Του Derek Saul
Τα προγράμματα επαναγοράς μετοχών είναι η τάση της εποχής. Αποκορύφωμα το buyback-μαμούθ που ανακοίνωσε η Apple την περασμένη εβδομάδα, καθώς οι εισηγμένες προχωρούν σε επαναγορές αξίας σχεδόν 1 τρισ. δολαρίων με τις Big Tech να πρωταγωνιστούν.
Θεωρητικά, οι εταιρείες πραγματοποιούν τις επαναγορές για να αυξήσουν την εγγενή αξία των μετοχών που βρίσκονται σε κυκλοφορία και να βελτιώσουν την απόδοση του τίτλου τους. Οι επαναγορές είναι ένας από τους δύο πιο συνηθισμένους τρόπους με τους οποίους οι εταιρείες ανταμείβουν τους μετόχους για τα ισχυρά κέρδη - ο άλλος είναι τα μερίσματα.
Οι εταιρείες με ισχυρές οικονομικές επιδόσεις συνήθως προτιμούν είτε τις επαναγορές, οι οποίες είναι ένα μη φορολογικό γεγονός για τους μετόχους και παρέχουν μακροπρόθεσμη ώθηση στις σχετικές αποτιμήσεις, είτε τα μερίσματα, που πηγαίνουν στην τσέπη των επενδυτών και είναι συνηθέστερα από εταιρείες κοινής ωφέλειας, που οι μετοχές τους έχουν σταθερή ζήτηση και αντιστοίχως επιβραβεύουν σταθερά τους επενδυτές.
Η γοητεία των μερισμάτων έχει μειωθεί καθώς ο όγκος των επαναγορών έχει εκτοξευθεί στα ύψη: η μέση μερισματική απόδοση 1,4% του S&P 500, που προκύπτει από τις ετήσιες καταβολές μερισμάτων σε σύγκριση με την τιμή των μετοχών, είναι περίπου κατά 30% χαμηλότερη σε σχέση με πριν πέντε χρόνια, ενώ η Goldman Sachs εκτιμα ότι οι εισηγμένες που απαρτίζουν τον S&P 500 θα προχωρήσουν φέτος σε επαναγορές αξίας 925 δισ. δολαρίων, επίδοση κατά 23% υψηλότερη σε σύγκριση με τις επαναγορές του 2019 και άνω του 60% σε σχέση με το 2014.
Στην πραγματικότητα είναι οι Big Tech, γνωστές από καιρό για τη μη επιστροφή κεφαλαίου στους επενδυτές, που οδηγούν τη φρενίτιδα των επαναγορών, με τους αναλυτές της Goldman Sachs -με επικεφαλής τον David Kostin- να επισημαίνουν ότι οι "Magnificent-7" επέστρεψαν πέρυσι το χαμηλότερο ποσοστό κερδών μέσω επαναγορών από το 2017, αν και οι 7 κολοσσοί αντιπροσώπευαν το 26% όλων των επαναγορών μεταξύ των εταιρειών που απαρτίζουν τον S&P 500.
Το πρόγραμμα επαναγοράς μετοχών της Apple ύψους 110 δισ. δολαρίων, η οποία θεωρητικά θα μπορούσε να χτυπήσει περίπου το 4% των μετοχών της αξίας 2,8 τρισ. δολαρίων, προσέφερε μια αχτίδα ελπίδας στους "πεινασμένους" για κεφάλαια επενδυτές, οι οποίοι στο α' εξάμηνο του 2024 είδαν τις Meta και Alphabet να δίνουν το πρώτο τρίμηνο μέρισμα στην ιστορία τους.
Γιατί επαναγορά μετοχών και όχι μερίσματα;
Καταρχάς, οι εταιρείες δεν υποχρεούνται να επιστρέφουν κεφάλαιο στους επενδυτές με οποιαδήποτε ιδιότητα, αλλά η διοίκηση συχνά χρησιμοποιεί αυτό το "καρότο" για να επιβραβεύσει τους μετόχους ή να προσελκύσει μελλοντικούς αγοραστές της μετοχής. Οι εταιρείες τεχνολογίας διαθέτουν ιστορικά μικρότερο ποσοστό των κερδών τους γι' αυτές τις πρωτοβουλίες, καθώς συνήθως επανεπενδύουν μεγαλύτερο μέρος των μετρητών που περισσεύουν σε έργα έρευνας και ανάπτυξης, όπως η τεχνητή νοημοσύνη.
