Συνέντευξη στον Σπύρο Δημητρέλη, διευθυντή του "Forbes Greece"
Την ανάγκη οι τράπεζες να αναζητήσουν μια νέα κοινωνική συμφωνία τονίζει σε συνέντευξή του στο "Forbes Greece" o κ. Βασίλης Ψάλτης, Διευθύνων Σύμβουλος της Alpha Bank.
Απαντώντας στην κριτική που δέχεται ο τραπεζικός κλάδος για την υψηλή του κερδοφορία και για το γεγονός ότι αυτή η κερδοφορία έχει γίνει αντικείμενο πολιτικής εκμετάλλευσης και αντιπαράθεσης, λέει "ότι αποδίδεται στις τράπεζες μια ευθύνη που δεν είναι δική τους: η αποτυχία βελτίωσης της οικονομικής θέσης όλων των πολιτών", και τονίζει με νόημα ότι "απαιτείται μια ψύχραιμη και αντικειμενική αποτίμηση της συνεισφοράς των τραπεζών στην κοινωνία και την οικονομία".
Ο κ. Ψάλτης τονίζει, παράλληλα, την ανάγκη οι τράπεζες να προχωρήσουν με μεγαλύτερη τόλμη στη στήριξη καινοτόμων επενδυτικών σχεδίων, ενώ αποκρούει την κριτική περί ψαλίδας μεταξύ επιτοκίων καταθέσεων και χορηγήσεων, σημειώνοντας ότι οφείλεται στην υπερβάλλουσα προσφορά καταθέσεων και στη δομή της καταθετικής βάσης των ελληνικών τραπεζών, όπου το 70% των καταθέσεων εμφανίζει μικρά υπόλοιπα, συνήθως κάτω των 1.000 ευρώ.
Μάλιστα, σε ερώτηση για τον πέμπτο τραπεζικό πόλο, χαρακτηρίζει ευπρόσδεκτο τον ανταγωνισμό στο επίπεδο τιμολογιακής πολιτικής και παροχής προϊόντων και υπηρεσιών. Ο κ. Ψάλτης αναλύει τα μεγάλα οφέλη για την τράπεζα και την ελληνική οικονομία από τη στρατηγική συνεργασία της Alpha Bank με την ιταλική UniCredit και ξεκαθαρίζει ότι αναμένει "αύξηση των μερισμάτων ήδη από τα κέρδη του 2024, με διανομές που τα επόμενα χρόνια θα υπερβαίνουν σωρευτικά το 30% της τρέχουσας κεφαλαιοποίησης" της Alpha Bank στο Χρηματιστήριο. Τέλος, εκτιμά ότι η τρέχουσα χρηματιστηριακή αποτίμηση της Alpha Bank δεν αντανακλά πλήρως την πραγματική αξία της τράπεζας.
Οι τράπεζες βρίσκονται στο επίκεντρο της κριτικής, αλλά και της πολιτικής αντιπαράθεσης, σχεδόν επί 20 χρόνια, ανεξαρτήτως πολιτικού στίγματος κυβερνήσεων. Ποια είναι η δική σας οπτική για τις σχέσεις τραπεζών-κοινωνίας μετά την κρίση;
Δεν είναι μόνον ελληνική ιδιαιτερότητα αυτό που περιγράφετε. Σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες οι τράπεζες παρουσιάζονται σταθερά στη δημόσια σφαίρα ως οι απόλυτοι υπεύθυνοι για κάθε οικονομική κρίση, κάτι που τις κατατάσσει σε χαμηλά επίπεδα αποδοχής βάσει δημοσκοπικών ευρημάτων. Αποδίδεται στις τράπεζες μια ευθύνη που δεν είναι δική τους: η αποτυχία βελτίωσης της οικονομικής θέσης όλων των πολιτών. Στη χώρα μας η τάση επιδεινώθηκε, προφανώς, λόγω της έντασης και της μακράς χρονικής διάρκειας της κρίσης της περασμένης δεκαετίας και των συλλογικών εμπειριών που τη συνόδευσαν.
Πρώτον, διότι δεν είπαμε με ευθύτητα στον κόσμο πως στα Μνημόνια μας οδήγησε η δημοσιονομική κατάρρευση του Δημοσίου και όχι τυχόν κακοδιαχείριση των τραπεζών, κάτι που ίσχυσε σε άλλες χώρες.
Δεύτερον, λόγω της πολιτικής αντιπαράθεσης στην πορεία υλοποίησης των Μνημονίων με επίκεντρο την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών. Η ανακεφαλαιοποίηση έγινε για να προστατευτούν οι καταθέσεις των πολιτών, οι οποίοι δεν έχασαν ούτε ένα ευρώ, παρά την πτώχευση της χώρας. Και σε αυτό οφείλουμε να αναγνωρίσουμε και την πολύτιμη βοήθεια της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Δεν έγινε για να "σωθούν" οι μέτοχοι, καθώς αυτοί, με τη συμμετοχή των τραπεζών στο PSI το 2012, υπέστησαν καθολικές ζημίες, ενώ έχασαν ξανά τα χρήματά τους μετά την περιπέτεια του θέρους του 2015.
