Της Ελευθερίας Κούρταλη
Έπειτα από την υπέρ-υπεραπόδοση του 7μήνου, η κόπωση της ελληνικής αγοράς μετοχών και η σταδιακή μείωση θέσεων επενδυτών στο πλαίσιο της κατοχύρωσης υπεραξιών, ήταν και αναμενόμενες αλλά και λογικές. Η διορθωτική κίνηση δεν ήταν αποτέλεσμα της διάθεσης των χαρτοφυλακίων για φυγή από την αγορά αλλά είχε "μοχλό" την αναδιάταξη δυνάμεων ενόψει των… σπουδαίων του φθινοπώρου που ακολουθούν, και σχετίζονται με την τροχιά της αξιολόγησης της ελληνικής οικονομίας, όπου οι προσδοκίες για την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας από τους μεγάλους οίκους βρίσκονται στο ζενίθ.
Αυτά, άλλωστε, εξηγεί και το γεγονός ότι μεγάλοι επενδυτικοί οίκοι έχουν στραμμένο το βλέμμα στην Ελλάδα και έχουν ήδη τοποθετηθεί με overweight θέσεις στις ελληνικές μετοχές.
Για τη Morgan Stanley, η Ελλάδα αποτελεί την κορυφαία θέση της στο fund των αναδυόμενων αγορών που "τρέχει", όπως δήλωσε στο CNBC ο συν-επικεφαλής αναδυόμενων αγορών της επενδυτικής τράπεζας, Marshall Stocker. Και ο λόγος, όπως τόνισε, είναι η πρόοδος που έχει επιτευχθεί στους οικονομικούς θεσμούς από την κυβέρνηση.
Ο αναλυτής εξήγησε πως περίπου το 80% της υπερβάλλουσας απόδοσης των χαρτοφυλακίων που τοποθετούνται στις αναδυόμενες αγορές έρχεται από τη χώρα στην οποία έχει επιλέξει κάποιος να επενδύσει και όχι κάποιο συγκεκριμένο κλάδο ή συγκεκριμένες μετοχές. Στην Ελλάδα η κυβέρνηση βελτίωσε το νομικό πλαίσιο που βοήθησε τις τράπεζες να εξυγιάνουν τους ισολογισμούς τους και μείωσε τους εταιρικούς φόρους. "Αυτό που βλέπουμε στο Ελληνικό Χρηματιστήριο είναι ότι, παρά την απόδοση του 50% που πέτυχε τον τελευταίο χρόνο, ο δείκτης P/Ε είναι στο 7,5x και η μερισματική απόδοση γύρω στο 4%", τόνισε ο Stocker. Όπως πρόσθεσε, οι βελτιώσεις στους οικονομικούς θεσμούς είναι πιθανόν να οδηγήσουν σε επενδύσεις, ενώ πιθανότατα η Ελλάδα θα ανακτήσει την επενδυτική βαθμίδα μέχρι το τέλος του 2023.
"Η Ελλάδα, η χώρα που παραλίγο να τινάξει το πείραμα της ευρωζώνης στον αέρα λόγω της κρίσης χρέους, έχει σήμερα τον δεύτερο υψηλότερο ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης στην Ευρώπη" τόνισε χαρακτηριστικά ο Stocker.
Πρόσφατα η Morgan Stanley είχε επισημάνει πως διατηρεί τη σύσταση overweight για τις ελληνικές μετοχές λόγω του ότι υπάρχουν σημαντικά περιθώρια για συνέχιση της υπεραπόδοσής τους φέτος. Όπως είχε εξηγήσει, οι παράγοντες που στηρίζουν τις περαιτέρω ισχυρές επιδόσεις της ελληνικής αγοράς μετοχών είναι οι εξής: τα ισχυρά και ανθεκτικά μακροοικονομικά μεγέθη, η επίτευξη της επενδυτικής βαθμίδας, η μείωση του risk premium των ελληνικών μετοχών σε σχέση με την Ευρώπη και τις ανεπτυγμένες αγορές, η δυναμική της κερδοφορίας και οι ακόμα φθηνές αποτιμήσεις. Σύμφωνα με τα στοιχεία της, οι ελληνικές μετοχές διαπραγματεύονται με discount τόσο σε σχετικούς όσο και σε απόλυτους όρους. Ειδικότερα, σε όρους P/E το discount φτάνει το 28% έναντι των αναδυόμενων αγορών και το 31% έναντι της ευρωπαϊκής αγοράς.
