Του Giacomo Tognini
Ο πρώην πρωθυπουργός της Ιταλίας και δισεκατομμυριούχος επιχειρηματίας Σίλβιο Μπερλουσκόνι απεβίωσε τη Δευτέρα σε ηλικία 86 ετών στο νοσοκομείο San Raffaele του Μιλάνου. Ο μεγιστάνας των μέσων ενημέρωσης που μπήκε στην πολιτική ζωή αποτέλεσε εμβληματική προσωπικότητα στην Ιταλία επί δεκαετίες: αρχικά ως ένας θρασύς επιχειρηματίας που δημιούργησε τον μεγαλύτερο όμιλο μέσων ενημέρωσης στη χώρα και έπειτα ως ο μακροβιότερος Ιταλός πρωθυπουργός μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Υπήρξε αμφιλεγόμενη προσωπικότητα τόσο στον πολιτικό όσο και στον προσωπικό του βίο, ενώ ήρθε αντιμέτωπος με μια σειρά δικαστικών ερευνών κατά τη σταδιοδρομία του, και καταδικάστηκε το 2013 για φορολογική απάτη και το 2015 για δωροδοκία πρώην γερουσιαστή.
"Με βαθιά θλίψη και ειλικρινή συμπόνοια η Fininvest θυμάται τον ιδρυτή της, Σίλβιο Μπερλουσκόνι", αναφέρεται σε ανακοίνωση της εταιρείας. "Η δημιουργική του δύναμη, η επιχειρηματική του ιδιοφυΐα, το αίσθημα δικαίου που χαρακτήριζε τις ενέργειές του και η απαράμιλλη ανθρωπιά του αποτελούσαν ανέκαθεν αναπόσπαστο κεφάλαιο της εταιρείας". Το Forza Italia, το πολιτικό κόμμα που ίδρυσε ο Μπερλουσκόνι το 1994, τον αποχαιρέτησε στο Twitter με το μήνυμα "Αντίο Πρόεδρε". Ακόμη δεν έχει ανακοινωθεί επισήμως η αιτία θανάτου, αλλά τον Απρίλιο ο Μπερλουσκόνι είχε διαγνωστεί με λευχαιμία - τότε νοσηλεύτηκε επί 45 ημέρες για να ξεπεράσει μια πνευμονική λοίμωξη. Την Παρασκευή εισήχθη εκ νέου στο νοσοκομείο για "προγραμματισμένες εξετάσεις".
Ο Μπερλουσκόνι μπήκε για πρώτη φορά στη λίστα του Forbes World's Billionaires το 1988 -δεύτερη χρονιά που καταρτιζόταν η συγκεκριμένη λίστα- με την αξία της περιουσίας του να εκτιμάται κατά τον επίμαχο χρόνο στο 1 δισ. δολάρια. Έκτοτε, δεν έλειψε από τη λίστα ούτε μία χρονιά. Το Forbes υπολογίζει πως η καθαρή αξία του Μπερλουσκόνι την ημέρα του θανάτου του ανερχόταν στα 6,8 δισ. δολάρια. Η περιουσία του οφείλεται κατά κύριο λόγο στον όμιλο μέσων ενημέρωσης Fininvest, ο οποίος έχει συμμετοχές στον ραδιοτηλεοπτικό φορέα MediaForEurope, στον εκδοτικό οίκο Mondadori και στην ιταλική τράπεζα Banca Mediolanum. Μετά τις εκλογές του περασμένου Σεπτέμβρη, εκπροσωπούσε το κόμμα του Forza Italia ως γερουσιαστής. Το Forza Italia συγκέντρωσε ποσοστό 8% στις πρόσφατες εκλογές και συμμετείχε στον κυβερνητικό συνασπισμό υπό την πρωθυπουργία της Τζόρτζια Μελόνι.