Υπάρχει όμως και ένας τρίτος λόγος: το κρίσιμο κοινωνικό ζήτημα της οριστικής διευθέτησης των χρεών χιλιάδων νοικοκυριών δεν έχει ακόμη λυθεί. Οι τράπεζες, ορθώς, επικεντρωθήκαμε πρωτίστως στην εξυγίανση των ισολογισμών μας από τα κόκκινα δάνεια, βασιζόμενοι ως επί το πλείστον στην κρίσιμη βοήθεια που, μέσω του "Ηρακλή", μας προσέφερε το κράτος. Στόχος μας ήταν να μπορέσουμε, με καθαρούς ισολογισμούς, να υποστηρίξουμε την ανάπτυξη. Και το πετύχαμε – από την αρχή του 2019 έως τώρα η καθαρή πιστωτική επέκταση προσεγγίζει τα 23 δισ. Όμως, ενώ οι τράπεζες έχουν υποστεί σημαντικές απομειώσεις πωλώντας τα κόκκινα δάνεια στους νέους ιδιοκτήτες, αυτό το όφελος δεν έχει περάσει ακόμη καθολικά από τους servicers στους δανειολήπτες, οι οποίοι αισθάνονται μεγάλη αβεβαιότητα για τη μορφή που θα πάρει η εξυγίανση των οικογενειακών τους ισολογισμών. Αυτή η καθυστέρηση, όμως, δεν οφείλεται στις τράπεζες.
Η δημοσιονομική κρίση οδήγησε στο να έχουμε δύο –το επαναλαμβάνω δύο– κερδοφόρες χρήσεις τα τελευταία 17 χρόνια. Παρ’ όλα αυτά, όμως, οι τράπεζες θέσαμε ως άμεση προτεραιότητα την ανάγκη εκσυγχρονισμού των υποδομών μας, κυρίως των ψηφιακών, και κινηθήκαμε ταχύτατα για να προσφέρουμε πλήρη κάλυψη των αναγκών των συμπολιτών μας, επενδύοντας εκατοντάδες εκατομμύρια προς αυτή την κατεύθυνση. Έτσι, κατά την περίοδο της πανδημίας, ήμασταν έτοιμοι και προσφέραμε στους συμπολίτες μας σύγχρονα ψηφιακά εργαλεία που επέτρεψαν την ασφαλή διεκπεραίωση του συνόλου των καθημερινών τραπεζικών συναλλαγών τους. Η στοχοπροσήλωση του ελληνικού τραπεζικού συστήματος στη βελτίωση των τεχνολογικών υποδομών συνέβαλε, επίσης, στην προσπάθεια πάταξης της εισφοροδιαφυγής, ενώ διευκόλυνε τη διάχυση των κρατικών επιδομάτων μέσω τραπεζικών προϊόντων, όπως τα passes.
Επιπλέον, αποδείξαμε στην πράξη τη διάθεσή μας να επιστρέψουμε ένα κοινωνικό μέρισμα στους πελάτες μας. Με πρωτοβουλίες όπως το "πάγωμα" των κυμαινόμενων επιτοκίων για τους συνεπείς δανειολήπτες, τα νοικοκυριά επωφελήθηκαν με οικονομική ελάφρυνση ύψους τουλάχιστον 300 εκατομμυρίων ευρώ. Ταυτόχρονα, συνδράμουμε σταθερά στην αναβάθμιση των εκπαιδευτικών και νοσηλευτικών υποδομών, αλλά και στην πρόληψη και αντιμετώπιση φυσικών καταστροφών, όπως φάνηκε και με τη στήριξή μας στη Θεσσαλία, όπου διατέθηκαν 50 εκατομμύρια ευρώ για την αποκατάσταση των ζημιών. Και, βεβαίως, προγραμματίζονται και άλλες σημαντικές πρωτοβουλίες για το μέλλον.
Νομίζω, κύριε Δημητρέλη, ότι όλα αυτά πρέπει να βρουν τη θέση που τους αρμόζει στη δημόσια συζήτηση, ώστε να υπάρξει μια ψύχραιμη και αντικειμενική αποτίμηση της συνεισφοράς των τραπεζών στην κοινωνία και την οικονομία.
Κοιτώντας μπροστά, είμαι πεπεισμένος πως οι τράπεζες οφείλουμε να αναζητήσουμε μία νέα κοινωνική συμφωνία. Αφενός, είναι υποχρέωσή μας να συνεχίσουμε να βελτιώνουμε τις υπηρεσίες μας για να ανταποκριθούμε στις αυξανόμενες απαιτήσεις των πελατών μας. Αφετέρου, οφείλουμε να επιδείξουμε μεγαλύτερη τόλμη στη στήριξη καινοτόμων προϊόντων και επενδυτικών σχεδίων – πλέον έχουμε απομακρυνθεί αρκετά από την κρίση, για να εξακολουθούμε να διακατεχόμεθα από φοβικά σύνδρομα. Επιπλέον, να συνεχίσουμε την "επιστροφή μερίσματος" στην κοινωνία μέσα από τα πολύ σημαντικά προγράμματά μας εταιρικής ευθύνης. Κυρίως, όμως, θα στοχεύσουμε στην πρόοδο, συμβάλλοντας με όλες μας τις δυνάμεις στην εξέλιξη του μοντέλου ανάπτυξης της χώρας μας, για να συγκλίνουμε σταθερά με την Ευρώπη, καλύπτοντας το επενδυτικό κενό που μας κληροδότησε η κρίση και διαχειριζόμενοι ενεργά τους όποιους κινδύνους μπορεί να απειλήσουν την πρόοδό μας.
