Σε ένα από τα βασικά πεδία μάχης του εν εξελίξει σινο-αμερικανικού εμπορικού πολέμου, η Κίνα προχώρησε σε μία κίνηση - ματ. Ο λόγος για την τεχνολογία των ημιαγωγών, με το Πεκίνο να πραγματοποιεί τη μεγαλύτερη έως τώρα επένδυση του, διοχετεύοντας 47,5 δισεκατομμύρια δολάρια για έρευνα, ανάπτυξη και παραγωγή τσιπ στο πλαίσιο της τρίτης φάσης του China Integrated Circuit Industry Investment Fund, γνωστού και ως "Big Fund". Οι προηγούμενες φάσεις του προγράμματος αφορούσαν στη χρηματοδότηση εταιρειών κατασκευής τσιπ, όπως η Semiconductor Manufacturing International Corporation και η Hua Hong Semiconductor. Το τρίτο στάδιο επικεντρώνεται στην αναβάθμιση του εξοπλισμού της διαδικασίας παρασκευής. Οι εν λόγω επενδύσεις στοχεύουν όχι μόνο στο να καταστεί η Κίνα αυτάρκης στην παραγωγή και χρήση της τεχνολογίας ημιαγωγών, αλλά και στο να εκτοπίσει την Ταϊβάν από τη θέση του κυρίαρχου του παιχνιδιού.
Τα προηγμένα τσιπ βρίσκουν εφαρμογή σε προϊόντα και υπηρεσίες πολλών βιομηχανιών, ο κομβικός τους ρόλος όμως στον τομέα της τεχνητής νοημοσύνης είναι εκείνος που "καίει" περισσότερο τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Κίνα. Αμφότερες οι υπερδυνάμεις επενδύουν τεράστια ποσά σε συστήματα AI, η λειτουργία των οποίων εξαρτάται από την τεχνολογία των μικροτσίπ. Η μετατόπιση του ενδιαφέροντος στη συγκεκριμένη τεχνολογία έχει αλλάξει και τη φύση των σινο-αμερικανικών σχέσεων τα τελευταία χρόνια. Η πρώτη απάντηση των ΗΠΑ στην επικείμενη κινεζική επέλαση ήταν η επιβολή αυστηρών ελέγχων στις εξαγωγές τσιπ το 2022, με σκοπό να περιοριστεί η πρόσβαση του Πεκίνου σε προηγμένα τεχνολογικά προϊόντα με πιθανή στρατιωτική εφαρμογή.
Η κυβέρνηση Μπάιντεν προχώρησε σε περαιτέρω μέτρα ένα χρόνο αργότερα, επιβάλλοντας νέους περιορισμούς στις εξερχόμενες επενδύσεις σε "χώρες που προκαλούν ανησυχία", όπως η Κίνα, αυστηροποιώντας ακόμη περισσότερο τους εξαγωγικούς ελέγχους. Αυτά τα μέτρα ανάγκασαν την Κίνα να επικεντρωθεί στην εγχώρια παρασκευή τσιπ, αναπτύσσοντας τις δικές της ικανότητες στον τομέα.
Το πόσο σημαντική είναι για το Πεκίνο η βιομηχανίας παραγωγής ημιαγωγών αντικατοπτρίζεται και σε πολλές πτυχές της εξωτερικής πολιτικής. Η Κίνα οδηγήθηκε στο να αναπροσαρμόσει τις -πάντα αμφιλεγόμενες- σχέσεις της με την Ταϊβάν εξαιτίας των ημιαγωγών. Η Ταϊβάν πρόταξε την κυρίαρχη θέση της στο πεδίο της κατασκευής τσιπ προκειμένου να ενισχύσει την αμυντική της "προστασία" απέναντι στην Κίνα, με τη βοήθεια των ΗΠΑ και άλλων δυτικών χωρών. Η Κίνα από την πλευρά της, σε μια προσπάθεια να αποκτήσει τεχνογνωσία στον τομέα, εφάρμοσε προγράμματα προκειμένου να προσελκύσει μηχανικούς, στελέχη της βιομηχανίας και εμπορικές πρακτικές για να αποκτήσει το πλεονέκτημα.
