλα για την κατασκευή μπαταριών, όπως το νικέλιο και το λίθιο.
Ίσως δεν έχετε σκεφτεί ότι τα REITs επωφελήθηκαν από τον πληθωρισμό, αφού εξαιτίας του αυξήθηκαν τα ενοίκια και η αξία της γης.
Τα REITs παρέχουν στους επενδυτές το πλεονέκτημα ότι κατέχουν ακίνητη περιουσία χωρίς τα προβλήματα που απορρέουν από τη διαχείρισή της. Οι πιο πετυχημένοι στην κατηγορία αυτή θα δουν σημαντικά κέρδη και αύξηση μερισμάτων και τιμής των μετοχών τα επόμενα χρόνια.
Οι εταιρείες που μπορούν να μετακυλήσουν την αύξηση του κόστους στους πελάτες τους θα ευημερήσουν και σε περιόδους υψηλού πληθωρισμού. Στις τάξεις τους περιλαμβάνονται μεγάλοι παίκτες από ευρεία γκάμα κλάδων: από τις υπηρεσίες εστίασης έως τις επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας. Ακόμη και ορισμένα ομόλογα θα βγουν κερδισμένα, υπό την προϋπόθεση ότι οι αγοραστές θα είναι μεθοδικοί στις αγορές τους και θα επιμείνουν σε βραχυπρόθεσμες λήξεις.