Ας δούμε κάθε θέμα αναλυτικά. Επιτόκια καταθέσεων και χορηγήσεων. Για ποιον λόγο εμφανίζεται μεγαλύτερο άνοιγμα ψαλίδας σε σχέση με άλλες χώρες της Ευρωζώνης;
Ακούω με ενδιαφέρον την κριτική αυτή και χαίρομαι που μου δίνετε τη δυνατότητα να τοποθετηθώ. Σε ό,τι αφορά τις καταθέσεις, είναι αλήθεια ότι παρατηρείται μια διαφορά με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, η οποία κυμαίνεται γύρω στις 50 μονάδες βάσης. Αυτή όμως δεν προέρχεται από τις προθεσμιακές καταθέσεις, στις οποίες η απόδοση που προσφέρουν οι ελληνικές τράπεζες βρίσκεται κοντά στον ευρωπαϊκό μέσο όρο και όπου, σε αντίθεση με την υπόλοιπη Ευρώπη, δεν χρεώσαμε ποτέ τους πελάτες μας με αρνητικά επιτόκια. Δεν προέρχεται ούτε από τους λογαριασμούς όψεως και ταμιευτηρίου, καθώς αυτοί τιμολογούνται –λόγω των χαρακτηριστικών της άμεσης ρευστοποίησης– χαμηλά παντού στην Ευρώπη. Η απόκλιση οφείλεται κυρίως στη δομή της καταθετικής βάσης των ελληνικών τραπεζών, η οποία αποτελείται κατά 70% από καταθέσεις ιδιωτών με μικρά υπόλοιπα, συχνά μέχρι 1.000 ευρώ, τις οποίες οι πελάτες μας δεν έχει νόημα να μετατρέψουν σε προθεσμιακές, αφού μέσω αυτών εξυπηρετούν τις καθημερινές τους συναλλακτικές ανάγκες. Είναι και αυτό απότοκο της κρίσης, καθώς πριν από 15 χρόνια η μέση κατάθεση ιδιωτών ήταν υψηλότερη.
Επιπλέον, οι ελληνικές τράπεζες διαθέτουν, αυτή τη στιγμή, υπερβάλλουσα προσφορά καταθέσεων.
Πέραν όμως αυτών, θέλω με την ευκαιρία να αναφερθώ σε ακόμα ένα σημαντικό ζήτημα, που δεν έχει απασχολήσει επαρκώς τον δημόσιο διάλογο: οι καταθέσεις δεν είναι, στην πραγματικότητα, ένα μέσο για τη δημιουργία ή μεγέθυνση του πλούτου. Ιδιαιτέρως σε μια περίοδο που οι συντάξεις είναι σημαντικά μειωμένες σε σχέση με το παρελθόν, το βάρος πρέπει να πέσει στη μακροχρόνια αποταμίευση. Εάν κάποιος επιθυμεί να προγραμματίσει για το μέλλον, υπάρχουν άλλα κατάλληλα εργαλεία, όπως τα αμοιβαία κεφάλαια και τα συνταξιοδοτικά ασφαλιστικά προγράμματα, για την επιλογή των οποίων το εξειδικευμένο προσωπικό των τραπεζών είναι πολύτιμος βοηθός.
Έχουμε ακόμη πολύ δρόμο μπροστά μας – δεν είναι τυχαίο ότι στην Ελλάδα ο τομέας της διαχείρισης περιουσίας αντιστοιχεί περίπου στο 10% του ΑΕΠ, ενώ σε άλλες χώρες της Ε.Ε. κυμαίνεται μεταξύ 35% και 45%. Εμείς, ως Alpha Bank, πρωταγωνιστούμε μέσω της Alpha Asset Management και της συνεργασίας μας με τη UniCredit, προσφέροντας μια ευρεία γκάμα αποταμιευτικών και επενδυτικών προϊόντων, με αποδόσεις που κυμαίνονται από 3% έως 5% ετησίως, καλύπτοντας όλη τη διάρκεια του επιτοκιακού κύκλου, με συμμετοχή από πολύ μικρά ποσά. Ήδη, πάντως, βλέπουμε μια θετική μετακίνηση, καθώς, σε επίπεδο συστήματος, 6,5 δισ. ευρώ έχουν επενδυθεί σε τέτοια προϊόντα από τις αρχές του 2023 και επιπλέον 4,5 δισ. ευρώ έχουν τοποθετηθεί σε έντοκα γραμμάτια του Ελληνικού Δημοσίου, με ιδιαίτερα ελκυστικές αποδόσεις.
Να δούμε, ωστόσο, και τις χορηγήσεις...
Αναφορικά με τις χορηγήσεις, οι ελληνικές τράπεζες, σε συνεργασία με την κυβέρνηση, έδρασαν έγκαιρα και ουσιαστικά για την προστασία των δανειοληπτών με στεγαστικά, καθώς, όπως σας ανέφερα νωρίτερα, τον Μάιο του 2023 αποφασίστηκε το "πάγωμα" των επιτοκίων αναφοράς (EURIBOR) για όλα τα κυμαινόμενα στεγαστικά δάνεια των συνεπών δανειοληπτών, με το όφελος να εκτιμάται στα 300 εκατομμύρια ευρώ.
Επιπλέον, αξίζει να σημειωθεί ότι τα επιτόκια για νέα στεγαστικά δάνεια στην Ελλάδα είναι πλέον πιο ανταγωνιστικά σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Για παράδειγμα, τα στεγαστικά δάνεια με σταθερό επιτόκιο για τα πρώτα 5 χρόνια προσφέρονται με μέσο επιτόκιο 3,42%, ενώ ο ευρωπαϊκός μέσος όρος ανέρχεται στο 3,93%.
