Του John Tamny
"Αν θέλετε να γίνετε ένα brand και να το κάνετε να δουλέψει, πρέπει να το κάνετε να δουλέψει στις ΗΠΑ". Τάδε έφη η Anna Worthington, διευθύντρια της Ruffians, μιας μικρής αλυσίδας κουρείων στην Αγγλία. Το σχόλια της Worthington έγινε στη New York Times.
Και είναι πολύ αποκαλυπτικά. Και υπενθυμίζουν την εξαιρετική σημασία της αμερικανικής αγοράς για τους "εκτός ΗΠΑ". Όπως η Νέα Υόρκη θεωρείται το "τελικό τεστ" για τους Αμερικανούς που επιθυμούν να αφήσουν το επαγγελματικό τους αποτύπωμα, τις ίδιες ιδιότητες έχουν οι Ηνωμένες Πολιτείες για όσους παράγουν εκτός ΗΠΑ.
Είναι ελπιδοφόρο ότι η κυβέρνηση Τραμπ θα λάβει υπόψη τα παραπάνω, όχι επεκτείνοντας τους δασμούς και αυξάνοντας έτσι το κόστος της επιχειρηματικής δραστηριότητας στις ΗΠΑ, αλλά με γνώμονα τους κανονισμούς που επιβάλλονται στις αμερικανικές εμπορικές οντότητες στο εξωτερικό. Ειδικότερα, η Οδηγία της ΕΕ για τη δέουσα επιμέλεια των επιχειρήσεων σε θέματα βιωσιμότητας (CS3D) και η Οδηγία για την υποβολή εκθέσεων βιωσιμότητας των επιχειρήσεων (CSRD) αποτελούν αξιοσημείωτη φορολόγηση επί των αμερικανικών εταιρειών για την τόλμη τους να ανταποκριθούν και να καλύψουν τις ανάγκες των πελατών τους στις ευρωπαϊκές αγορές.
Έτσι αποκαλύπτεται ένα παράδοξο στοιχείο στο σχόλιο της Worthington. Οι ΗΠΑ είναι το μέρος όπου θέλουν να βρίσκονται τα μη αμερικανικά brands, αλλά η ελκυστικότητα της αμερικανικής αγοράς αιτιολογεί και την ελκυστικότητα των brands και των εταιρειών που έχουν δημιουργηθεί στις ΗΠΑ. Για να χρησιμοποιήσουμε ένα μη ευρωπαϊκό παράδειγμα της αμερικανικής εμβέλειας, υπάρχουν πάνω από 5.500 καταστήματα McDonald's στην Κίνα, με στόχο να φτάσουν τα 10.000 έως το 2028. Στην Κίνα υπάρχουν επίσης περισσότερα από 7.000 καταστήματα Starbucks, ενώ η αγορά της Κίνας αντιπροσωπεύει το ένα πέμπτο των πωλήσεων iPhone της Apple. Εν ολίγοις, οι ΗΠΑ είναι μια τεράστια αγορά γιατί τα προϊόντα και οι υπηρεσίες των αμερικανικών εταιρειών είναι περιζήτητα σε όλο τον κόσμο.
Το γεγονός αυτό είναι πολύ σημαντικό σε σχέση με τις Οδηγίες της ΕΕ που αναφέραμε ήδη. Ισχύουν για επιχειρήσεις με ετήσια έσοδα εντός ΕΕ άνω των 450 εκατ. ευρώ, που σημαίνει ότι αυτές οι Οδηγίες αφορούν κατά κύριο λόγο τις αμερικανικές εταιρείες. Και πάλι, αυτό που κάνει την αμερικανική αγορά τόσο ελκυστική είναι το ίδιο που κάνει τα αμερικανικά προϊόντα και τις υπηρεσίες ελκυστικά στο εξωτερικό.
Είναι ένα παράδοξο. Ένα παράδοξο που κοστίζει ακριβά, λόγω των υπερβολών που επιβάλλουν οι ρυθμιστικές αρχές της ΕΕ. Δεν είναι μόνο ότι επιβάλλουν τέτοιου είδους οδηγίες εντός του μπλοκ, εμποδίζοντας την ανάπτυξή του, αλλά ότι προσπαθούν να παγκοσμιοποιήσουν τις Οδηγίες. Σύμφωνα με έκθεση του Αμερικανικού Εμπορικού Επιμελητηρίου, "η ΕΕ ουσιαστικά επιβάλλει την κανονιστική υπεροχή της ακόμη και σε επιχειρηματικές δραστηριότητες που δεν έχουν καμία εδαφική σύνδεση με την ΕΕ. Οι εταιρείες με έδρα στις ΗΠΑ πρέπει να ευθυγραμμίσουν τις παγκόσμιες δραστηριότητές τους με τα πρότυπα της ΕΕ που δεν είναι δεσμευτικά σύμφωνα με το αμερικανικό δίκαιο, και ενδέχεται να θεωρηθούν υπεύθυνες ενώπιον των δικαστηρίων της ΕΕ για συμπεριφορές που έχουν λάβει χώρα στις ΗΠΑ και είναι νόμιμες στις ΗΠΑ".
Η έκθεση του Επιμελητηρίου δείχνει ότι οι οδηγίες της ΕΕ σχετικά με τη βιωσιμότητα των επιχειρήσεων δεν είναι μόνο επαχθείς, οι απαιτήσεις υποβολής εκθέσεων δεν είναι μόνο δαπανηρές, αλλά οι αμερικανικές εταιρείες αναμένεται να συμμορφώνονται με τους κανόνες και έξω από τα όρια της ΕΕ. Και εδώ είναι που ιδανικά θα παρέμβει η κυβέρνηση Τραμπ.
Κάποιοι που διαβάζουν αυτό το άρθρο θα συμπεράνουν ίσως ότι η κυβέρνηση Τραμπ θα χρησιμοποιήσει -και θα πρέπει να χρησιμοποιήσει- την απειλή επιβολής δασμών στα εισαγόμενα προϊόντα για να διορθώσει ένα σοβαρό "ρυθμιστικό" λάθος της ΕΕ, το οποίο, σύμφωνα με τις προβλέψεις του Χάρολντ Φουρτγκότ-Ροθ του Hudson Institute, θα μπορούσε να κοστίσει στις αμερικανικές επιχειρήσεις 1 τρισ. δολάρια. Δεν πρέπει, όμως, να χρησιμοποιείται η απειλή των δασμών. Οι δασμοί βλάπτουν και τους Αμερικανούς, και όχι μόνο αυτούς στους οποίους επιβάλλονται.
Η Ουάσινγκτον πρέπει να ξεκαθαρίσει ότι οι αμερικανικές εταιρείες δεν λογοδοτούν στους ρυθμιστικούς φορείς της ΕΕ για τις ενέργειές τους στις Ηνωμένες Πολιτείες και ότι σε καμία περίπτωση δεν θα αναμένεται από αυτές να ευθυγραμμίσουν τις δραστηριότητές τους με τις οδηγίες της ΕΕ. Εάν υπάρχει οποιαδήποτε σύγχυση σχετικά με αυτό, οι αμερικανικές αρχές θα τους επισημαίνουν, ελπίζουμε, τη φράση της Anna Worthington, η οποία διευκρινίζει ποιος πετυχαίνει μεγαλύτερη οικονομική ανάπτυξη και ποιος χρειάζεται περισσότερο τον άλλον.