Του Νίκου Ρουσάνογλου
Σημαντική βελτίωση στην διεθνή κατάταξη σημειώνει το κόστος μεταβίβασης ακινήτων στην Ελλάδα, καθώς υπολογίζεται περίπου στον μέσο όρο της υπόλοιπης Ευρώπης. Ειδικότερα, με βάση τα τελευταία στοιχεία του Global Property Guide, η Ελλάδα τοποθετείται στην 15η θέση μεταξύ 30 χωρών. Το κόστος συναλλαγής κυμαίνεται μεταξύ 5.89% - 8.09% της αξίας του ακινήτου, ανάλογα με το κόστος του ακινήτου, το αν αποτελεί πρώτη ή δεύτερη κατοικία, το αν έχει μεσολαβήσει μεσίτης κτλ.
Η εικόνα αυτή είναι σαφώς καλύτερη σε σχέση με την περίοδο της οικονομικής κρίσης, όταν για ένα διάστημα, απαιτούνταν σχεδόν 11-15% της αξίας του ακινήτου για την ολοκλήρωση μιας μεταβίβασης, καθώς ήταν πολύ υψηλός ο φόρος μεταβίβασης, παρότι εφαρμοζόταν και φόρος κατοχής. Συνήθως, η κάθε χώρα επιλέγει ή το ένα ή το άλλο, ή έχει υψηλό φόρο κατοχής και χαμηλό φόρο μεταβίβασης, ή το αντίστροφο, δηλαδή χαμηλό φόρο κατοχής και υψηλό φόρο μεταβίβασης. Για ένα διάστημα περίπου 2-3 ετών, η Ελλάδα είχε και πολύ υψηλό φόρο κατοχής και πολύ υψηλό φόρο μεταβίβασης, τοποθετώντας την στην πρώτη δεκάδα με βάση τις μεγαλύτερες χρεώσεις.
Σήμερα, η κατάσταση έχει εξορθολογιστεί σημαντικά, λόγω της κατακόρυφης μείωσης του φόρου μεταβίβασης, από το 8-10% που ήταν πριν από μερικά χρόνια, σε 3%. Μάλιστα, εφόσον πρόκειται για αγορά πρώτης κατοικίας, υπάρχει αφορολόγητο όριο για τα πρώτα 275.000 ευρώ της αξίας του ακινήτου. Φυσικά, αν το κόστος είναι χαμηλότερο, δεν υπάρχει καν φόρος μεταβίβασης. Έτσι, υπολογίζοντας και τα υπόλοιπα κόστη (π.χ. αμοιβή μεσίτη, συμβολαιογράφου, τέλος εγγραφής στο κτηματολόγιο και το υποθηκοφυλάκειο), το συνολικό κόστος για την αγορά και αργότερα πώληση ενός ακινήτου (κάτι που ενδιαφέρει και τους ξένους επενδυτές), περιορίζεται σε περίπου 6-8% της αξίας του ακινήτου.
Ειδικά για την περίπτωση ακινήτων που θα αποκτηθούν μέσω του νέου κύκλου του προγράμματος Σπίτι Μου, για ακίνητα αξίας 200.000 ευρώ, οι ενδιαφερόμενοι θα πρέπει να υπολογίζουν 5.000 ευρώ (με ΦΠΑ) για το 2% της μεσιτικής αμοιβής, περίπου 1.500 ευρώ για την συμβολαιογραφική αμοιβή, 1.000 ευρώ για έξοδα δανείου και μηχανικού τραπέζης (υπάρχει πάντως και ειδικές προσφορές από τις τράπεζες, που μειώνουν το κόστος αυτό), ενώ το τέλος εγγραφής στο κτηματολόγιο υπολογίζεται σε 1.173 ευρώ. Άλλα τόσα θα χρειαστούν και για την εγγραφή της προσημείωσης από την τράπεζα, ποσό που ασφαλώς καταβάλλει ο δανειολήπτης. Αν στην αγοραπωλησία παραστεί και δικηγόρος από την πλευρά του δανειολήπτη, στα παραπάνω υπολογίζονται άλλα 1.000 ευρώ, κάτι που σημαίνει ότι το τελικό κόστος ξεπερνά τα 10.000 ευρώ.
Το μεγαλύτερο κόστος στην Ευρώπη συναντάται στο Βέλγιο, καθώς κυμαίνεται από 7,2% έως 17,5% ανάλογα με την αξία του ακινήτου που θα αποκτηθεί. Ακολουθεί η Μεγ. Βρετανία με κόστος μεταβίβασης έως 15,1% και η Ιταλία με 15%. Η πρώτη δεκάδα συμπληρώνεται από την Ολλανδία (έως 14,9%), την Γαλλία (έως 14,3%), την Ισπανία (έως 14%), το Λουξεμβούργο (έως 13%), την Γερμανία (έως 12%), την Μάλτα (έως 11,5%) και την Πορτογαλία (έως 11,2%). Η γειτονική Βουλγαρία έχει κόστος έως 10,5%, ενώ η Κύπρος έως 10%. Στον αντίποδα, το πιο χαμηλό κόστος συναντάται στην Εσθονία με μόλις 0,52-1,3%, ενώ ακολουθούν Σλοβακία (έως 1,5%) και Δανία (έως 2,93%).
Πάντως, παρότι η Ελλάδα έχει βελτιώσει την θέση της, ενδεχομένως να πρέπει να γίνουν κι άλλα βήματα προς αυτή την κατεύθυνση, με δεδομένο ότι το κόστος πρόσβασης στην απόκτηση στέγης γίνεται όλο και πιο απρόσιτο για το μέσο ελληνικό νοικοκυριό. Πρόσφατη ανάλυση της Eurostat επιβεβαίωσε ότι τα εισοδήματα των ελληνικών νοικοκυριών είναι μεταξύ των χαμηλότερων στην Ευρώπη. Συγκεκριμένα, o μέσος ετήσιος προσαρμοσμένος μισθός στην Ελλάδα ανέρχεται στις 17.000 ευρώ ετησίως, ανάλογος με εκείνον των Ούγγρων, που έχουν 16.900. Οι μόνοι που βρίσκονται σε ακόμα χειρότερη μοίρα από τους Έλληνες, είναι οι Βούλγαροι, με 13.500 ετησίως, αλλά και σημαντικά φθηνότερο κόστος διαβίωσης.