Όσον αφορά τις επιχειρηματικές πιστώσεις, αν και τα επιτόκια αναφοράς (EURIBOR) αυξήθηκαν σημαντικά από το 2022, οι ελληνικές επιχειρήσεις, ανεξαρτήτως μεγέθους, συνεχίζουν να έχουν πρόσβαση σε σειρά από ευρωπαϊκά προγράμματα που προσφέρουν χαμηλότερα έως και μηδενικά επιτόκια μέσω των ελληνικών τραπεζών. Είναι αξιοσημείωτο ότι στα επιχειρηματικά δάνεια, εκτός των ευρωπαϊκών ή αναπτυξιακών προγραμμάτων, τα επιτόκια έχουν συγκλίνει σημαντικά προς τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, ενισχύοντας έτσι την πρόσβαση των ελληνικών επιχειρήσεων στη χρηματοδότηση.
Κύριε Δημητρέλη, επιτρέψτε μου να επισημάνω ότι όλα όσα ανέφερα συμβαίνουν σε μια συγκυρία όπου, παρά τις αναβαθμίσεις από τους οίκους πιστοληπτικής αξιολόγησης, το κόστος δανεισμού των ελληνικών τραπεζών στις διεθνείς κεφαλαιαγορές παραμένει από τα υψηλότερα στην Ευρώπη, 200 μονάδες βάσης υψηλότερο από το αντίστοιχο επιτόκιο αναφοράς.
Ασκείται κριτική και από την κυβέρνηση, αλλά και από επενδυτές, για τις "χαμηλές πτήσεις" στις χορηγήσεις για απόκτηση στέγης. Υπάρχουν περιθώρια ανάπτυξης στον συγκεκριμένο κλάδο; Πόσο μπορεί να βοηθήσει στην πιστωτική επέκταση και τη λειτουργική ανάπτυξη των τραπεζών;
Η έλλειψη οικονομικά προσιτής στέγασης σε διεθνές επίπεδο έχει φτάσει σε ανησυχητικά επίπεδα. Σύμφωνα με σχετική έρευνα του ΟΟΣΑ, το 46% των Ευρωπαίων "ανησυχεί" ή "ανησυχεί πολύ" για το αν θα μπορέσει να βρει ή να διατηρήσει ικανοποιητική στέγαση μέσα στα επόμενα ένα έως δύο χρόνια. Η Ελλάδα δεν αποτελεί εξαίρεση.
Παρατηρούμε, όμως, ένα οξύμωρο σχήμα. Το 2023 μόλις το 1/4 των συναλλαγών οικιστικών ακινήτων χρηματοδοτήθηκε με στεγαστικό δάνειο, και μάλιστα ένα σημαντικό τμήμα αυτού αφορούσε το κυβερνητικό πρόγραμμα "Σπίτι μου". Αυτό σημαίνει πως το πρόβλημα εντοπίζεται στην αδυναμία των υποψήφιων αγοραστών να παρακολουθήσουν την εξέλιξη των τιμών των σπιτιών, καθώς η σχέση τιμής προς διαθέσιμο εισόδημα συνεχώς χειροτερεύει, αφού οι τιμές ανεβαίνουν πιο γρήγορα από τα πραγματικά εισοδήματά τους. Οι τιμές των κατοικιών, αλλά εσχάτως και τα ενοίκια, ενισχύονται την τελευταία διετία με διψήφιο ρυθμό, επηρεασμένες από παράγοντες όπως η τεράστια άνθηση της οικονομίας διαμοιρασμού και, πιθανότατα, το golden visa πρόγραμμα. Όμως το διαθέσιμο εισόδημα, που αντανακλά την πραγματική δυνατότητα αποπληρωμής ενός δανείου, αυξάνεται με πολύ πιο ασθενικό ρυθμό, καθώς –παρά τις σημαντικές ονομαστικές αυξήσεις– η ακρίβεια και η ανασφάλεια βαραίνουν σημαντικά στη σκέψη των νέων ζευγαριών. Και μην ξεχνάμε: ήταν τα νέα ζευγάρια αυτά που έδωσαν την ώθηση για τη μεγάλη ανάπτυξη της στεγαστικής πίστης στη δεκαετία του 2000.
Συνεπώς, η λύση του προβλήματος της έλλειψης προσιτής στέγης είναι σαφές πως απαιτεί και κυβερνητική αρωγή και στις δύο πλευρές της εξίσωσης: τόσο με τη συνέχιση των προγραμμάτων "Σπίτι μου", για την ενίσχυση των δυνατοτήτων των νέων ζευγαριών για απόκτησή της, όσο και με δράσεις από την πλευρά της προσφοράς της. Ως προς το πρώτο σκέλος, οι τράπεζες συμμετέχουν στα προγράμματα αυτά και με ίδια χρηματοδότηση, ενώ στο δεύτερο ετοιμάζουμε διάφορες ενδιαφέρουσες δράσεις, στα πρότυπα αντίστοιχων ευρωπαϊκών πρωτοβουλιών.
Είστε ικανοποιημένος με τις χορηγήσεις χρηματοδότησης έργων του Ταμείου Ανάκαμψης; Πώς σχολιάζετε την κριτική που διατυπώνεται, ότι τα δάνεια του ΤΑΑ δίνονται κατά κύριο λόγο σε μεγάλες επιχειρήσεις και όχι σε μικρομεσαίες, που αποτελούν και τη ραχοκοκαλιά της οικονομίας;
Θα ήθελα να ξεκινήσω με μια διαπίστωση: ενώ στη χώρα μας οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις δημιουργούν τα δύο τρίτα της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας και απασχολούν το 85% περίπου των εργαζομένων, αποτελώντας έτσι τη ραχοκοκαλιά της οικονομίας μας, εντούτοις η χρηματοδότηση από τον τραπεζικό κλάδο προς τις μικρομεσαίες είναι περί το 50%. Και το ερώτημα είναι γιατί η κατανομή των δανείων δεν ακολουθεί τη δομή της οικονομίας μας. Η απάντηση είναι ότι ένα υψηλό ποσοστό μικρομεσαίων επιχειρήσεων, που πιθανότατα να υπερβαίνει το 1/3 του συνόλου, παρουσιάζει ληξιπρόθεσμες οφειλές πάσης μορφής – συνεπώς, δεν επιτρέπεται από τον νόμο στις τράπεζες να τις δανείσουν.
