Του Simon Constable
Εντέλει, η Γερμανία θα πετύχει τον στόχο για τις αμυντικές δαπάνες. Αλλά θα το κάνει εν μέσω μιας ύφεσης που δεν αναμένεται να τελειώσει σύντομα.
Εν ολίγοις, τα ταμεία της χώρας θα ζοριστούν, όπως υποστηρίζουν αναλυτές.
Ο Γερμανός καγκελάριος Όλαφ Σολτς λέει ότι θα αυξήσει τις αμυντικές δαπάνες τουλάχιστον όσο απαιτείται από την ιδιότητα της χώρας του ως μέλους του ΝΑΤΟ: στο 2% του ΑΕΠ.
Φαίνεται λογικό, αλλά η Γερμανια δεν έπιασε αυτό τον στόχο ούτε πέρυσι ούτε πρόπερσι, παρά τις ανάγκες που έχουν προκύψει τα τελευταία δύο χρόνια λογω του πολέμου στην Ουκρανία.
Η αλήθεια είναι ότι η Γερμανία δεν έχει πετύχει τον στόχο για τις αμυντικές της δαπάνες από το 1990, σύμφωνα με τα στοιχεία που συνέλεξε ο ιστότοπος TradingEconomics. Η χώρα σχεδόν πέτυχε τον στόχο της το 1991, όταν οι αμυντικές δαπάνες ανήλθαν στο 1,99783% του ΑΕΠ. Έκτοτε το Βερολίνο υπολείπεται κατά πολύ του στόχου κάθε χρόνο.
Σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση του think tank RAND, η επίτευξη του στόχου θα είναι δύσκολη. Όπως αναφέρει συγκεκριμένα:
"Πρόκειται για τολμηρές διακηρύξεις και είναι σαφές ότι η Γερμανία έχει σημειώσει σημαντική πρόοδο στηρίζοντας την Ουκρανία. Αλλά το αν μπορεί να 'σηκώσει' οικονομικά έναν ουσιαστικό μετασχηματισμό είναι ένα άλλο ερώτημα. Χρήματα και όπλα έχουν διοχετευθεί στην Ουκρανία, ωστόσο η αποκατάσταση μιας αποδυναμωμένης Bundeswehr (σ.σ.: οι γερμανικές Ένοπλες Δυνάμεις) αποδεικνύεται πιο δύσκολο εγχείρημα".
Ο Σολτς έχει υποσχεθεί 100 δισ. ευρώ ως επιπλέον χρηματοδότηση. Ωστόσο, ο αρχηγός της Bundeswehr λέει ότι η χώρα χρειάζεται τις τριπλάσεις δαπάνες, σύμφωνα με την έκθεση της RAND.
Ούτε τα 100 δισ. ούτε τα 300 δισ. φαίνονται πιθανά σενάρια, λέει η RAND:
"Ήδη οι δεσμεύσεις για τις δαπάνες ανατρέπονται: αρχικά η ομοσπονδιακή κυβέρνηση υποσχέθηκε ένα νέο ειδικό κονδύλι στο πλαίσιο του προϋπολογισμού για την αγορά όπλων που θα σταλουν στην Ουκρανία, αλλά υπό το φως της πρόσφατης κρίσης τα όπλα αυτά πρέπει τώρα να δοθούν μέσω του ταμείου των 100 δισ. ευρώ που προορίζεται για τον εκσυγχρονισμό της Bundeswehr".
Τα δημοσιονομικά προβλήματα για τις γερμανικές Ένοπλες Δυνάμεις έφεραν τη Γερμανία σε δύσκολη -πολιτικά- θέση: αφού η Γερμανία είναι η μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης και παράλληλα είχε βάλει ένα μακροχρόνιο στοίχημα όσον αφορά την αγορά φθηνού φυσικού αερίου από τη Ρωσία, το οποίο της γύρισε μπούμερανγκ με την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία.
Έκτοτε η γερμανική οικονομία μοιάζει με αυτοκίνητο που αγκομαχά συνεχώς, καθώς το υψηλότερο ενεργειακό κόστος φρενάρει την τεράστια βιομηχανική βάση της Γερμανίας. Πέρυσι το α' τρίμηνο κατέγραψε ανάπτυξη 0,1% και αυτή ήταν η υψηλότερη επίδοση στο έτος. Ακολούθησαν έξι μήνες μηδενικής ανάπτυξης και το τελευταίο τρίμηνο καταγράφηκε συρρίκνωση 0,3%, σύμφωνα με το TradingEconomics, οι προβλέψεις του οποίου είναι ακόμα χειρότερες για το 2024: ανάπτυξη μόλις 0,1% μέχρι το τρίτο τρίμηνο του έτους.
Αυτό σημαίνει ότι η γερμανική κυβέρνηση θα πρέπει να λάβει δύσκολες δημοσιονομικές αποφάσεις.
Παράλληλα, ούτε οι κινήσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας αναμένονται να είναι ευνοϊκές, αφού σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση της βρετανικής Capital Economics, η ΕΚΤ πιθανόν θα αναβάλει τη μείωση των επιτοκίων μέχρι να είναι 100% σίγουρη ότι το "θηρίο" του πληθωρισμού έχει τιθασευτεί. Όπως σημειώνεται στην έκθεση:
"Η αυξανόμενη πίεση στις τιμές και τα ισχυρά στοιχεία για τα ημερομίσθια στη Γερμανία δείχνουν ότι ακόμα η ΕΚΤ δεν έχει τις απαραίτητες ενδείξεις για να πεισθεί ότι οι πληθωριστικές πιέσεις αποκλιμακώνονται. Αυτό θα συντηρήσει την επιφυλακτικότητα στους κύκλους των υπευθώνων χάραξης νομισματικής πολιτικής ως προς τον ρυθμό μείωσης των επιτοκίων".
Εδώ εντοπίζεται και το πρόβλημα. Εάν το κόστος δανεισμού δεν μειωθεί, είναι πιθανό η Γερμανία -και οι υπόλοιπες οικονομίες της ευρωζώνης- να μπει σε περίοδο στασιμοπληθωρισμού.
Το ερώτημα είναι: πώς ο πληθωρισμός θα βοηθήσει τη Γερμανία να ενισχύσει τον στρατό της απέναντι στη διαφαινόμενη απειλή της Ρωσίας προς την Ευρώπη;
Απόδοση - επιμέλεια: Μιχάλης Παπαντωνόπουλος