Της Ελευθερίας Κούρταλη
Μετά από ένα ταραχώδες πρώτο εξάμηνο, το οποίο είδε μια τεράστια άνοδο του χρυσού και σημαντική αδυναμία του δολαρίου, οι UniCredit και UBS εξετάζουν ποιες κατηγορίες περιουσιακών στοιχείων βρίσκονται σε καλύτερη θέση για το δεύτερο εξάμηνο του έτους και δίνουν έτσι τις εκτιμήσεις τους για τις προοπτικές των αγορών. Ενώ ο συνεχιζόμενος εμπορικός πόλεμος αναμένεται να παραμείνει το βασικό θέμα τους επόμενους μήνες, οι αγορές θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν νέες προκλήσεις, όπως επισημαίνουν.
Όπως σημειώνει η UniCredit, το πρώτο εξάμηνο του έτους έχει έναν σαφή νικητή. Ο χρυσός έχει αυξηθεί κατά περισσότερο από 25% μέχρι στιγμής φέτος, υποστηριζόμενος από την ισχυρή ζήτηση για περιουσιακά στοιχεία που θεωρούνται ασφαλή καταφύγια και την ανάγκη των κεντρικών τραπεζών να διαφοροποιήσουν τα περιουσιακά τους στοιχεία.
Παρά την υψηλή μεταβλητότητα, οι χρηματιστηριακοί δείκτες έχουν αυξηθεί παγκοσμίως (ο MSCI World έχει αυξηθεί κατά 6,5% από την αρχή του έτους), ειδικά μετά τη χαλάρωση των σχέσεων ΗΠΑ-Κίνας στις αρχές Μαΐου. Οι ευρωπαϊκές μετοχές έχουν ελαφρώς ξεπεράσει σε απόδοση τις μετοχές των ΗΠΑ, ενώ το δολάριο είναι ο πιο αξιοσημείωτος χαμένος μέχρι στιγμής φέτος, καθώς έχει χάσει 10% έναντι άλλων νομισμάτων, με τις ανησυχίες των επενδυτών σχετικά με τις πολιτικές Τραμπ να έχουν επηρεάσει σημαντικά το νόμισμα.
Από την άλλη πλευρά, ο δείκτης του ευρώ έχει αυξηθεί κατά 5%, ενώ το πετρέλαιο έχει χάσει έδαφος (-10%) από το σημείο που ξεκίνησε το 2025, ως αποτέλεσμα της επιθετικής στρατηγικής προσφοράς που υιοθέτησε ο ΟΠΕΚ+. Η πρόσφατη απότομη αύξηση των τιμών του Brent απορροφήθηκε γρήγορα μετά την υποχώρηση των εντάσεων στη Μέση Ανατολή. Παράλληλα, τα κρατικά ομόλογα και τα εταιρικά ομόλογα της ευρωζώνης έχουν αποδώσει 1% και τα αμερικανικά ομόλογα 4%, υποστηριζόμενα από τις προσδοκίες για μια πιο ήπια Fed.
Η οικονομική αβεβαιότητα είναι πιθανό να παραμείνει υψηλή κατά το δεύτερο εξάμηνο του έτους, δεδομένου του συνεχιζόμενου εμπορικού πολέμου, υποστηρίζει η UniCredit. Παρόλο που αναμένει ότι οι ΗΠΑ και οι εμπορικοί τους εταίροι θα συμφωνήσουν σε χαμηλότερους δασμούς από αυτούς που ανακοινώθηκαν στις 2 Απριλίου, οι αμερικανικές εταιρείες είναι πιθανό να μετακυλίσουν υψηλότερες τιμές στους καταναλωτές τους επόμενους μήνες.
Αυτό θα πρέπει να οδηγήσει σε επιτάχυνση του πληθωρισμού και σε λιγότερες μειώσεις επιτοκίων από ό,τι έχει τιμολογηθεί επί του παρόντος. Σε αυτό το πλαίσιο, ο ιταλικός οίκος αναμένει ότι οι αποδόσεις των αμερικάνικων ομολόγων θα αυξηθούν από τα τρέχοντα επίπεδα. Ομοίως, μια λιγότερο ήπια Fed είναι πιθανό να επηρεάσει τις αμερικανικές μετοχές, των οποίων οι αποτιμήσεις είναι ήδη κάπως "τεντωμένες". Οι εξελίξεις στο μέτωπο της τεχνητής νοημοσύνης και ο τεχνολογικός αγώνας δρόμου με την Κίνα γενικότερα θα αποτελέσουν βασικούς μοχλούς ανάπτυξης, ιδίως τις Magnificent 7 των ΗΠΑ.
Οι ευρωπαϊκές μετοχές βρίσκονται σε καλύτερη θέση, τονίζει η UniCredit, καθώς αναμένει βελτίωση στην αύξηση των κερδών. Στις αγορές συναλλάγματος, αναμένει περαιτέρω αποδυνάμωση του δολαρίου και συνέχιση της ενίσχυσης του ευρώ, αν και με πολύ βραδύτερο ρυθμό από ό,τι στο πρώτο εξάμηνο του 2025. Το πετρέλαιο είναι πιθανό να κλείσει το έτος στο τρέχον επίπεδο, καθώς οι αγορές προεξοφλούν ένα σενάριο υπερπροσφοράς στο πλαίσιο αυξημένου γεωπολιτικού κινδύνου, ενώ εξακολουθούν να υπάρχουν περιθώρια αύξησης των τιμών του χρυσού.