Πάμε τώρα στα δάνεια του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Εκεί, βάσει των επίσημων στοιχείων, παρατηρείται ότι ο αριθμός των δανείων του Ταμείου έχει μοιρασθεί σχεδόν ισομερώς μεταξύ των μικρομεσαίων και των μεγάλων επιχειρήσεων. Το γεγονός αυτό είναι πολύ σημαντικό – ιδίως γιατί εμείς, ως Alpha Bank, επιλέξαμε να ρίξουμε το βάρος μας στη χρηματοδότηση των υγιών μικρομεσαίων. Άρα, η κριτική είναι άδικη.
Θέλω, όμως, να επανέλθω στο θέμα της δομής της ελληνικής επιχειρηματικότητας, γιατί αισθάνομαι πως αυτό ορίζει και τα όρια της προόδου μας. Έχουμε έναν συγκριτικά μικρό αριθμό μεσαίων και μεγάλων επιχειρήσεων, οι οποίες επενδύουν στην τεχνολογία και στους ανθρώπους τους, πληρώνουν φόρους και εισφορές, παράγουν, εξάγουν και αναζητούν νέες συνεργασίες. Η ραχοκοκαλιά της ελληνικής οικονομίας είναι οι μικρές και οι μεσαίες επιχειρήσεις, καθώς και ο μεγάλος αριθμός ελευθέρων επαγγελματιών, υπερδιπλάσιος σε ποσοστό από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Πολλοί από αυτούς έχουν πλέον μια φορολογική και χρηματοδοτική συμπεριφορά που προσδιορίζεται από το τρέχον φορολογικό σύστημα: πληρώνουν φόρους με βάση το τεκμαρτό εισόδημα των αντικειμενικών κριτηρίων, αποφεύγοντας να προκαλέσουν οποιονδήποτε φορολογικό έλεγχο. Επιλέγουν, δηλαδή, να δηλώνουν χαμηλή ή ανύπαρκτη κερδοφορία, γεγονός που, όπως αντιλαμβάνεστε, καθιστά δυσχερή τον τραπεζικό τους δανεισμό.
Κι ερωτώ, κύριε Δημητρέλη: Ένα τέτοιο μοντέλο προάγει την ανάπτυξη ή εγκλωβίζει τη χώρα σε ρυθμούς ανάπτυξης μικρότερους των πραγματικών δυνατοτήτων της;
Πώς κρίνετε συνολικά το επίπεδο ανταγωνισμού στον τραπεζικό κλάδο στη χώρα μας; Η κυβέρνηση και η Τράπεζα της Ελλάδος προωθούν τη δημιουργία του 5ου τραπεζικού πόλου. Θεωρείτε ότι θα βοηθήσει στον ανταγωνισμό και με ποιον τρόπο;
Είναι ορθή η ανάγνωση ότι το ελληνικό τραπεζικό σύστημα εμφανίζει ένα από τα υψηλότερα ποσοστά συγκέντρωσης στην Ε.Ε., με τα πέντε μεγαλύτερα πιστωτικά ιδρύματα να κατέχουν πάνω από το 95% των στοιχείων ενεργητικού, σε αντίθεση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, που είναι κάτω από το 65%.
Από την άλλη, η ευρύτερη τάση που βλέπουμε πανευρωπαϊκά είναι για μεγαλύτερη συγκέντρωση, προς το παρόν εντός συνόρων, αλλά δειλά-δειλά και διακρατικά. Το μέγεθος σε μια τράπεζα βοηθά στο να κάνει πιο εύκολα τις κοστοβόρες επενδύσεις τεχνολογίας και να επιτύχει ευκολότερα τις απαιτούμενες οικονομίες κλίμακος. Αυτό θα οδηγήσει στο να έχουν οι πελάτες μας πιο ποιοτικά προϊόντα και εξυπηρέτηση, σε καλύτερες τιμές.
Σήμερα οι ελληνικές τράπεζες που άντεξαν στην κρίση βελτιώνουν όλες τις πτυχές της λειτουργίας τους, από τη διακυβέρνηση και τις πολιτικές χορηγήσεων έως την αποδοτικότητα και τη διαχείριση του ισολογισμού τους. Έτσι, έχουμε τράπεζες που είναι θεμελιωδώς υγιείς, και δημιουργούν αξία, με σωστά ευθυγραμμισμένα κίνητρα. Ταυτόχρονα, είναι σε πλήρη εξέλιξη η διαφοροποίηση της στρατηγικής και της θέσης των τεσσάρων συστημικών ομίλων, κάτι που προάγει τον ανταγωνισμό και την καινοτομία, διαθέτοντας την απαραίτητη κλίμακα για την επίτευξη προόδου. Δείτε, για παράδειγμα, τα δάνεια προς τις επιχειρήσεις: εκεί ο ανταγωνισμός, όπως εκφράζεται μέσα από τα spreads, είναι σαφώς άνω του ευρωπαϊκού μέσου όρου.