Σύμφωνα με τα τελευταία δημόσια έγγραφα που κατέθεσε η εταιρεία στο ιταλικό μητρώο επιχειρήσεων, ο Μπερλουσκόνι κατείχε άμεσα το 61,2% της Fininvest, ενώ τα μεγαλύτερα παιδιά του, η Μαρίνα και ο Πιερ Σίλβιο, κατέχουν από 7,65%. Η Ελεονόρα, η Μπάρμπαρα και ο Λουίτζι Μπερλουσκόνι, παιδιά του "Καβαλιέρε" από τον δεύτερο γάμο του με την ηθοποιό Βερόνικα Λάριο, έχουν ποσοστό 7,14% έκαστο. Από το 2005 η Μαρίνα είναι πρόεδρος της Fininvest, ενώ οι Μπάρμπαρα, Λουίτζι και Πιερ Σίλβιο συμμετέχουν στο διοικητικό συμβούλιο της εταιρείας.
Ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι γεννήθηκε στο Μιλάνο το 1936. Στην ίδια πόλη πήγε γυμνάσιο. Αργότερα πουλούσε ηλεκτρικές σκούπες και τραγουδούσε σε νυχτερινά κέντρα και σε κρουαζιερόπλοια, για να αποφοιτήσει με πτυχίο νομικής από το Πανεπιστήμιο του Μιλάνου το 1961. Απαλλάχθηκε από τη στρατιωτική θητεία -σύμφωνα με πληροφορίες, ως ο πρωτότοκος της οικογένειας- και μετά τις σπουδές του δημιούργησε μια εταιρεία ακινήτων στο Μιλάνο. Έπειτα από τρία χρόνια νυμφεύθηκε την Καρλα Λουτσία Ελβίρα Νταλ Όλιο, με την οποία απέκτησε δύο παιδιά: τη Μαρίνα και τον Πιερ Σίλβιο.
Η εταιρεία ακινήτων έγινε... αυτοκρατορία τη δεκαετία του 1970, καθώς ο Μπερλουσκόνι αγόρασε γη και έχτισε συγκροτήματα κατοικιών σε όλο το Μιλάνο και την περιοχή της Λομβαρδίας, συμπεριλαμβανομένου του φιλόδοξου σχεδίου του να χτίσει από το μηδέν μια νέα γειτονιά, το Milano 2, όπου σήμερα κατοικούν περίπου 6.000 άνθρωποι. Το 1977, χρίστηκε ιππότης του Τάγματος της Αξίας, μιας από τις υψηλότερες τιμητικές διακρίσεις στην Ιταλία, παίρνοντας το παρατσούκλι Il Cavaliere ("Ο Ιππότης") - έναν τίτλο τον οποίο αποποιήθηκε οικειοθελώς μετά την καταδίκη του για φορολογική απάτη το 2013. Το 1980, τέσσερα χρόνια μετά την αγορά ενός τηλεοπτικού σταθμού στο Μιλάνο, του κέντρισε το ενδιαφέρον το πανεθνικό τηλεοπτικό μονοπώλιο της κρατικής RAI, και έτσι μετέτρεψε το Canale 5 του στο πρώτο ιδιωτικό τηλεοπτικό δίκτυο με εμβέλεια σε όλη τη χώρα.
Η περιουσία του μεγάλωσε τη δεκαετία του 1980, καθώς συνέχισε να αγοράζει τηλεοπτικούς σταθμούς και να επεκτείνεται σε όλη την Ιταλία, ενώ το 1986 ενίσχυσε το προφίλ του αγοράζοντας την A.C. Μίλαν, εκ των κορυφαίων ποδοσφαιρικών ομάδων της χώρας. Ο Μπερλουσκόνι χώρισε με την πρώτη του σύζυγο το 1985 και νυμφεύθηκε τη Λάριο πέντε χρόνια μετά. Έπειτα από ένα μεγάλο σκάνδαλο διαφθοράς που συντάραξε την πολιτική σκηνή της Ιταλίας, οδηγώντας τα μεγάλα κόμματα της εποχής σε κατάρρευση στις αρχές της δεκαετίας του 1990, ο Μπερλουσκόνι "δημιούργησε" μια ευκαιρία αξιοποιώντας το προφίλ του. Το 1994, ίδρυσε το κεντροδεξιό Forza Italia! και στις εκλογές που ακολούθησαν εξασφάλισε την πλειοψηφία στο ιταλικό κοινοβούλιο, με 43%, συμμαχώντας με τη Λέγκα του Βορρά. Όμως η πρώτη του θητεία στην εξουσία ήταν βραχύβια: η κυβερνητική συνεργασία κατέρρευσε γρήγορα και ο Μπερλουσκόνι έχασε τις επόμενες εκλογές το 1996.