Καθώς όμως οι αποτιμήσεις και τα κέρδη εκτοξεύονται στα ύψη, οι Magnificent-7 (Alphabet, Amazon, Apple, Microsoft, Meta και Nvidia - όχι η Tesla) δυσκολεύονται να αποφύγουν την καταβολή υψηλότερων μερισμάτων ή/και την αύξηση των επαναγορών. Οι επαναγορές μετοχών μπορούν να φτάσουν μέχρι ενός σημείου, δεδομένου ότι υπάρχει πεπερασμένος όγκος μετοχών προς αγορά, πράγμα που σημαίνει ότι τα μερίσματα μπορεί να είναι στα χαρτιά, αν συνεχιστεί η πορεία της σταθερής δημιουργίας μετρητών των Big Tech. Η Alphabet, η Apple, η Microsoft, η Meta και η Nvidia έχουν μερισματικές αποδόσεις κάτω του 1%, ενώ η Amazon δεν έχει ακόμη θεσπίσει μέρισμα. Οι εταιρείες του 1 τρισ. δολαρίων ενδέχεται να απομακρύνουν τα προγράμματα επιβράβευσης των μετόχων τους από τις επαναγορές και να τα στρέψουν προς τα μερίσματα, καθώς "οι ταμειακές ροές τους γίνονται όλο και πιο σταθερές και οι εταιρείες επιδιώκουν να διευρύνουν την επενδυτική τους βάση", εκτίμησε ο Kostin.
Η Goldman Sachs προβλέπει ότι οι εταιρείες του S&P 500 θα διαθέσουν 1,1, τρισ. δολάρια για επαναγορές μετοχών το 2025. Ποσό που αντιστοιχεί στο ετήσιο ΑΕΠ της Ολλανδίας.
Μεταξύ των πιο συνηθισμένων επικρίσεων για τις επαναγορές μετοχών είναι ότι επιβραδύνουν τις εταιρείες από το να επανεπενδύουν στις καθημερινές δραστηριότητες και έτσι να προσθέτουν περαιτέρω αξία στους μετόχους και την οικονομία. Με αυτό τον τρόπο, επίσης, βασίζονται στην "ατελή τέχνη" της αύξησης των συμμετοχών των επενδυτών, καθώς μια πτώση της τιμής της μετοχής θα μπορούσε να εξαλείψει τα δυνητικά μετρητά που κέρδισαν οι επενδυτές, σε αντίθεση με το αν είχαν εισπράξει μέρισμα. Οι επαναγορές επίσης δημουργούν ελάχιστα φορολογικά έσοδα.
Ο πρόεδρος Τζο Μπάιντεν καθιέρωσε πέρυσι φόρο επαναγοράς εταιρικών μετοχών 1% και πρότεινε την αύξησή του στο 4%, με τον Αμερικανό πρόεδρο να αναφέρει σε ομιλία του ότι οι επαναγορές ανταμείβουν αδικαιολόγητα τους διευθύνοντες συμβούλους και τους μετόχους ανοίγοντας "παραθυράκι στους πάμπλουτους ώστε να μην πληρώνουν φόρους". Από τους πιο δριμείς επικριτές του φόρου που θέσπισε ο Μπάιντεν είναι ο δισεκατομμυριούχος CEO της Berkshire Hathaway, Γουόρεν Μπάφετ, ο οποίος έγραψε πέρυσι: "Όταν σας λένε ότι όλες οι επαναγορές είναι επιζήμιες για τους μετόχους ή τη χώρα ή ιδιαίτερα επωφελείς για τους διευθύνοντες συμβούλους, ακούτε είτε έναν οικονομικά αναλφάβητο είτε έναν αργυρώνητο δημαγωγό". Η Berkshire, ως γνωστόν, δεν πληρώνει μέρισμα λόγω της πεποίθησης του Μπάφετ ότι μπορεί να διαθέσει καλύτερα το κεφάλαιο, και τα μετρητά της εκτινάχθηκαν στο ποσό-ρεκόρ των 189 δισ. δολαρίων το προηγούμενο τρίμηνο.
Απόδοση - επιμέλεια: Μιχάλης Παπαντωνόπουλος