Του Τάσου Δασόπουλου
Η αναζωπύρωση των πληθωριστικών πιέσεων υποχρεώνει την ελληνική οικονομία μαζί με την οικονομία της υπόλοιπης Ευρώπης να κινηθεί για άγνωστο διάστημα στις "συμπληγάδες" που συνθέτουν τα υψηλά επιτόκια του ευρώ και οι δημοσιονομικοί περιορισμοί που θα επαναφέρει η Ε.Ε. το 2024.
Η υποχώρηση των τιμών της ενέργειας από τον περασμένο Οκτώβριο, η οποία είχε ως αποτέλεσμα και την υποχώρηση του υψηλού πληθωρισμού που ταλαιπώρησε όλο το 2022 την ευρωπαϊκή οικονομία, και η συμφωνία στο τέλος του 2022 του "δυναμικού" πλαφόν για την τιμή του φυσικού αερίου δημιούργησαν ένα κλίμα αισιοδοξίας ότι η ενεργειακή κρίση έχει παρέλθει. Tον Ιούνιο το Eurogroup πήρε την απόφαση να μειωθούν τα μέτρα στήριξης, μέχρι την πλήρη κατάργησή τους στο τέλος του 2023 για όλα τα κράτη-μέλη.
Παράλληλα, η Κομισιόν, με την προσδοκία να υπάρξει συμφωνία μέχρι και το τέλος του χρόνου για τις αλλαγές στους δημοσιονομικούς κανόνες, δημοσίευσε την τελική της πρόταση τον Μάιο και ανακοίνωσε προσωρινές κατευθυντήριες γραμμές με κριτήριο οροφές δαπανών. Μάλιστα, για την Ελλάδα έβαλε πλαφόν στην αύξηση των καθαρών πρωτογενών δαπανών κατά 2,6%, δηλαδή περίπου 960 εκατ. ευρώ για το 2024. Τούτο στην προοπτική μέσω των τετραετών δημοσιονομικών πλάνων, που ήταν η βασική αλλαγή που πρότεινε με την πρότασή της, να υπάρχει μια περισσότερο α λα καρτ διαπραγμάτευση για όλες τις χώρες, και ειδικά για τις υπερχρεωμένες, όπως είναι η Ελλάδα και η Ιταλία.
Από την άλλη, η ΕΚΤ, βλέποντας από την αρχή του χρόνου την υποχώρηση του πληθωρισμού, επιτάχυνε την αύξηση των επιτοκίων από μηδενικά ή αρνητικά τον Ιούλιο του 2022, φτάνοντάς τα στο 3,75%, περιόρισε τη ρευστότητα και επέβαλε και τους δημοσιονομικούς περιορισμούς, με στόχο να περιορίσει το ταχύτερο δυνατόν τον πληθωρισμό.
Η ανατροπή
Σήμερα όλα αυτά φαίνεται να ανατρέπονται. Η αλλαγή φάσης στον πόλεμο της Ουκρανίας, που μετέφερε τις εχθροπραξίες στη Μαύρη Θάλασσα, και τα συνεχιζόμενα προβλήματα της εφοδιαστικής αλυσίδας έφεραν ξανά στο προσκήνιο τον διψήφιο πληθωρισμό των τροφίμων, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στη Γερμανία και την Ισπανία.
Μαζί με τα τρόφιμα, αναμένεται σταδιακά να αυξηθεί η αβεβαιότητα και για την ενεργειακή επάρκεια ης Ευρώπης, αφού οι αποθηκευτικοί χώροι είναι γεμάτοι, αλλά δεν επαρκούν για τις ανάγκες του χειμώνα, ειδικά αν αυτός είναι βαρύς.
Απέναντι στις εντεινόμενες πληθωριστικές πιέσεις η ΕΚΤ έχει ήδη τοποθετηθεί από τη Σύνοδο των Κεντρικών Τραπεζών που έγινε στο τέλος της προηγούμενης εβδομάδας στις ΗΠΑ. Η πρόεδρος, κυρία Κριστίν Λαγκάρντ, τόνισε ότι οι αυξήσεις των επιτοκίων θα εξαρτηθούν από την πορεία του πληθωρισμού, αλλά τα επιτόκια θα μείνουν ψηλά όσο χρειαστεί για να υποχωρήσει ο πληθωρισμός στο 2%.
Την ίδια ώρα, στο δημοσιονομικό επίπεδο, η Γερμανία, θέλοντας να επιβάλει πιο αυστηρούς κανόνες, διαφωνεί με τη μεταχείριση των "κατά περίπτωση" δημοσιονομικών ελέγχων που προτείνει η Κομισιόν, θεωρώντας ότι έτσι θα οδηγηθούμε σε δημοσιονομική χαλάρωση. Πιο σημαντικό είναι ότι η μεγαλύτερη οικονομία της Ευρωζώνης θεωρεί ότι θα χρειαστούν κάποιοι μήνες ακόμα για να έχουμε συμφωνία. Αυτό σημαίνει ότι το 2024 θα επανέλθουν μεν οι δημοσιονομικοί περιορισμοί, οι οποίοι δεν θα έχουν συμφωνηθεί, καθιστώντας την όλη διαδικασία προβληματική.