Αξίζει να σημειώσουμε πως λίγες μέρες νωρίτερα και η JP Morgan είχε επιβεβαιώσει τη θετική της στάση στην Ελλάδα στο περιβάλλον των αναδυόμενων αγορών. Η αμερικάνικη τράπεζα είχε αναβαθμίσει σε overweight τις ελληνικές μετοχές από neutral, έπειτα από το αποτέλεσμα των εκλογών αλλά και ενόψει της ανάκτησης σύντομα της επενδυτικής βαθμίδας, τονίζοντας ότι βλέπει σημαντικά περιθώρια για περαιτέρω re-rating στο Χρηματιστήριο Αθηνών.
Όπως είχε τονίσει, συμφωνεί με τις προσδοκίες της αγοράς ότι η επενδυτική βαθμίδα θα έλθει φέτος στην Ελλάδα και θα τονώσει το κλίμα γύρω από τα ελληνικά assets.
Και η HSBC, από την πλευρά της, παραμένει overweight στις ελληνικές μετοχές στο περιβάλλον των αναδυόμενων αγορών. Εκτιμά πως η ανάπτυξη στην Ελλάδα θα κινηθεί στο 2% φέτος, με τον τουρισμό να αναμένεται να συμβάλει σημαντικά, ποντάροντας και εκείνη στην ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας πολύ σύντομα, γεγονός που, όπως τονίζει, θα μπορούσε να συμβάλει σημαντικά στη διεύρυνση της επενδυτικής βάσης της χώρας. "Με τη Ν.Δ. να παραμένει στην εξουσία, η συνέχιση των πολιτικών που παρατηρήθηκαν τα τελευταία τέσσερα χρόνια σημαίνει ότι η Ελλάδα μπορεί να μην είναι πολύ μακριά από την ανάκτηση του investment grade για πρώτη φορά από το 2010", έχει σημειώσει χαρακτηριστικά.
Εύσημα από τους αναλυτές για τις ελληνικές τράπεζες
Τα ισχυρά αποτελέσματα πρώτου εξαμήνου των ελληνικών τραπεζών πυροδότησαν μπαράζ εκθέσεων από διεθνείς και εγχώριους αναλυτές οι οποίοι υπογράμμισαν την ισχυρή εικόνα στο μέτωπο της κερδοφορίας με μοχλό τα έσοδα από τόκους και προμήθειες, της ποιότητας του ενεργητικού, της ρευστότητας και των κεφαλαίων, γεγονός που οδήγησε τις διοικήσεις σε αναβαθμίσεις των στόχων τους για το σύνολο του έτους.
Όπως σημείωσε η NBG Securities, οι ελληνικές τράπεζες συνολικά είχαν ένα πολύ ισχυρό β’ τρίμηνο, με βελτιωμένες τάσεις στα προ προβλέψεων κέρδη. Αυτή η εξέλιξη αντικατοπτρίζει κυρίως α) το όφελος από τις αυξήσεις των επιτοκίων της ΕΚΤ, β) την επέκταση του χαρτοφυλακίου δανείων με νέες εκταμιεύσεις 8,8 δισ. ευρώ σωρευτικά, και β) την βελτιωμένη εικόνα των λειτουργικών δαπανών σε επίπεδο τριμήνου, υποστηριζόμενη από τις προσπάθειες των τραπεζών να συγκρατήσουν το λειτουργικό κόστος. Αυτές οι τάσεις υποστηρίχθηκαν και από την αύξηση των εσόδων από προμήθειες, λόγω του υψηλότερου όγκου εργασιών. Επιπλέον, όπως επισήμανε η χρηματιστηριακή, η ποιότητα του ενεργητικού συνέχισε να βελτιώνεται, με τον μέσο δείκτη NPE να μειώνεται κατά 19 μονάδες βάσης σε τριμηνιαία βάση, λόγω των οργανικών ενεργειών καθώς και των πωλήσεων NPE, ενώ όλες οι ελληνικές τράπεζες διατήρησαν τα ισχυρά επίπεδα κεφαλαίων και την άφθονη ρευστότητά τους.