Μπορεί αυτή η αγορά να διαφοροποιηθεί περαιτέρω; Η απάντηση θα πρέπει να είναι, από όλους, θετική. Περισσότερος ανταγωνισμός, είτε σε επίπεδο τιμολογιακής πολιτικής είτε σε επίπεδο παροχής προϊόντων και υπηρεσιών, είναι ασφαλώς ευπρόσδεκτος.
Ανακοινώσατε πριν από περίπου ένα έτος τη στρατηγική συνεργασία-ορόσημο με την ιταλική UniCredit. Πώς εξελίσσεται αυτή η συμφωνία; Φέρνει τα αποτελέσματα που αναμένατε και τι σηματοδοτεί, τελικά, αυτό το deal για τον κλάδο και την ελληνική οικονομία γενικότερα;
Η συνεργασία της Alpha Bank με τη UniCredit συνιστά την πρώτη στρατηγική επένδυση στον τραπεζικό κλάδο της Ελλάδας έπειτα από δεκαεπτά χρόνια. Και υπερβαίνει τους τρεις βασικούς πυλώνες που είχαμε ανακοινώσει, δηλαδή:
Τη δημιουργία του τρίτου μεγαλύτερου τραπεζικού ομίλου στη Ρουμανία, με την Alpha Bank να διατηρεί στην ενιαία τράπεζα ποσοστό 10% και να εισπράττει επιπλέον 300 εκατομμύρια ευρώ.
Τη συμμετοχή της UniCredit στο μετοχικό μας κεφάλαιο, σήμα πλήρους ιδιωτικοποίησης της τράπεζάς μας και οριστικής αποδέσμευσης από το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας.
Την ιδιαιτέρως δυναμική συνεργασία μας στο εμπορικό πεδίο, με την γκάμα αμοιβαίων κεφαλαίων Onemarkets της UniCredit να έχει γίνει αποδεκτή με ενθουσιασμό, με τους πελάτες μας να έχουν επενδύσει, σε λιγότερο από 6 μήνες, πάνω από 200 εκατομμύρια ευρώ, και την κοινοπραξία μας στα τραπεζοασφαλιστικά προϊόντα.
Στην εταιρική τραπεζική, συνδέουμε τις ελληνικές επιχειρήσεις με τον πυρήνα της Ευρώπης, καθώς, πρακτικώς, προσφέρουμε τη δυνατότητα στους πελάτες μας να πραγματοποιούν τις συναλλαγές τους σε 13 ευρωπαϊκές χώρες, μέσα από μία και μόνον σχέση με την Alpha Bank. Αντιλαμβάνεστε την εξοικονόμηση πόρων και χρόνου που κάτι τέτοιο συνεπάγεται. Παράλληλα, συμμετέχουμε από κοινού σε κοινοπρακτικά δάνεια, προσφέρουμε κοινές λύσεις για τα χρηματιστήρια και τις κεφαλαιαγορές, ενώ ολοκληρώσαμε την πρώτη μας έκδοση εταιρικού ομολόγου για μια μεγάλη ελληνική εταιρεία ως Κοινοί Διαχειριστές Βιβλίων. Έχουμε εκδώσει από κοινού περισσότερα από 100 εκατομμύρια ευρώ σε εγγυητικές επιστολές πελατών μας που δραστηριοποιούνται στις χώρες όπου έχει δίκτυο η UniCredit, ενώ επεκτείνουμε τη συνεργασία μας σε διάφορα προϊόντα που σχετίζονται με το διασυνοριακό εμπόριο. Στον τομέα του Wealth Management, προχωρήσαμε σε τέσσερις ιδιωτικές εκδόσεις ομολόγων, με πρωταγωνίστρια την Alpha Asset Management.
Σας ανέφερα ότι αυτή η στρατηγική σχέση υπερβαίνει τον αρχικό σχεδιασμό και τα βέλτιστα σενάρια που είχαμε επεξεργαστεί με τον Andrea Orcel έναν χρόνο πριν, τόσο με όρους εύρους συνεργειών όσο και με όρους εσόδων. Αυτό συμβαίνει διότι λαμβάνει χαρακτηριστικά στενής εταιρικής σχέσης, με περισσότερες από 30 ομάδες να εργάζονται σε ποικίλα πεδία, με την Αlpha Bank να γίνεται αποδέκτης τεχνογνωσίας, ενώ η συνεργασία αγγίζει πλέον και ζητήματα όπως το real estate και την προσιτή κατοικία, το cyber security, την ενίσχυση της πλατφόρμας know your customer. Για εμάς, αυτή η συνεργασία, που αναγνωρίστηκε ως κύριος λόγος για να ανακηρυχθεί η Alpha Bank ως "Τράπεζα της Χρονιάς" από την κλαδική έκδοση "The Banker" των "Financial Times", είναι θεμελιώδους σημασίας, διότι φέρνει την Alpha Bank και, τελικά, τους πελάτες μας στην πρώτη γραμμή των ευρωπαϊκών εξελίξεων, καθώς μας συνδέει με μία από τις μεγαλύτερες τράπεζες που επιδιώκουν τη διαμόρφωση μιας ενιαίας πανευρωπαϊκής πλατφόρμας για την προσφορά τραπεζικών υπηρεσιών.
