Του Milton Ezrati
Η Wall Street έχει χάσει τον παλιό της ενθουσιασμό για επενδύσεις στην Κίνα. Για πρώτη φορά εδώ και πολύ καιρό, οι ροές των χαρτοφυλακίων δείχνουν ξεκάθαρα ότι οι Αμερικανοί επενδυτές αποσύρονται από κινεζικές μετοχές και ομόλογα. Η τάση δεν οφείλεται μόνο στην οικονομική και εμπορική αντιπαλότητα Ουάσινγκτον-Πεκίνου. Οι Αμερικανοί επενδυτές έχουν τους δικούς τους λόγους που αποτραβιούνται από την Κίνα. Για παράδειγμα, ανησυχούν πόσο θα επιβαρυνθεί τελικά η κινεζική οικονομία από το μεγάλο -και αυξανόμενο- χρέος του Πεκίνου. Είναι επιφυλακτικοί απέναντι στην Κίνα λόγω της επιβράδυνσης της οικονομίας της, αλλά και επειδή οι δαπάνες για τις υποδομές δεν έχουν τα εντυπωσιακά αποτελέσματα του παρελθόντος. Αναρωτιούνται, όχι αδικαιολόγητα, αν αυτή η εικόνα σηματοδοτεί θεμελιώδη προβλήματα στην κινεζική οικονομία.
Τα στοιχεία είναι εντυπωσιακά. Η Κρατική Διοίκηση Συναλλάγματος του Πεκίνου αναφέρει ότι πριν από λίγο καιρό, τα υψηλά επίπεδα επενδύσεων από αμερικανικά χαρτοφυλάκια σε κινεζικές μετοχές και ομόλογα ήταν ο κανόνας. Το 2018, ακόμη και όταν ο Ντόναλντ Τραμπ επέβαλε τιμωρητικούς δασμούς στις εισαγωγές κινεζικών προϊόντων, οι Αμερικανοί επενδυτές αγόρασαν κινεζικές μετοχές και ομόλογα καθαρή αξίας 17 δισ. δολαρίων. Η καθαρή ροή σκαρφάλωσε στα 36 δισ. δολάρια το 2020, παρά την πανδημία. Το 2021, η καθαρή εισροή ξεπέρασε τα 20 δισ. δολάρια. Αλλά το 2022 οι καθαρές επενδύσεις σχεδόν "πάγωσαν" και το 2023 -έως τον Οκτώβριο όπου υπάρχουν στοιχεία- σημειώθηκαν καθαρές εκροές ύψους περίπου 31 δισ. δολαρίων.
Το ίδιο μοτίβο και στις ιδιωτικές επενδύσεις. Με την πάροδο των ετών ο ενθουσιασμός των Αμερικανών για την Κίνα προώθησε την ανάπτυξη αρκετών ιδιωτικών επενδυτικών funds που ειδικεύονται σε κινεζικές επενδύσεις. Σύμφωνα με την Prequin, έναν ιδιωτικό σύμβουλο που παρακολουθεί τις ροές χρημάτων σε εναλλακτικές επενδύσεις, τα ιδιωτικά επενδυτικά funds που προσανατολίζονται στην Κίνα προσέλκυσαν έως και 140 δισ. δολάρια μόλις το 2019, με τα περισσότερα κεφάλαια να προέρχονται από ιδιώτες και συνταξιοδοτικά ταμεία. Έως το 2021, το ποσό αυτό είχε συρρικνωθεί στα 93 δισ. δολάρια και το 2023 μέχρι τον Οκτώβριο, οι εισροές αυτές κατρακύλησαν στα 4 δισ. δολάρια.
Η Wall Street έχει τους λόγους της να κινείται όπως κινείται, αλλά σίγουρα και η στάση της Ουάσινγκτον έχει συμβάλει στο να επανεξετάσουν οι Αμερικανοί επενδυτές τις θέσεις τους σε κινεζικές εταιρείες. Από το 2022, η αμερικανική κυβέρνηση διεξάγει έναν "εμπορικό πόλεμο" κατά της Κίνας. Ο πρόεδρος Μπάιντεν, παρά την προεκλογική ρητορική του, διατήρησε τους δασμούς του Τραμπ στα κινεζικά προϊόντα που τέθηκαν σε ισχύ το 2018 και το 2019. Ο Λευκός Οίκος απαγόρευσε την πώληση προηγμένων ημιαγωγών στην Κίνα και περιόρισε τη δυνατότητα των Αμερικανών να επενδύουν στην κινεζική τεχνολογία. Πιο πρόσφατα, η Ουάσινγκτον κατέστησε σαφές ότι οι φοροαπαλλαγές για τα ηλεκτρικά οχήματα που ενωματώνονται στον νόμο για τη μείωση του πληθωρισμού του 2022 δεν θα ισχύουν για προϊόντα που είτε κατασκευάζονται από κινεζικές εταιρείες είτε αποτελούνται από σημαντικό ποσοστό κινεζικών εξαρτημάτων, συμπεριλαμβανομένων των μπαταριών. Τέτοιες αυστηρές κυβερνητικές πρωτοβουλίες δεν θα μπορούσαν να μην επηρεάσουν τον τρόπο σκέψης των επενδυτών. Ωστόσο, οι ανησυχίες της Ουάσιγκτον για την Κίνα διαφέρουν σημαντικά από εκείνες των εταιρειών και των επενδυτών.