Μετά τα καλύτερα από τα αναμενόμενα αποτελέσματα και τις αναβαθμίσεις των εκτιμήσεων των διοικήσεων, η Optima Bank επανέλαβε τη θετική της στάση για τον τραπεζικό κλάδο. Όπως τόνισε, οι επιδόσεις β’ τριμήνου του συνόλου των ελληνικών τραπεζών ξεπέρασαν τις προσδοκίες της ίδιας και της αγοράς, με "οδηγό" τα υψηλότερα από το αναμενόμενα κέρδη και τις χαμηλότερες από τις αναμενόμενες προβλέψεις για ζημίες δανείων. Επιπλέον, οι κεφαλαιακές θέσεις και των τεσσάρων συστημικών τραπεζών ενισχύθηκαν περαιτέρω και η ρευστότητα παρέμεινε ισχυρή.
Ειδικότερα, όπως σημείωσε, σύμφωνα με τις νέες εκτιμήσεις των διοικήσεων για το 2023, αναμένεται ομαλοποίηση της απόδοση ενσώματων ιδίων κεφαλαίων πάνω από το 14%. Τα καθαρά κέρδη στο σύνολο του κλάδου αυξήθηκαν κατά 31% σε τριμηνιαία βάση στο 1,03 δισ. ευρώ, ενώ στο εξάμηνο διαμορφώθηκαν στο 1,82 δισ. ευρώ με πτώση 22% σε ετήσια βάση, και ο μέσος δείκτης κεφαλαίων CET1 με πλήρη εφαρμογή της Βασιλείας ΙΙΙ (FL) ενισχύθηκε κατά 70 μ.β και στο 14,7%.
Τα καθαρά έσοδα από τόκους αποτέλεσαν τον κύριο "μοχλό" των κερδών και αυξήθηκαν κατά 8% σε επίπεδο τριμήνου και στα 2,02 δισ. ευρώ, τα έσοδα από προμήθειες αυξήθηκαν κατά 11% και στα 471 εκατ. ευρώ, ενώ τα μη βασικά έσοδα ανήλθαν σε 112 εκατ. ευρώ ή μόλις στο 4% των εσόδων. Τα συνολικά έσοδα αυξήθηκαν κατά 10% σε 2,37 δισ. ευρώ σε τριμηνιαία βάση.
Σε ό,τι αφορά την ποιότητα ενεργητικού, οι προβλέψεις για απώλειες στα δάνεια αυξήθηκαν κατά 67% κυρίως λόγω του κόστους εξυγίανσης των NPEs της Πειραιώς στα 498 εκατ. ευρώ, με το μέσο κόστος κινδύνου (CoR) να διαμορφώνεται στις 84 μ.β. έναντι 76 μ.β. το α’ τρίμηνο. Τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα υποχώρησαν κατά 256 εκατ. ευρώ σε 9,06 δισ. ευρώ και τα καθαρά μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα διαμορφώθηκαν σε 3,68 δισ. ευρώ.
Στο μέτωπο της ρευστότητας, οι καταθέσεις αυξήθηκαν κατά 4,47 δισ. ευρώ στο β’ τρίμηνο και στα 221,7 δισ. ευρώ και ως αποτέλεσμα ο μέσος δείκτης δανείων προς καταθέσεις (LDR) βελτιώθηκε σε 67,6% έναντι 68,6% το α’ τρίμηνο. Οι προθεσμιακές καταθέσεις αύξησαν τη συμβολή τους και αντιστοιχούσαν στο 25% της καταθετικής βάσης έναντι 23% το α’ τρίμηνο.
Ο οίκος αξιολόγησης DBRS τόνισε από την πλευρά του ότι οι βελτιώσεις στη λειτουργική απόδοση και το προφίλ κινδύνου υποστηρίζουν την περαιτέρω ενίσχυση της κεφαλαιοποίησης των ελληνικών τραπεζών.