Το τελευταίο χρονικό διάστημα καταγράφεται έντονη κινητικότητα στον τραπεζικό κλάδο της Κύπρου. Εσάς θα σας ενδιέφερε η συγκεκριμένη αγορά; Πώς βλέπετε γενικότερα το ενδεχόμενο περαιτέρω επέκτασης της Alpha Bank στο εξωτερικό;
Παρατηρώντας τις εξελίξεις στον κυπριακό τραπεζικό τομέα, βλέπουμε μια ραγδαία συγκέντρωση του τραπεζικού τοπίου, με δύο βασικούς παίκτες, κάτι που για εμάς αποτελεί μια ελκυστική ευκαιρία. Στόχος μας είναι να αποτελέσουμε την αξιόπιστη εναλλακτική λύση και να κερδίσουμε μερίδιο αγοράς, τόσο στον τομέα των ιδιωτών, ειδικά στο wealth management, έναν τομέα που έχει σημαντικά περιθώρια ανάπτυξης εργασιών, όσο και στις επιχειρηματικές χρηματοδοτήσεις, που αποτελούν ούτως ή άλλως το συγκριτικό πλεονέκτημα της Alpha Bank, προσφέροντας πάντοτε υψηλού επιπέδου υπηρεσίες.
Ακριβώς για αυτόν τον λόγο επενδύσαμε σε μια νέα, εξαιρετική διοικητική ομάδα, καθώς και σε υποδομές, ενισχύοντας το αποτύπωμά μας στη χώρα. Η στρατηγική μας ήδη αποδίδει, καθώς κατά τους πρώτους 9 μήνες του 2024 έχουμε καταφέρει να κερδίσουμε μερίδια σε δάνεια και καταθέσεις που ξεπερνούν την τρέχουσα θέση μας στην αγορά. Ο μεσοπρόθεσμος στόχος μας είναι να ενισχύσουμε τα μερίδιά μας σε επίπεδα πάνω από το 10% και, συνολικά, να αυξήσουμε τη χρηματοδότησή μας στην τοπική αγορά κατά περίπου 1 δισ. ευρώ τα επόμενα τρία χρόνια.
Θα συνεχίσουμε να αξιοποιούμε κάθε δυνατότητα για περαιτέρω ανάπτυξη στην κυπριακή αγορά, καθώς για εμάς είναι σαφές πως οι εποχές κατά τις οποίες οι ελληνικές τράπεζες επεκτείνονταν σε πολλές χώρες έχουν παρέλθει. Η παρουσία μας πλέον επικεντρώνεται σε αγορές που γνωρίζουμε καλά και στις οποίες μπορούμε να προσφέρουμε αξία στους πελάτες μας. Γι’ αυτόν τον λόγο, τα τελευταία χρόνια έχουμε αναδιαρθρώσει την κατανομή των κεφαλαίων στις διεθνείς δραστηριότητές μας, αποεπενδύοντας επιτυχώς από μη βασικές αγορές και εξελίσσοντας την παρουσία μας στη Ρουμανία, μέσω της συμμετοχής μας με 10% στον τρίτο ισχυρότερο όμιλο στη χώρα. Το 2024 αναμένουμε σχεδόν 15% των κερδών του Ομίλου να προέρχεται από αγορές εκτός Ελλάδας. Στόχος μας είναι αυτή η συνεισφορά να φτάσει σύντομα στο 20% ή και παραπάνω.
Η οικονομική και πολιτική σταθερότητα αποτελεί ζητούμενο για τον τραπεζικό κλάδο και την οικονομία γενικότερα. Πλέον, οι εγχώριοι κίνδυνοι για τη χώρα μας έχουν περιοριστεί, και καταγράφεται ένα σταθερό πολιτικοοικονομικό περιβάλλον. Όμως, δεν μπορούμε να πούμε το ίδιο για την Ε.Ε και την παγκόσμια κοινότητα γενικότερα. Σας ανησυχούν οι εξελίξεις στις δύο μεγαλύτερες οικονομίες της Ευρωζώνης, τη Γερμανία και τη Γαλλία; Σας φοβίζουν πιθανές επιπτώσεις που θα μπορούσαν να έχουν στην ελληνική οικονομία;
Πράγματι, η χώρα μας απολαμβάνει έπειτα από πολλά χρόνια μια θαυμαστή, για την εποχή, πολιτική σταθερότητα, ενώ παράλληλα επέστρεψε σε καθεστώς επενδυτικής βαθμίδας. Οι κίνδυνοι, όμως, από την πανσπερμία των γεωπολιτικών αναταραχών είναι πλέον τεράστιοι. Με την εκλογή του νέου Αμερικανού προέδρου προστέθηκε ακόμα μία απρόβλεπτη παράμετρος, που αφορά τις διαστάσεις ενός πιθανότατα παγκόσμιου εμπορικού πολέμου.
Ένας δεύτερος δίαυλος επηρεασμού της ελληνικής οικονομίας συνδέεται με τον κίνδυνο καθίζησης της ευρωπαϊκής οικονομίας. Η πολιτική κρίση, πρωτίστως στη Γαλλία, αλλά και στη Γερμανία, θέτει σε κίνδυνο την προοπτική ανάκαμψης της ευρωπαϊκής οικονομίας.
Συνεπώς, το μεγάλο πρόβλημα, κατά την εκτίμησή μου, είναι πως με όλα αυτά καθυστερούν οι μεταρρυθμίσεις, παρά το γεγονός ότι σε πρόσφατες μελέτες τους ο Ντράγκι και ο Λέτα κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου. Η διαχρονική υστέρηση παραγωγικότητας της Γηραιάς Ηπείρου, και ιδιαίτερα της Ελλάδας, σε σύγκριση με τις οικονομίες των ΗΠΑ και της Ασίας, είναι το ύψιστο πρόβλημα που οφείλουμε να λύσουμε, το οποίο έγκειται στα σχετικώς ασθενικά επίπεδα έρευνας και ανάπτυξης, τη γήρανση του πληθυσμού και τη συρρίκνωση του εργατικού δυναμικού.
