Του Gaurav Sharma
Η αγορά του πετρελαίου συνεχίζει να γνωρίζει μια εξαιρετικά "ξηρή" χρονιά φέτος, με το Brent να χάνει σχεδόν 10% από ένα χρόνο νωρίτερα και το WTI σχεδόν 9%, ενώ από την αρχή του έτους σημειώνουν μικρές μεταβολές.
Το υψηλό του Brent – που δεν μακροημέρευσε – ήταν στα 91 δολ. τον Απρίλιο, όπως και στο WTI στα 86,50 δολ. Και τα δύο συμβόλαια δεν έχουν καταφέρει να πλησιάσουν από τότε τα συγκεκριμένα επίπεδα. Και αυτό παρά τον αυξημένο γεωπολιτικό κίνδυνο στη Μέση Ανατολή και τον πόλεμο Ουκρανίας – Ρωσίας που συνεχίζεται.
Το πιο πρόσφατο selloff ενδεχομένως να πυροδοτήθηκε από τα άσχημα μακροοικονομικά στοιχεία στις ΗΠΑ, αν και τα θεμελιώδη στην αγορά είναι αρνητικά για το μεγαλύτερο μέρος του έτους. Το 2024 διατηρήθηκαν εξάλλου οι πιέσεις στους καταναλωτές λόγω του περιβάλλοντος των υψηλών επιτοκίων από το περασμένο έτος.
Αν και πολλές κεντρικές τράπεζες, όπως η Τράπεζα της Αγγλίας, η Εθνική Τράπεζα της Ελβετίας και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα μείωσαν πρόσφατα τα επιτόκια τους, η αμερικανική Federal Reserve δεν έχει κάνει ακόμα κάποια κίνηση. Ενδεχομένως να κάνει τον Σεπτέμβριο.
Οι αμφιβολίες για τις οικονομικές επιδόσεις δεν περιορίζονται ωστόσο μόνο στις ΗΠΑ, αλλά καλύπτουν επίσης την Ευρώπη και την Κίνα. Είναι η επίδοση της τελευταίας που επίμονα επιβαρύνει τις τιμές του πετρελαίου για το μεγαλύτερο μέρος του έτους και είναι πιθανό να εμποδίσει τις τιμές να σκαρφαλώσουν σε τριψήφια μεγέθη κάποια στιγμή σύντομα.
Οι εκτιμητές της αγοράς συνωστίζονται για να επισημάνουν την υποχώρηση της ζήτησης στην Κίνα. Η Διεθνής Υπηρεσία Ενέργειας (IEA) το αναφέρει πολλούς μήνες τώρα. Ακόμα και ο Οργανισμός Πετρελαιοπαραγωγών Χωρών (ΟΠΕΚ) – ο πιο αισιόδοξος μεταξύ των φορεών της αγοράς – αναγνώρισε στο τέλος ότι είναι πιθανό οι εισαγωγές από το Πεκίνο να είναι μειωμένες.
Αυτό δεν θα πρέπει να προκαλεί έκπληξη. Μόνο τον Ιούνιο τα στοιχεία διαμόρφωσαν μια άσχημη εικόνα για την Κίνα, με επιβράδυνση της βιομηχανικής παραγωγής, αύξηση της ανεργίας και υποχώρηση των τιμών των κατοικιών. Η μετάβαση της χώρας στις οδικές μεταφορές από βενζίνη και ντίζελ σε ηλεκτρικά οχήματα επίσης κάνει αισθητή την παρουσία της.
Οι εξελίξεις αυτές οδήγησαν τα διυλιστήρια της χώρας να μειώσουν τους ρυθμούς επεξεργασίας τον προηγούμενο μήνα λόγω της αδύναμης ζήτησης για καύσιμα. Σύμφωνα με την εταιρεία Energy Intelligence, ο ρυθμός επεξεργασίας υποχώρησε κάτω από τα 14 εκατ. βαρέλια την ημέρα τον Ιούλιο για πρώτη φορά τα τελευταία δύο χρόνια, σημειώνοντας μείωση 2% από τον Ιούνιο όταν ήταν στα 13,96 εκατ. βαρέλια την ημέρα.
Με τον δεύτερο μεγαλύτερο καταναλωτή και μεγαλύτερο εισαγωγέα στον κόσμο να βρίσκεται σε αυτή τη θέση, δεν θα πρέπει να προκαλεί έκπληξη ότι η ευρύτερη αγορά αντιμετωπίζει δυσκολίες. Την ίδια στιγμή, η παγκόσμια προσφορά - ιδίως με light sweet crude που είναι εκτός ΟΠΕΚ - παραμένει ισχυρή.
Εφόσον η αύξηση της παγκόσμιας ζήτησης για το 2024 διαμορφωθεί κάπου μεταξύ της πρόβλεψης της IEA για κάτω από 1 εκατ. βαρέλια την ημέρα και του ΟΠΕΚ για λίγο πάνω από 2 εκατ. βαρέλια την ημέρα, θα συνεχίσουν να υπάρχουν μεγάλα περιθώρια για να εξυπηρετείται η αγορά από την τρέχουσα προσφορά και να περισσεύει κάτι.
Θα σημαίνει επίσης ότι ο ΟΠΕΚ δεν θα προχωρήσει τελικά στη σταδιακή ενίσχυση της προσφοράς του από τον Σεπτέμβριο-Οκτώβριο. Αυτό, μαζί με τον αυξημένο γεωπολιτικό κίνδυνο μπορεί να δώσει μια ανοδική ώθηση στις τιμές, αν και δεν αναμένεται να έχει ουσιαστικό αντίκτυπο στην ευρύτερη δυναμική της αγοράς.
Δεν αποκλείεται μάλιστα το 2025 να αποδειχτεί πολύ χειρότερο. "Η αδύναμη ζήτηση πετρελαίου από την Κίνα και οι καθοδικοί κίνδυνοι στην ανάπτυξη του ΑΕΠ της Κίνας ενισχύουν την άποψη μας ότι οι κίνδυνοι για το εύρος των $75-90 στο Brent το 2025 σαφώς υποεκτιμήθηκαν", αναφέρουν οι αναλυτές της Goldman Sachs σε σημείωμα τους αυτή την εβδομάδα.
Η επενδυτική τράπεζα δεν αποκλείει επίσης την πιθανότητα το Brent να υποχωρήσει περαιτέρω στα $65 με $70. Αυτή είναι μια ρεαλιστική προοπτική σε μια αγορά που οδεύει για πιθανό πλεόνασμα το α' τρίμηνο του 2025, όπως πολλοί, μεταξύ των οποίων και η Morgan Stanley, προβλέπουν.