Μετά από πέντε χρόνια στην αντιπολίτευση -όπου μεταξύ άλλων είχε να αντιμετωπίσει έρευνες σε βάρος του για διαφθορά, όπως οι κατηγορίες για παράνομες δωρεές προς το Ιταλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα το 1991 και για μια λογιστική απάτη που σχετιζόταν με τη Fininvest (και οι δύο υποθέσεις τελικά αποσύρθηκαν)- ο Μπερλουσκόνι εκλέχθηκε πρωθυπουργός το 2001. Παρέμεινε στην εξουσία μέχρι το 2006, στέλνοντας ιταλικά στρατεύματα στους πολέμους των ΗΠΑ σε Ιράκ και Αφγανιστάν, ενώ η ήττα του στις περιφερειακές εκλογές τον ανάγκασαν να υποβάλει την παραίτησή του το 2005. Συμμετείχε εκ νέου στην εκλογική μάχη του 2006, αλλά έχασε. Δύο χρόνια μετά, η κεντροαριστερή κυβέρνηση που τον διαδέχθηκε διαλύθηκε και ο Μπερλουσκόνι κέρδισε τις εθνικές εκλογές που ακολούθησαν, στην τρίτη του θητεία ως πρωθυπουργός.
Έως τότε, ο Μπερλουσκόνι είχε βρεθεί στο μικροσκόπιο μιας σειράς δικαστικών ερευνών - συνολικά, αντιμετώπισε περισσότερες από 20 νομικές διαδικασίες στη ζωής του, όπου κατηγορήθηκε για κατάχρηση εξουσίας μέχρι και προσέλκυση ανήλικης σε πορνεία. Εκτός από τις καταδίκες του 2013 και 2015, στις υπόλοιπες υποθέσεις ο Μπερλουσκόνι αθωώθηκε - ή αποσύρθηκαν οι καταγγελίες. Η καταδικαστική απόφαση του 2015 κατέπεσε δύο χρόνια μετά, και αφού είχε παρέλθει ο χρόνος παραγραφής του αδικήματος. Με την τρίτη θητεία του έσπασε το ρεκόρ του μακροβιότερου πρωθυπουργού από την ίδρυση της Ιταλικής Δημοκρατίας το 1946. Ωστόσο, το 2011 η Ιταλία είχε περιέλθει σε βαθιά οικονομική ύφεση λόγω της κρίσης χρέους της Ευρωζώνης. Ο Μπερλουσκόνι παραιτήθηκε εκχωρώντας την εξουσία σε μια κυβέρνηση τεχνοκρατών με επικεφαλής τον οικονομολόγο Μάριο Μόντι. Το 2012, ο Μπερλουσκόνι και η Λάριο πήραν διαζύγιο μετά από τρία χρόνια σε διάσταση.
Και μπορεί ο Μπερλουσκόνι να παραιτήθηκε από την πρωθυπουργία, όμως ο "Καβαλιέρε" δεν εγκατέλειψε ποτέ ούτε τις επιχειρήσεις ούτε την πολιτική: διατήρησε τον έλεγχο της αυτοκρατορίας του, της Fininvest, και παρέμεινε επικεφαλής του κόμματός του, Forza Italia, μέχρι τον θάνατό του. Στο μεταξύ, διετέλεσε ευρωβουλευτής από τον Μάιο του 2019 έως τον Οκτώβριο του 2022. Τον Ιούνιο του 2017 πούλησε τη Μίλαν σε Κινέζους επενδυτές έναντι 630 εκατ. δολαρίων, αλλά παρέμεινε στον χώρο του ποδοσφαίρου εξαγοράζοντας το 2018 την A.C. Μόντσα, που εδρεύει κοντά στη βίλα του Μπερλουσκόνι στο Αρκόρε (κατασκευής 18ου αιώνα). Κατά την περίοδο της πανδημίας του κορονοϊού, ο Μπερλουσκόνι δώρισε περίπου 10 εκατ. ευρώ στην περιφέρεια της Λομβαρδίας, που δοκιμάστηκε σκληρά από την υγειονομική κρίση, για την ανέγερση ενός νέου νοσοκομείου στο πρώην εκθεσιακό κέντρο Fiera Milano στο Μιλάνο.