Του Κώστα Ράπτη
Η χούντα του Νίγηρα ήρθε για να μείνει. Αυτή είναι, σύμφωνα με τα διεθνή δημοσιεύματα, η εκτίμηση του Ούβε Λέσινγκ, επικεφαλής του προγράμματος για το Σαχέλ στο Ίδρυμα Konrad Adenauer της γερμανικής Χριστιανοδημοκρατίας, ο οποίος εκτιμά ότι οι πραξικοπηματίες που ανέτρεψαν στα τέλη Ιουλίου τον Νιγήριο πρόεδρο Μοαμέντ Μπαζούμ "κρατούν όλα τα χαρτιά και εμπεδώνουν τη θέση τους".
Και είναι αλήθεια, ότι οι απειλές στρατιωτικής επέμβασης που διατύπωσε, προκειμένου να εκβιάσει την επιστροφή του Νίγηρα στη συνταγματική ομαλότητα, η υπό την ηγεσία του Νιγηριανού προέδρου Μπόλα Τινούμπου περιφερειακή οργάνωση των γειτονικών κρατών ECOWAS, μολονότι παραμένει θεωρητικώς στο τραπέζι, απομακρύνεται από τον ορίζοντα.
Διόλου τυχαία, οι πραξικοπηματίες που αρνήθηκαν να δεχθούν κοινή αντιπροσωπεία της ECOWAS και της Αφρικανικής Ένωσης, είχαν την Κυριακή συνάντηση στη Νιαμέι με ομάδα μουσουλμάνων κληρικών από τη Νιγηρία, οι οποίοι ανέλαβαν, με την άδεια του Τινούμπου, να λειτουργήσουν ως ανεπίσημοι μεσολαβητές σε έναν πρώτο διάλογο. Ο ισχυρός άνδρας της χούντας, στρατηγός Τσιανί, τόνισε στους φιλοξενουμένους του ότι "Νιγηρία και Νίγηρας είναι όχι απλώς γειτονικά, αλλά αδελφά έθνη", ενώ αυτοί με τη σειρά τους διαβεβαίωσαν ότι οι δύο χώρες δεν βρίσκονται σε πόλεμο και ο Τινούμπου απλώς εφαρμόζει τις αποφάσεις του ECOWAS.
Βέβαια, ο προσωρινός πρωθυπουργός του Νίγηρα, Αλί Λαμίν Ζέιν ήταν περισσότερο πεζός, προσδιορίζοντας ως αντικείμενο του δρομολογηθέντος διαλόγου με την ECOWAS την άρση των κυρώσεων που έχουν επιβάλλει οι γείτονες στη χώρα του.
Δεν είναι εύκολο ασφαλώς να κερδίσει κανείς τις καρδιές των απλών Νιγήριων, επιβάλλοντας στερήσεις σε μία τόσο εξαρτημένη οικονομικά χώρα, την ίδια ώρα που περισσεύει σε διεθνές επίπεδο η ανησυχία για τις συνθήκες διαβίωσης του ανατραπέντος και πλέον κρατούμενου προέδρου Μπαζούμ.
Αλλά, κατά τον Λέσινγκ, οι περιφερειακοί παίκτες αργά ή γρήγορα θα μπουν στο σχετικό παζάρι, αναγνωρίζοντας σιωπηρά τη νέα κατάσταση στον Νίγηρα, ενώ σε αντάλλαγμα θα διεκδικούν τη συντόμευση της μεταβατικής περιόδου προς την επιστροφή σε πολιτική εξουσία.
Άλλωστε, οι εσωτερικές αντιδράσεις στη Νιγηρία ήσαν τέτοιες, όταν ο Τινούμπου έθεσε ζήτημα χρήσης βίας για την ανατροπή των πραξικοπηματιών στη γειτονική χώρα, που αναγκαστικά επικράτησαν δεύτερες σκέψεις. Η στρατιωτικοποίηση της κρίσης αντί να σταθεροποιήσει τον Νίγηρα, μάλλον θα αποσταθεροποιούσε και τη βόρειο Νιγηρία (ήδη πολλαπλά ταλαιπωρημένη από την ανταρσία της ισλαμιστικής οργάνωσης Μπόκο Χαράμ), αλλά και την ευρύτερη περιοχή - δεδομένης της στήριξης που προσέφεραν στους Νιγήριους πραξικοπηματίες το Μαλί, η Μπουρκίνα Φάσο, η Γουινέα και εμμέσως, αλλά πολύ καθοριστικά, η Αλγερία, καθώς και της ουδετερότητας που τηρεί το επίσης γειτονικό Τσαντ.