Το σχέδιο της Αθήνας
Απέναντι σε αυτές τις δυσοίωνες προοπτικές η Ελλάδα στοχεύει να απαντήσει με επιδόσεις της οικονομίας, οι οποίες όμως βασίζονται σε δεσμευμένους ειδικά για τη χώρα κοινοτικούς πόρους.
Με βάση το Πρόγραμμα Σταθερότητας και Ανάπτυξης 2023-2026, η Ελλάδα θα έχει μέσο ρυθμό ανάπτυξης 2,6% από φέτος μέχρι και το 2026. Η μέση συνεισφορά από την αξιοποίηση του Ταμείου Ανάπτυξης σε ετήσια βάση θα είναι στο 1,8% του ΑΕΠ, δηλαδή περίπου 4 δισ. ευρώ, χωρίς να υπολογίζεται το πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα επενδύσεων και μεταρρυθμίσεων στην οικονομία. Παράλληλα, από το 2024 αρχίζει να υλοποιείται και το ΕΣΠΑ για το διάστημα 2021-2027 των 20,4. δισ. Σε σχέση με τον μέσο ρυθμό ανάπτυξης του 1,4% που αναμένεται να έχει η Ευρωζώνη για το ίδιο διάστημα, η Ελλάδα, εκτός από την ανάπτυξη της οικονομίας, θα πετύχει σύγκλιση 4,8% με τον μέσο ευρωπαϊκό όρο. Η ανάπτυξη θα συμβαδίσει με τη δημιουργία πρωτογενών πλεονασμάτων τα οποία θα είναι ομαλά αυξανόμενα, ξεκινώντας από το 1,1% του ΑΕΠ για φέτος και φτάνοντας το 2,5% του ΑΕΠ το 2026. Σε μέσα ετήσια επίπεδα, για τη συγκεκριμένα τετραετία θα φτάσουν το 2% του ΑΕΠ, ύψος στο οποίο, όπως συμφωνεί και η Κομισιόν, το χρέος θα παραμείνει βιώσιμο.
Στην κατεύθυνση της ενίσχυσης της βιωσιμότητας του χρέους, η Ελλάδα σχεδιάζει μετά την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας να επιταχύνει την πρόωρη αποπληρωμή του δανείου ύψους 32,2 δισ. με τα κράτη της Ευρωζώνης (GLF), ώστε να το αποπληρώσει πρόωρα, τουλάχιστον 10 χρόνια πριν από τη λήξη του το 2041. Ως μεσοπρόθεσμος στόχος έχει τεθεί το ελληνικό χρέος να είναι χαμηλότερο από το ιταλικό (περίπου 135% του ΑΕΠ σήμερα) έως το 2027.
Μικρή η επίδραση από τα υψηλά επιτόκια
Σε ό,τι αφορά τα υψηλά επιτόκια, στη 2η αξιολόγηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με βάση το ευρωπαϊκό εξάμηνο, παραδέχεται ότι η Ελλάδα, μετά την πολυετή κρίση, είναι η χώρα η οποία έχει τη μικρότερη αρνητική επίδραση στην οικονομία της.
Σε ό,τι αφορά το χρέος, περισσότερο από τα 3/4 (260 δισ. από τα συνολικά 358 δισ.) βρίσκονται στα χέρια του επίσημου τομέα (Ευρωζώνη, EFSF ESM) και είναι "κλειδωμένα" σε χαμηλά επιτόκια. Με τα υψηλά ταμειακά διαθέσιμα, που υπερβαίνουν τα 35 δισ. ευρώ, η Ελλάδα μπορεί να επιλέγει σε μεγάλο βαθμό τις συνθήκες με τις οποίες δανείζεται από τις αγορές.
Στον ιδιωτικό τομέα, ο χαμηλός ρυθμός πιστωτικής επέκτασης μειώνει σημαντικά το ενδεχόμενο να δημιουργηθεί μια νέα γενιά κόκκινων δανείων.
Έως τώρα τα επιτόκια στηρίζουν την κερδοφορία των εμπορικών τραπεζών, ενώ για τις επιχειρήσεις με τραπεζικό προφίλ έχουν ως εναλλακτική τα χαμηλότοκα δάνεια ύψους 17,7 δισ. από το ΤΑΑ και τα εγγυημένα δάνεια από την Ελληνική Αναπτυξιακή Τράπεζα.