Ειδικότερα, η DBRS σημείωσε πως τα υψηλότερα βασικά έσοδα, ο έλεγχος του κόστους και το χαμηλότερο πιστωτικό κόστος υποστήριξαν τα αποτελέσματα των τεσσάρων ελληνικών συστημικών τραπεζών κατά το πρώτο εξάμηνο, με τα συνολικά καθαρά κέρδη να ανέρχονται στο 1,8 δισ. ευρώ. Τα καθαρά έσοδα από τόκους κατέγραψαν σημαντική αύξηση, όπως προσθέτει, με τις τράπεζες να επωφελούνται από την ταχεία αύξηση των επιτοκίων παρά τους χαμηλότερους όγκους νέων δανείων, ενώ σημαντική αύξηση σημείωσαν και τα έσοδα από προμήθειες. Ο οίκος αναμένει, ωστόσο, επιβράδυνση των καθαρών επιτοκιακών εσόδων τα επόμενα τρίμηνα, αντανακλώντας την άποψή του για επιβράδυνση της σύσφιξης της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ, καθώς και για την πιθανή αύξηση του κόστους χρηματοδότησης.
Παράλληλα ο οίκος ανέφερε πως οι άφθονες και σταθερές καταθετικές βάσεις επέτρεψαν στις ελληνικές τράπεζες να διατηρήσουν άνετη θέση ρευστότητας παρά τις αποπληρωμές των μακροπρόθεσμων δανείων της ΕΚΤ (TLTRO III). Το ποσοστό των προθεσμιακών καταθέσεων έχει αυξηθεί από το τέλος του 2022, ωστόσο εξακολουθούν να παραμένουν χαμηλότερες από τις αρχικές προσδοκίες των τραπεζών, γεγονός το οποίο συνέβαλε τη διατήρηση του κόστους των καταθέσεων σε μέτρια επίπεδα.
Τέλος, όπως τόνισε η DBRS, η διατηρήσιμη παραγωγή οργανικού κεφαλαίου στο πρώτο εξάμηνο ενίσχυσε την κεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών, με τον μέσο δείκτη CET1 να διαμορφώνεται στο 14,6% και τον μέσο δείκτη συνολικού κεφαλαίου στο 17,8%. Ωστόσο ο οίκος τονίζει πως η ποιότητα του κεφαλαίου παραμένει σχετικά αδύναμη, με τις αναβαλλόμενες φορολογικές πιστώσεις να αντιπροσωπεύουν περίπου το 62% του κεφαλαίου CET1.
Από την πλευρά της η Jefferies σημείωσε πως οι θετικοί μακροοικονομικοί άνεμοι των αυξανόμενων επιτοκίων και της ισχυρής οικονομικής δραστηριότητας, χάρη και στις πολύ καλές επιδόσεις του τουρισμού, έχουν προσφέρει μια σημαντική ώθηση στις επιδόσεις όλων των ελληνικών τραπεζών.
Ωστόσο, όπως εκτιμά, η εστίαση είναι πλέον πιθανό να στραφεί στην ικανότητα της κάθε τράπεζας να συγκρατήσει την μεταφορά της αύξησης των επιτοκίων στα επιτόκια καταθέσεων και να ομαλοποιήσει τις προβλέψεις της. Αυτά, κατά τον οίκο, θα αποτελέσουν τους βασικούς "μοχλούς" στην πορεία καθαρών εσόδων από τόκους και του κόστους κινδύνου στο μέλλον.
Η Εθνική Τράπεζα παραμένει η κορυφαία επιλογή της Jefferies με τον οίκο να ανεβάζει έτσι την τιμή-στόχο στα 7,40 ευρώ από 7,30 ευρώ πριν και δίνει σύσταση Buy. Η Alpha Bank συνεχίζει να διαπραγματεύεται με discount, όπως σημείωσε, αλλά αυτό πρέπει να εξεταστεί στο πλαίσιο της χαμηλότερης κάλυψης NPE και του χαμηλότερου κεφαλαιακού δείκτη CET1 σε σχέση με την Εθνική Τράπεζα. Έτσι, δίνει σύσταση υποαπόδοσης, ενώ η τιμή-στόχος διατηρείται στο 1,10 ευρώ. Σύσταση hold δίνει στην Eurobank και την Πειραιώς , με την τιμή-στόχο για την πρώτη να διατηρείται στο 1,70 ευρώ, ενώ "ανεβάζει" την τιμή-στόχο για την Πειραιώς στα 3,10 ευρώ από 2,70 ευρώ πριν.