Κορυφαίος προβληματισμός τους είναι η τεράστια και αυξανόμενη υπερκάλυψη ενός αμφιλεγόμενου χρέους που υπάρχει στην Κίνα. Πολλοί επενδυτές με έδρα τις ΗΠΑ είναι εκτεθειμμένοι στα χρέη του κινεζικού κλάδου ακινήτων. Σχεδόν όλες οι κατασκευαστικές απειλούνται με πτώχευση. Οι πιθανές ζημιές που συνεπάγονται από ένα ντόμινο χρεοκοπιών αποτρέπει τους επενδυτές από το να διοχετεύσουν και άλλα κεφάλαια στην Κίνα. Ακόμα πιο ανησυχητικό είναι πόσο θα επηρεάσουν αυτά τα χρέη συνολικότερα τη χρηματοδότηση εταιρειών στην Κίνα. Υπάρχουν φόβοι ότι ακόμη και εταιρείες που δεν έχουν άμεση έκθεση στα χρέη των κατασκευαστικών θα υποστούν ζημίες από δανειολήπτες που είναι εκτεθειμμένοι. Επιπλέον, είναι και το ζήτημα της κάλυψης των χρέων που έχει η τοπική αυτοδιοίκηση στην Κίνα. Λίγοι -και αν- Αμερικανοί έχουν άμεση έκθεση σε αυτό το χρέος, αλλά ανησυχούν ότι κάθε κινεζική επένδυση θα μπορούσε να υποφέρει αν οι πληρωμές για αυτό το χρέος ανασταλούν ή καθυστερήσουν. Γενικότερα, οι Αμερικανοί επενδυτές ανησυχούν ότι το βάρος των επισφαλών χρεών, ανεξάρτητα από την πηγή τους, θα περιορίσει την ικανότητα της κινεζικής χρηματοδότησης να υποστηρίξει νέα έργα που θα μπορούσαν να συμβάλλουν στην οικονομική ανάπτυξη και, ως εκ τούτου, θα επηρεάσει τις αποδόσεις όλων των επενδύσεων στην Κίνα.
Εκτός από τις ενδεχόμενες χρεοκοπίες, ανησυχία προκαλεί και η γενική επιβράδυνση του ρυθμού ανάπτυξης της κινεζικής οικονομίας. Και οι πιο αισιόδοξοι εμφανίζονται πλέον διστακτικοί. Άλλωστε, η αρχική έλξη για επενδύσεις σε κινεζικές μετοχές και ομόλογα εδραζόταν στο γεγονός πώς ο γρήγορος ρυθμός ανάπτυξης υποσχόταν ελκυστικές αποδόσεις. Οι πρόσφατες προσπάθειες για τόνωση της οικονομίας μέσω της διοχέτευσης κεφαλαίων για τις υποδομές δεν είχαν τα θετικά αποτελέσματα του παρελθόντος. Αν και έχουν δοθεί κάποιες συγκεκριμένες εξηγήσεις για αυτές τις "διαψεύσεις", οι επενδυτές εύλογα ανησυχούν ότι ίσως επίκειται μια θεμελιώδης και μη ελκυστική στροφή της κινεζικής οικονομίας. Αυτή η ανησυχία είναι αρκετή για να ωθήσει τους επενδυτές να αναζητήσουν αλλού ευκαιρίες.
Οι παραπάνω συνθήκες, σε συνδυασμό με την εμμονική αντίληψη του προέδρου Σι Τζινπίνγκ για την εθνική ασφάλεια -που έχει καταστήσει αδύνατη τη συγκέντρωση δεδομένων τα οποία είναι απαραίτητα για τη λήψη επενδυτικών αποφάσεων- έχουν κάμψει τον ενθουσιασμό της Wall Street για επενδύσεις στην Κίνα. Το πρόβλημα για την Κίνα είναι πώς οι ανησυχίες των Αμερικανών επενδυτών μπορούν να εξελιχθούν σε αυτοεκπληρούμενη προφητεία. Η Κίνα χρειάζεται επενδύσεις από το εξωτερικό για να ενισχύσει την οικονομία της και να προσελκύσει τεχνολογική και επιχειρηματική τεχνογνωσία. Οι ανησυχίες της Wall Street κόβουν τη ροή κεφαλαίων προς το Πεκίνο αποδυναμώνοντας την ανάκαμψη της Κίνας στα επίπεδα που φοβούνται ήδη οι επενδυτές.
Απόδοση - επιμέλεια: Μιχάλης Παπαντωνόπουλος