Οι ημιαγωγοί αποδεικνύονται ζωτικής σημασίας και για την προβολή της επιρροής της Κίνας στην ασιατική ήπειρο – και όχι μόνο. Προσφάτως, αποτέλεσε σημαντικό παράγοντα της κινεζικής βοήθειας προς τη Ρωσία, εν μέσω του πολέμου που η τελευταία διεξάγει στην Ουκρανία. Οι ρωσικές εισαγωγές τσιπ αυξήθηκαν από 200 εκατ. δολάρια το 2021 σε 500 εκατ. δολάρια το 2022. Σύμφωνα με τα στοιχεία της αμερικανικής κυβέρνησης, η Κίνα προμηθεύει το 90% των ρωσικών αναγκών στον κλάδο της μικροηλεκτρονικής, με προϊόντα απαραίτητα για την κατασκευή προηγμένου εξοπλισμού. Η πώληση αυτών των εξαρτημάτων στη Ρωσία επιτρέπει την παραγωγή οπλικών συστημάτων ικανών να αλλάξουν την ισορροπία του σινο-ρωσικού άξονα έναντι της Ουκρανίας, της Ευρώπης και της Δύσης.
Όπως είναι φυσικό, η προτεραιότητα που δίνει η Κίνα στον τομέα, έχει αναδιαμορφώσει τις σχέσεις της με άλλες χώρες που επίσης δραστηριοποιούνται ενεργά στην παρασκευή ημιαγωγών - για παράδειγμα με την Ολλανδία. Η ευρωπαϊκή χώρα, που διατηρεί εξαιρετικές εμπορικές σχέσεις με τις Ηνωμένες Πολιτείες, αποτέλεσε στόχο της προσπάθειας του Πεκίνου να αποκτήσει τεχνογνωσία στον κλάδο με... μάλλον αθέμιτα μέσα. Ειδικότερα, η ASML, εταιρεία κατασκευής μηχανημάτων που χρησιμοποιούνται από τους κατασκευαστές τσιπ, αποτέλεσε πολλάκις στόχο κινεζικής βιομηχανικής κατασκοπείας. Αντίστοιχο ενδιαφέρον έχει προσελκύσει και η Νότια Κορέα. Η ασιατική χώρα, έδρα εταιρειών όπως η Samsung και η SK Hynix, με μεγάλες δυνατότητες παρασκευής ημιαγωγών, έχει βρεθεί στο "στόχαστρο” τόσο της αμερικανικής όσο και της κινεζικής διπλωματίας ώστε να διαλέξει πλευρά στον πόλεμο των τσιπ. Σε αυτό το μέτωπο, η πρόσφατη απόφαση της Νότιας Κορέας να δημιουργήσει μονάδες παραγωγής στα δικά της εδάφη και όχι στην Κίνα, αποτέλεσε μια ακόμη αιτία ανησυχίας για το Πεκίνο.
Σε κάθε περίπτωση, οι ενέργειες της Κίνας -από την αύξηση των εγχώριων επενδύσεων έως την βιομηχανική κατασκοπεία- υποδεικνύουν πως οι αμερικανικές προσπάθειες περιορισμού της πρόσβασης του Πεκίνου σε προηγμένες τεχνολογίες αποδίδουν -επί του παρόντος- καρπούς. Παρ' όλα αυτά, υπάρχουν και άλλοι οδοί δια μέσω των οποίων η Κίνα μπορεί να αποκτήσει την τεχνογνωσία στον τομέα.
Το κινεζικό "Big Fund” για τα μικροτσίπ θέτει ένα δύσκολο δίλημμα στις ΗΠΑ. Από τη μία πλευρά, οι Ηνωμένες Πολιτείες εξακολουθούν να ανησυχούν για τις χαλαρές διαδικασίες αδειοδότησης που επιτρέπουν τη μεταφορά κρίσιμων τεχνολογιών στην Κίνα από βασικούς αμερικανικούς συμμάχους και επιθυμούν να περιορίσουν την πρόσβαση του Πεκίνου. Από την άλλη, ο περιορισμός αυτός ενέχει τον κίνδυνο μεγαλύτερης στροφής της Κίνας προς την εγχώρια παραγωγή και παράλληλα την τεχνολογική αυτάρκεια της ασιατικής υπερδύναμης, γεγονός που θα μπορούσε να οδηγήσει και σε περαιτέρω αναταραχή στην περιοχή. Μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις είναι η χρησιμότητα της Ταϊβάν ως βασικής ανταγωνίστριας χώρας στην κατασκευή ημιαγωγών. Σε περίπτωση που η Κίνα ενισχύσει σημαντικά τη θέση της και η Ταϊβάν χάσει το στρατηγικό αυτό πλεονέκτημα, το Πεκίνο θα μπορούσε να αποκομίσει απρόβλεπτα πολιτικά κέρδη. Ανεξάρτητα από την επιλογή που θα κάνει η Ουάσινγκτον ως προς την πολιτική μελλοντικών περιορισμών στον τομέα των τσιπ, το μόνο βέβαια είναι πως αυτή θα έχει αντίκτυπο σε επιχειρηματικό όσο και σε πολεμικό επίπεδο παγκοσμίως.