Το ελληνικό αφήγημα έχει ισχυρούς λόγους να συνεχιστεί
Η οπισθοχώρηση της αγοράς κάτω από τις 1.300 μονάδες δεν αλλάζει τη θετική μακροπρόθεσμη προοπτική του Χ.Α. Η επιδείνωση του διεθνούς κλίματος, λόγω Κίνας αλλά και λόγω ανησυχιών γύρω από τη νομισματική πολιτική, δεν μπορούσε να αφήσει… "ασυγκίνητες" τις ελληνικές μετοχές, με τις κινήσεις κατοχυρώσεις κερδών να είναι απόλυτα λογικές. Ωστόσο, και σε αυτό το δύσκολο κλίμα το Χ.Α. έδειξε άμυνες και όπως δείχνουν τα πράγματα η διόρθωση δεν σηματοδότησε το τέλος της ανοδικής κίνησης αλλά ήταν μία ευκαιρία ώστε να πάρουν δύναμη οι αγοραστές για τη συνέχεια.
Όπως σχολιάζει ο Δημήτρης Τζάνας, Σύμβουλος Διοίκησης της Κύκλος ΑΧΕΠΕΥ, παρά το γεγονός ότι βρισκόμαστε στην καρδιά του καλοκαιριού, οι θετικές ειδήσεις και εξελίξεις τρέχουν. Η Scope Ratings και η ιαπωνική R&I έδωσαν επενδυτική βαθμίδα στην Ελλάδα, η Τράπεζα Πειραιώς είναι πλέον στον δείκτη MSCI Standard Greece συμβάλλοντας στην αυξημένη στάθμιση του Ελληνικού Χρηματιστηρίου, οι διοικήσεις των τραπεζών βεβαίωσαν ότι η κερδοφορία του 2023 θα επιτρέψει διανομή μερίσματος το 2024, οι Έλληνες επενδυτές επαναδραστηριοποιούνται όπως προκύπτει από την αύξηση των ενεργών μερίδων στους τελευταίους μήνες, ενώ η αναβάθμιση της Ελλάδα από τους πιστοποιημένους οίκους είναι πλέον ξεκάθαρα ορατή, εξέλιξη που θα δρομολογήσει τον επόμενο μεγάλο στόχο της αγορές που είναι η μετάταξη του Χ.Α. στις ανεπτυγμένες αγορές.
Την ίδια ώρα, η τεχνική ανάλυση συσχετίζει την παρούσα διαγραμματική εικόνα του Γενικού Δείκτη με εκείνη του 1997, τότε που η προοπτική της εισόδου της Ελλάδος στην ΟΝΕ οδηγούσε στην έκρηξη του επενδυτικού ενδιαφέροντος από τους επενδυτές. Αν και σήμερα, "όλα είναι διαφορετικά", το ελληνικό αφήγημα έχει ισχυρούς λόγους να συνεχίσει να οδηγεί σε ανοδική κίνηση το Χ.Α. καθώς παραμένουν ελπιδοφόρα τα δεδομένα για πολλούς τίτλους τόσο της υψηλής όσο και της μεσαίας και μικρής κεφαλαιοποίησης, σε συνδυασμό με την πολιτική σταθερότητα και το θετικό μομέντουμ της ελληνικής οικονομίας που υποβοηθούμενη από τα ευρωπαϊκά κονδύλια προσβλέπει σε μια παρατεταμένη επενδυτική άνοιξη.
Ωστόσο, η υλοποίηση του ενάρετου κύκλου για την ελληνική οικονομία και το χρηματιστήριό της έχει και απειλές: ο πληθωρισμός επανέρχεται τροφοδοτούμενος από την ενέργεια και τα τρόφιμα και είναι πιθανό να αναγκάσει τη Fed και την ΕΚΤ σε νέες αυξήσεις επιτοκίων για να τον τιθασεύσουν, πιθανότατα ωστόσο μετά τον Σεπτέμβριο. Επιπλέον, η επιβράδυνση της Κίνας συνεχίζεται, ενώ το επενδυτικό κλίμα επισκιάζεται με αρνητικές ειδήσεις από τον κλάδο των ακινήτων και τον χρηματοπιστωτικό κλάδο.
"Με τα δυσμενή μακροοικονομικά δεδομένα και την υφιστάμενη γεωπολιτική αβεβαιότητα, ευλόγως η επενδυτική ψυχολογία διαταράσσεται. Θα χρειαστεί επομένως αυξημένη υπομονή και ψυχραιμία για να δικαιωθεί ο επενδυτής από τις τοποθετήσεις του στο Ελληνικό Χρηματιστήριο", τονίζει ο κ. Τζάνας.