Επίδειξη... πραξικοπηματικής ισχύος
Χαρακτηριστικά, οι πραξικοπηματίες του Νίγηρα προχώρησαν την Κυριακή, παράλληλα με το άνοιγμα διαύλων διαλόγου με την ECOWAS, σε δύο επιδείξεις δύναμης. Αφενός προανήγγειλαν την άσκηση δίωξης εναντίον του Μπαζούμ για "εσχάτη προδοσία" ενώπιον των αρμόδιων εθνικών και διεθνών (;) αρχών και αφετέρου απέστειλαν αντιπροσωπεία στην πρωτεύουσα της Γουινέας, της οποίας ο πρόεδρος Μαμαντί Ντουμπουγιά διακήρυξε: "Είμαστε Παναφρικανιστές. Όταν οι λαοί μας έχουν προβλήματα, θα είμαστε πάντα παρόντες".
Μπορούμε βάσιμα να υποθέσουμε ότι το κατηγορητήριο κατά του Μπαζούμ θα έχει στο επίκεντρό του την "διευκόλυνση της τρομοκρατίας", λόγω των πρωτοβουλιών εθνικής συμφιλίωσης του πρώην προέδρου, που οδήγησαν σε απελευθέρωση κρατούμενων τζιχαντιστών.
Αν η δημογραφική έκρηξη, με την εμφάνιση στο προσκήνιο μιας ογκώδους νεολαίας χωρίς προοπτικές και οι ανατροπές από την κλιματική μεταβολή στη ζωή γεωργών και νομάδων κτηνοτρόφων αποτελούν τα βαθύτερα αίτια της αναταραχής των τελευταίων ετών στην Δυτική Αφρική, τον καταλύτη φαίνεται ότι αποτέλεσε η άνθιση, μετά την εισβολή του ΝΑΤΟ στο Λιβύη το 2011, της τζιχαντιστικής τρομοκρατίας στο Σαχέλ και ακόμη περισσότερο η αίσθηση των εντοπίων ότι αυτή αλληλοτροφοδοτείται από την στρατιωτική παρουσία των δυτικών δυνάμεων που αναπτύχθηκαν για την αντιμετώπισή της. Και μολονότι αυτή η στρατιωτική παρουσία περιλαμβάνει και Αμερικανούς, Ιταλούς, Γερμανούς κ.ο.κ., είναι οι γαλλικές δυνάμεις που ερεθίζουν τα πνεύματα, λόγω της βεβαρυμένης σχέσης των χωρών της Δυτικής Αφρικής με την πρώην αποικιακή μητρόπολη.
Εξ ου και η Ουάσιγκτον στέκεται προσεκτικά στο ζήτημα, ζητώντας ασφαλώς την αποκατάσταση της νομιμότητας στον Νίγηρα, αλλά αποσιωπώντας τα περί στρατιωτικής επιλογής (που μπορεί να προχωρήσει μόνο αν υπάρξουν πρόθυμοι περιφερειακοί proxies για να την αναλάβουν). Αντίστοιχα, η χούντα του Τσιανί ζητά την απομάκρυνση των γαλλικών στρατευμάτων, αλλά τηρεί σιωπή ως προς τα αμερικανικά.
Με άλλα λόγια, και παρά την κινητοποίησή της ώστε να μη βρει άλλο ένα πεδίο διείσδυσης η ρωσική μισθοφορική εταιρεία Wagner, η αμερικανική διπλωματία δείχνει να αναγνωρίζει ότι τα κύρια αίτια της κρίσης στη Δυτική Αφρική είναι ενδογενή, όπως και η πιθανή επίλυση.