Στην Ευρώπη οι επιστροφές κερδών προς τους μετόχους των τραπεζών είναι σε υψηλότερα επίπεδα σε σχέση με την Ελλάδα. Θα υπάρξουν αλλαγές σε αυτό το πεδίο προς όφελος των μετόχων; Κατά πόσο συνδέεται η μείωση του αναβαλλόμενου φόρου με το ύψος των μερισμάτων;
Κοιτώντας τι έχουν ήδη ανακοινώσει οι ελληνικές τράπεζες στα πλάνα τους, η πορεία και η στόχευση είναι ξεκάθαρη: να ενισχυθεί σημαντικά η μερισματική τους πολιτική, είτε μέσω καταβολής μερισμάτων είτε μέσω επαναγοράς μετοχών. Η μερισματική πολιτική εξαρτάται από τρεις παράγοντες: το ύψος των κεφαλαίων, την ικανότητα κερδοφορίας και την έγκριση των διανομών από την εποπτική αρχή. Η Alpha Bank έχει βελτιστοποιήσει την κεφαλαιακή της δομή και τα κεφαλαιακά της αποθέματα είναι ισοδύναμα με εκείνα των ευρωπαϊκών τραπεζών. Η ικανότητα δημιουργίας κεφαλαίων είναι επίσης ισχυρή, με οργανική αύξηση 130 μονάδων βάσης το εννεάμηνο του 2024, χωρίς να συνυπολογίζονται επιπλέον κεφάλαια, προερχόμενα από συναλλαγές βελτιστοποίησης του ισολογισμού. Ως εκ τούτου, αναμένουμε αύξηση των μερισμάτων ήδη από τα κέρδη του 2024, με διανομές που τα επόμενα τρία χρόνια θα υπερβαίνουν σωρευτικά το 30% της τρέχουσας κεφαλαιοποίησής μας στο Χρηματιστήριο. Και, ταυτόχρονα, θα εξακολουθεί να σωρεύεται σημαντικό πλεονάζον κεφάλαιο.
Επιπλέον, αναφορικά με τις αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις (DTCs), έχουμε ανακοινώσει επιτάχυνση της μείωσης της εξάρτησής μας από αυτές, κάτι που θα ενισχύσει την ποιότητα των κεφαλαίων, χωρίς αρνητική επίπτωση στην κερδοφορία. Στην περίπτωσή μας, οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας θα αυξάνονταν ακόμα και αν η διανομή κερδών ανερχόταν στο 70%.
Άρα, αναφορικά με την αμοιβή των μετόχων, ξεκάθαρα ο μόνος δρόμος από εδώ και πέρα είναι προς τα πάνω. Θα πρέπει, όμως, να είμαστε και συνεπείς στον διάλογο που έχουμε με τη ρυθμιστική αρχή και να μην προκαταβάλλουμε την έγκριση του Επόπτη.
Σας ικανοποιεί η συμπεριφορά της μετοχής της Alpha Bank και γενικά του τραπεζικού κλάδου; Αποτυπώνουν οι τιμές των τραπεζικών μετοχών, κατά την άποψή σας, και με δεδομένη την πολύ υψηλή κερδοφορία, τις επιδόσεις, αλλά και τις προοπτικές του τραπεζικού κλάδου της χώρας μας γενικότερα;
Όχι, επ’ ουδενί. Και αυτό το έχουμε εκφράσει με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο, ξεκινώντας το πρόγραμμα επαναγοράς μετοχών ήδη από το περασμένο καλοκαίρι ως μέρος της πρώτης επιστροφής κερδών στους μετόχους. Το ποσό ήταν σχετικά μικρό για να έχει ουσιαστικό αντίκτυπο, αλλά, όπως ανέφερα ήδη, αναμένεται να αυξηθεί σημαντικά για τα κέρδη της χρήσης 2024, και αναμένουμε να έχει και μεγαλύτερο αντίκτυπο στην αποτίμηση.
Παρά τις ανησυχίες για την κερδοφορία, λόγω της πτώσης των επιτοκίων, οι τρέχουσες αποτιμήσεις δεν αντικατοπτρίζουν την πραγματική αξία, ειδικά στην Alpha Bank, όπου, για λόγους που σχετίζονται με τη δομή του ισολογισμού μας, θα δούμε άνοδο των κερδών το 2025 και τα επόμενα χρόνια. Αν και οι αγορές ομολόγων έχουν αναγνωρίσει τη βελτίωση στα θεμελιώδη μεγέθη μας, η χρηματιστηριακή αποτίμηση δεν αντανακλά πλήρως αυτή την πρόοδο.
Εμείς στην Alpha Bank κάνουμε στοχευμένες κινήσεις για να εντείνουμε την επικοινωνία μας με το ευρύτερο επενδυτικό κοινό, εξηγώντας τις δυνατότητές μας. Σε κάθε περίπτωση, όμως, η βασική δουλειά μας είναι να φέρουμε αποτελέσματα ισάξια της ιστορίας και της αξίας της Alpha Bank, υπερβαίνοντας τους στόχους που έχουμε θέσει. Η αποτίμηση είναι βέβαιο πως θα αναγκαστεί να ακολουθήσει.
Φωτογράφηση: Βασίλης Μαντάς