Από την πλευρά της, η UBS επισημαίνει πως οι αγορές εισέρχονται σε μία ιδιαίτερα "καυτή" περίοδο. Παρόλο που η σύγκρουση στη Μέση Ανατολή κατέστησε τον Ιούνιο έναν μήνα αυξημένης αστάθειας, ο Ιούλιος θα φέρει σημαντικές αποφάσεις σχετικά με την εμπορική και δημοσιονομική πολιτική των ΗΠΑ. Οι επερχόμενες αποφάσεις σχετικά με τους δασμούς εισαγωγών των ΗΠΑ, καθώς και η νομοθεσία για τον προϋπολογισμό των ΗΠΑ, γνωστή και ως "One Big Beautiful Bill Act", θα μπορούσαν να προκαλέσουν περιόδους αστάθειας. Ωστόσο, η UBS δεν αναμένουμε ότι θα εκτροχιάσουν την ακόμη σταθερά αναπτυσσόμενη οικονομία των ΗΠΑ ή θα προκαλέσουν μια πτωτική φάση διαρκείας στις αγορές.
Ταυτόχρονα, οι γεωπολιτικές εντάσεις στη Μέση Ανατολή και την Ανατολική Ευρώπη συνεχίζουν να δημιουργούν αυξημένη αβεβαιότητα. Μέχρι στιγμής, ωστόσο, ο αντίκτυπός τους στις χρηματοπιστωτικές αγορές ήταν περιορισμένος και βραχύβιος, ωστόσο η εκεχειρία μεταξύ Ισραήλ και Ιράν παραμένει εύθραυστη, εκτιμά η UBS.
Εντωμεταξύ, οι κεντρικές τράπεζες στην Ευρώπη και το Ηνωμένο Βασίλειο συνεχίζουν να μειώνουν τα επιτόκια και ο ελβετικός οίκος αναμένει ότι και η Fed θα ακολουθήσει τον Σεπτέμβριο. Στην πιο πρόσφατη αξιολόγηση της νομισματικής πολιτικής της, η Εθνική Τράπεζα της Ελβετίας μείωσε το βασικό της επιτόκιο στο 0%, τονίζοντας ότι ο πήχης για περαιτέρω μείωση κάτω από το μηδέν είναι υψηλό. Ωστόσο, είναι απίθανο να αποφευχθούν περαιτέρω μειώσεις επιτοκίων εάν η συναλλαγματική ισοτιμία ευρώ/ελβετικού φράγκου κινηθεί στο 0,90 ή χαμηλότερα, εκτιμά η UBS.
Αυτό το περιβάλλον μείωσης των επιτοκίων είναι πιθανό να στηρίξει τις μετοχές και τα ομόλογα, ειδικά σε τομείς ευαίσθητους στα επιτόκια, όπως σημειώνει. Από την άλλη πλευρά, το δολάριο ΗΠΑ αναμένεται να παραμείνει αδύναμο καθώς οι διαφορές των επιτοκίων μειώνονται, η ανάπτυξη των ΗΠΑ επιβραδύνεται και οι επενδυτές επανεκτιμούν την ελκυστικότητα του δολαρίου και το καθεστώς του ως ασφαλούς καταφυγίου.
Πάντως η UBS αναμένει μόνο περιορισμένες αποδόσεις για τις παγκόσμιες αγορές μετοχών μέχρι το τέλος του έτους, μετά από τα ισχυρά κέρδη στο πρώτο εξάμηνο. Παρ' όλα αυτά, συνιστά στους επενδυτές με underweight κατανομή μετοχών να αυξήσουν σταδιακά τις θέσεις τους σε ευρέως διαφοροποιημένες μετοχές ή ισορροπημένα χαρτοφυλάκια, ώστε να τοποθετηθούν για καλύτερες ευκαιρίες απόδοσης το 2026 και μετά.
Οι μετοχές των ΗΠΑ και των αναδυόμενων αγορών είναι πιθανό να υπεραποδώσουν των ευρωπαϊκών, εκτιμά ο οίκος, υποστηριζόμενες από την ισχυρότερη αύξηση των κερδών και μια επεκτατική νομισματική πολιτική. Η UBS εντοπίζει τις καλύτερες ευκαιρίες στην τεχνολογία και την υγειονομική περίθαλψη των ΗΠΑ, καθώς και στον τεχνολογικό τομέα στην Ταϊβάν, την Ινδία και την ηπειρωτική Κίνα. Οι εταιρείες που είναι ιδιαίτερα καλά τοποθετημένες σε τομείς διαρθρωτικής ανάπτυξης, όπως η τεχνητή νοημοσύνη, η ενέργεια και οι πρώτες ύλες, αναμένεται να υπεραποδώσουν, τονίζει ο οίκος.